🔒
Hay nuevos artículos disponibles. Pincha para refrescar la página.
AnteayerSalida Principal

Υποστηρίξτε τους Σουδανούς α&a

Διεθνές κάλεσμα αναρχικής αλληλεγγύης

Υποστηρίξτε τους Σουδανούς αναρχικούς στην εξορία



Η εξορία δεν είναι ποτέ μια εύκολη απόφαση. Δεν είναι ποτέ μια επιλογή. Χωρίς πόρους, μπορεί να γίνει μια πραγματική δοκιμασία. Η αλληλεγγύη είναι το κλειδί για να ξεπεράσει κανείς αυτές τις δύσκολες στιγμές.

Ήρθαμε σε επαφή με μια ομάδα Σουδανών αναρχικών τον Φεβρουάριο του 2022, εν μέσω των επαναστατικών ταραχών που συγκλόνισαν τη χώρα από το 2018. Παρά τα γλωσσικά εμπόδια, μάθαμε από αυτούς πώς να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την επανάσταση και τις επιτροπές αντίστασης που βρίσκονται στην καρδιά της. Αυτή η ομάδα, που αποτελείται κυρίως από νεαρούς φοιτητές, βρήκε μάλιστα μιμητές σε μια αναρχική ομάδα στα βόρεια της χώρας.

Όπως πολλές χώρες κατά τη διάρκεια της "Αραβικής Άνοιξης" του 2011, το Σουδάν βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους. Ο στρατηγός Χεμέτι, διοικητής της πολιτοφυλακής "Δυνάμεις ταχείας υποστήριξης", εξαπέλυσε εξέγερση εναντίον του εθνικού στρατού του Σουδάν. Οι προοδευτικές και επαναστατικές δυνάμεις της χώρας αρνήθηκαν ομόφωνα να υποστηρίξουν τη μία πλευρά εναντίον της άλλης, και έτσι βρέθηκαν στη μέγγενη μεταξύ αυτών των δύο στρατιωτικοποιημένων αντιδραστικών φατριών. Σχεδόν 5.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε αυτή την άσκοπη σύγκρουση. Δυόμισι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, 500.000 από τους οποίους έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Οι λεηλασίες και οι βιασμοί αυξάνονται και αποτελούν μέρος του οπλοστασίου των πολεμικών όπλων που χρησιμοποιούνται κατά των αμάχων.

Οι αναρχικοί σύντροφοί μας βρίσκονται ακόμα στο Σουδάν και ήλπιζαν να μπορέσουν να συνεχίσουν τις αγωνιστικές τους δραστηριότητες εκεί κρυφά. Παρέχαμε οικονομική βοήθεια πριν από τον πόλεμο και ακόμη και στην αρχή του. Αλλά η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη και δεν επιτρέπει πλέον καμία κοινωνική ή πολιτική δραστηριότητα. Κάποια μέλη της ομάδας αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα το συντομότερο δυνατό μετά τη λεηλασία του σπιτιού τους από τις ΔΤY. Άλλα αποφάσισαν να παραμείνουν προς το παρόν και προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε και αυτά.

Σε συνεργασία με συντρόφους που βρίσκονται σε αυτό το μέρος του κόσμου, εργαζόμαστε για να παρέχουμε σε όλους τις καλύτερες δυνατές συνθήκες επιβίωσης σε αυτό το πλαίσιο. Για όσους σκοπεύουν να μείνουν, πρέπει να τους βοηθήσουμε να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους και να βάλουμε χρήματα στην άκρη αν τα χρειαστούν για μια επείγουσα αναχώρηση. Για όσους πηγαίνουν τώρα στην εξορία, πρέπει να τους εξοστρακίσουμε από τη χώρα, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό το είδος του ταξιδιού χωρίς επιστροφή, και να τους δώσουμε τη δυνατότητα να συνεχίσουν τον ακτιβισμό τους με τους εξόριστους Σουδανούς και τις εκμεταλλευόμενες τάξεις στη χώρα υποδοχής τους. Ωστόσο, η περιοχή είναι εξαιρετικά ασταθής (εμφύλιοι πόλεμοι, πραξικοπήματα και άλλα αυταρχικά καθεστώτα) και δεν είναι προς το παρόν δυνατή η έξοδος από τη χώρα.

Για να το κάνουμε αυτό, χρειαζόμαστε χρήματα, και τα κονδύλια αλληλεγγύης των οργανώσεών μας από μόνα τους δεν αρκούν. Παρακάτω παρουσιάζονται τα εκτιμώμενα έξοδα (σε δολάρια ΗΠΑ):

- Βίζες: 400 δολάρια
- Ταξίδια: 800 δολάρια (το ποσό αυτό είναι αβέβαιο, καθώς το κόστος είναι εξαιρετικά ασταθές)
- Πρώτο ενοίκιο στη χώρα υποδοχής: 200 δολάρια
- Τρόφιμα για ένα μήνα στη χώρα υποδοχής: 300 δολάρια
- Δαπάνες (διαμονή, διατροφή, Διαδίκτυο) για το χρόνο αναμονής στο Σουδάν: 1000 δολάρια
- Ελάχιστο: 2700 δολάρια

Αυτός ο προσωρινός προϋπολογισμός παραμένει ασταθής σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικό πλαίσιο και πλαίσιο ασφαλείας. Καλύπτει μόνο τα έξοδα για τουλάχιστον ένα μήνα. Αλλά η κατάσταση είναι τέτοια που οι σύντροφοί μας δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ένα μόνο μήνα. Είναι πιθανό να χρειαστούμε πολύ περισσότερα χρήματα στο τέλος. Οποιοδήποτε ποσό δωρίζεται, ακόμη και πέραν αυτού του ελάχιστου ποσού, θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των συντρόφων μέχρι να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους.

Οι δωρεές συγκεντρώνονται από τους συντρόφους μας στην Ελβετία, οι οποίοι έχουν ήδη μια διεθνή δομή αλληλεγγύης.

Μην ξεχάσετε να αναφέρετε "Solidarity Sudan" όταν κάνετε τη δωρεά σας.
Στείλτε τις δωρεές σας στην ακόλουθη διεύθυνση:

Association pour la Promotion de la Solidarité Internationale (APSI)
Place Chauderon 5
1003 Lausanne
Suisse - Ελβετία

IBAN: CH84 0900 0000 1469 7613 8
SWIFT/BIC: POFICHBEXXX
Όνομα της τράπεζας: PostFinance SA- Mingerstrasse 20- 3030 Bern - Switzerland

Επίσης με Paypal

Υπογράφεται από:
☆Coordenação Anarquista Brasileira (CAB) - Βραζιλία
☆Organisation Socialiste Libertaire (OSL) - Ελβετία
☆Federación Anarquista Uruguaya (FAU) - Ουρουγουάη
☆Embat, Organització Llibertària de Catalunya - Καταλονία, ισπανικό κράτος
☆Federación Anarquista Santiago (FAS) - Χιλή
☆ Karala - Τουρκία
☆Black Rose Anarchist Federation / Federación Anarquista Rosa Negra (BRRN) - ΗΠA
☆Libertäre Aktion (LA) - Ελβετία
☆Union Communiste Libertaire (UCL) - Γαλλία
☆Grupo Libertario Vía Libre - Κολομβία
☆Die Plattform - Γερμανία
☆Roja y Negra Organización Politíca Anarquista - Αργεντινή
☆ Anarchist Communist Group (ACG) - Μεγάλη Βρετανία
☆Tekoşîna Anarşîst (TA) - Ροζάβα
☆Anarchist Yondae - Νότια Κορέα
☆Alternativa Libertaria/FdCA (AL/FdCA) - Ιταλία
☆Aotearoa Workers Solidarity Movement (AWSM) - Αωτερώα/Νέα Ζηλανδία


Η Κομμούνα της Στράντζας

Η Κομμούνα της Στράντζας και ο Μιχαήλ Γκερντζίκοφ

Του Γιάβορ Ταρίνσκι

Στις 26 Ιανουαρίου του 1877, γεννιέται ο Βούλγαρος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ, ιδρυτής της Κεντρικής Επαναστατικής Μακεδονικής Επιτροπής και μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης (αργότερα ΕΜΕΟ ή ВМРО). Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του μακεδονικού απελευθερωτικoύ αγώνα του 19ου-20ού αιώνα. Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητάς του αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του στην ίδρυση της Κομμούνας της Στράντζας, γνωστής επίσης και ως Δημοκρατία της Στράντζας. Πρόκειται για άλλο ένα κομμάτι της βαλκανικής ιστορίας το οποίο θάβεται από την επίσημη ιστοριογραφία. Είναι άλλο ένα στιγμιότυπο από την ιστορία των από-τα-κάτω, όπως η άγνωστη περίπτωση του νησιού Άντα Καλέ. Τέτοιες στιγμές της ιστορίας είναι σημαντικές ώστε να μπορέσουμε να ξαναφανταστούμε τα Βαλκάνια, όχι ως το σημερινό προπύργιο των εθνικισμών και του σοβινισμού, αλλά ως μια δυνατότητα ειρηνικής και αλληλέγγυας συνύπαρξης.

Η Κομμούνα της Στράντζας υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα, με ξεκάθαρα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, στο εν λόγω βουνό που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική Βουλγαρία και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Η δημιουργία της ανακηρύχθηκε στα μέσα Αυγούστου του 1903, εν μέσω της εξέγερσης του Ίλιντεν –ενός αυτονομιστικού αγροτικού ξεσηκωμού ενάντια στην οθωμανική διοίκηση και υπέρ μιας αυτόνομης πολυεθνικής Μακεδονίας–, από αντάρτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης, της οποίας τότε διοικητής είναι ο μεγάλος και σπουδαίος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ. Η Κομμούνα αυτή περιλάμβανε τις πόλεις Βασιλικό, Αγαθούπολη καθώς και άλλους μικρότερους οικισμούς και χωριά στο βουνό Στράντζα.

Έπειτα από μία σειρά επιτυχημένων μαζικών τοπικών εξεγέρσεων, υποστηριζόμενων από αντάρτικες ενέργειες, μεγάλο τμήμα της ανατολικής Θράκης βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών του Γκερντζίκοφ.

Γύρω από την ορεινή περιοχή της Στράντζας και για τρεις εβδομάδες ο κόσμος γιορτάζει.

Ιδρύεται μια νέα κοινότητα, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης. Όλα τα ζητήματα σε πόλεις και χωριά φέρονται σε λαϊκές ψηφοφορίες και οι παλιές διαμάχες μεταξύ των ντόπιων βουλγαρικών και ελληνικών πληθυσμών έχουν μείνει πίσω. Καίγονται τα όλα φορολογικά μητρώα. Για περισσότερο από 20 ημέρες η Κομμούνα της Στράντζας λειτουργεί με έναν εντελώς ελευθεριακό τρόπο, με την απουσία κάθε είδους κρατικής εξουσίας.

Αυτό γίνεται εμφανές και από τη στρατιωτική δομή των ανταρτών. Το ηγετικό της όργανο δεν είναι κάποιου είδους στρατιωτικό αρχηγείο, αλλά το «Κύριο Συντονιστικό Μαχητικό Σώμα». Με αυτόν τον τρόπο, οι αντάρτες υποδεικνύουν δύο πράγματα –ότι αυτό το όργανο έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα (δηλαδή όσο διαρκούν οι μάχες) και δεύτερον, ότι έχει καθαρά συντονιστικό ρόλο στην επανάσταση. Ο Χρίστο Στογιάνοφ, μαθητής του Γκερντζίκοφ, αναφέρει πως οι αντάρτες δεν το ονόμασαν «αρχηγείο» γιατί δεν ήθελαν να «βρομάει» μιλιταρισμό.[1]

Ένα ελευθεριακό στοιχείο της εξέγερσης αυτής είναι το ότι δεν τίθεται ποτέ ζήτημα συγκεντρωτισμού της εξουσίας. Οι άνθρωποι των απελευθερωμένων οικισμών δημιουργούν συμβούλια/επιτροπές αντί της εκλογής δημάρχων/αντιπροσώπων. Ο ρόλος των πρώτων είναι να συντονίζουν, ενώ των δεύτερων να κυβερνούν. Αυτά τα συμβούλια και οι επιτροπές λειτουργούν υπό τον έλεγχο του επαναστατημένου λαού, καθώς η πραγματική εξουσία έχει ανακτηθεί από αυτόν.

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της στάσης του Γκερντζίκοφ για τη ριζική ενδυνάμωση του λαού και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία που ξεσπά 15 χρόνια μετά. Και οι δύο βλέπουν τον ρόλο των ανταρτών τους ως υποστηρικτικό και προσωρινό. Το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης επαφίεται στα συμβούλια των τοπικών πληθυσμών. Σε ένα από τα κάλεσματά τους [2], οι μαχνοβίτες γράφουν ότι «Ο επαναστατικός-εξεγερτικός στρατός στοχεύει στο να βοηθήσει τους αγρότες και τους εργάτες […] μην επεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή […] (και) καλεί τους εργάτες στην πόλη και στα περίχωρά της να προχωρήσουν στην αυτοοργάνωση […]»

Όσον αφορά τον τρόπο αναδιανομής της Κομμούνας της Στράντζας, ο Γκερντζίκοφ, αφού περιέγραψε τις πρώτες στρατιωτικές νίκες της εξέγερσης, γράφει: «Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εσωτερικά με κάποιο τρόπο… Ο πληθυσμός ήταν χαρούμενος, στα χωριά οι άνθρωποι γιόρταζαν. Δεν υπήρχε “δικό μου-δικό σου”: στα δάση είχαμε ετοιμάσει αποθήκες. Όλες οι σοδειές συγκεντρώνονταν σε αυτά τα κοινά κτίρια. Και τα βοοειδή ήταν πλέον κοινά… Γράψαμε μια ανακοίνωση στα ελληνικά, στην οποία δηλώναμε ότι δεν πολεμάμε για να αποκαταστήσουμε το βουλγαρικό βασίλειο και να καταλάβουμε εδάφη, αλλά μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ότι οι Έλληνες χρειάζονται επίσης αυτά, ας μας στηρίξουν ηθικά και υλικά…»[3]

Στα απομνημονεύματά του [4] ο Γκερντζίκοφ θυμάται ένα συγκεκριμένο παράδειγμα απαλλοτρίωσης και αναδιανομής αγαθών: στην πόλη Αγαθούπολη υπήρχε ένα εργοστάσιο αλατιού, όπου εκείνη την εποχή αποθηκεύονταν πάνω από 200.000 κιλά αλάτι. Τα χωριά της περιοχής ήταν φτωχά και είχαν ανάγκη από αλάτι, και έτσι ο Γκερτζίκοφ και οι αντάρτες του εισέβαλαν στο εργοστάσιο και το άφησαν ανοιχτό για να πάρουν οι χωρικοί το αλάτι και να το μοιράσουν οι ίδιοι.

Η Κομμούνα της Στράντζας λειτούργησε από την αρχή της εξέγερσης και έως τα τέλη Αυγούστου 1903, όταν το τεράστιο κύμα του οθωμανικού στρατού αποτελούμενο από 40.000 στρατιώτες –καλά οπλισμένο με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό– συντρίβει την αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού.

Ο Γκερντζίκοφ, και κάποιοι από τους αντάρτες του, καταφέρνουν να διαφύγουν στη Βουλγαρία. Εκεί ο αναρχικός θα συνεχίσει να προπαγανδίζει τις ιδέες του μέσα από εφημερίδες που θα εκδώσει όπως η «Ελεύθερη Κοινωνία», η «Αντιεξουσία» και άλλες. Το 1910, ο Γκερντζίκοφ μαζί με έναν άλλο αναρχικό –τον Πάβελ Ντελιράντεφ– θα γράψουν την αντιμιλιταριστική μπροσούρα «Πόλεμος ή Επανάσταση». Το 1912 θα ηγηθεί και πάλι μιας αντάρτικης ομάδας στην περιοχή της Στράντζας, αυτή τη φορά κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα, το 1919, θα είναι μεταξύ των συνιδρυτών της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών στη Βουλγαρία.

Μετά την εγκαθίδρυση του μοναρχοφασιστικού πραξικοπήματος το 1923, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζήσει στο Βελιγράδι, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Με την αλλαγή καθεστώτος στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο Γκερτζίκοφ επιστρέφει στη Βουλγαρία και καλεί τους συντρόφους του να υποστηρίξουν το νέο σοσιαλιστικό σύστημα, μόνο για να απογοητευτεί πολύ σύντομα από αυτό και να ανακαλέσει την υποστήριξή του. Το 1947, μάλιστα, θα αρνηθεί κατηγορηματικά να προταθεί ο ίδιος από το καθεστώς για απονομή βραβείου για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Ίλιντεν.[5] Θεωρεί ανήθικο να βραβευτεί από μια εξουσία που κρατά τους συντρόφους του αναρχικούς υπό κράτηση. Η αποφυλάκισή τους θα ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για αυτόν. Θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα το 1947 στην πόλη της Σόφιας.

[1] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html

[2] „Към цялото трудещо се население на град Александровск и околността му“, 7 октомври 1919 г.

[3] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html

[4] http://macedonia.kroraina.com/ilpr1968/ilpr1968_5.html

[5] http://macedonia.kroraina.com/giliev/mg/mg_predg.htm

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Георги Хаджиев: Националното освобождение и безвластният федерализъм (София: Артиздат-5, 1992).

Михаил Герджиков: “Въ Македония и Одринско: Спомени на Михаилъ Герджиковъ” в Материяли за историята на македонското освободително движение, книга IX (София: Македонски Наученъ Институтъ, 1927).

Христо Силянов: Спомени от Странджа. Бележки по Преображенското въстание в Одринско — 1903 г. (София: Полиграфи а.д., 1934).

Надежда Недкова, Евдокия Петрова (съст.): Михаил Γерджиков и подвигът на тракийци 1903 г. (София: Университетско издателство „Св. Климент Охридски“, 2002).

https://www.aftoleksi.gr/2022/01/26/kommoyna-tis-strantzas-o-michail-gkerntzikof/?fbclid=IwAR2sEIB08s6Q5yDVznqqPkLtBlEWHvJc1KO4h3QlJ7f9tnL3n6Odd49zuyU

mihail_gerdzhikov.jpg

strandzha.png

strandzha1.jpg

Αργεντινή: Το κλείσιμο της Sugar Engineers

23 Agosto 2023 at 14:22
Αργεντινή: Η επέτειος του κλεισίματος της Sugar Engineers

Η 22 Αυγούστου σηματοδοτεί την "Εθνική Ημέρα Ζημιάς στο λαό Tucumano" από το κλείσιμο της Sugar Engineers που σήμανε και το κλείσιμο της πηγής απασχόλησης στην εν λόγω επαρχία.

Με διάταγμα του 1966, επήλθε το κλείσιμο 11 από τις 27 βιομηχανίες ζάχαρης με αποτέλεσμα 50.000 απολύσεις, τη μετανάστευση 250.000 ανθρώπων και την εμφάνιση των χωριών που περιβάλλουν σήμερα μέρος της περιοχής San Miguel de Tucumán.

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή αντί να προκαλέσει παθητικότητα, έγινε αντίσταση και αγώνας. Η δικτατορία, σε συνεργασία με την εργοδοσία συνέχισε τη σκληρή γραμμή κατά των συνδικάτων. Οι εταιρείες χωρίς να σέβονται τις συλλογικές συμβάσεις και τις συμφωνημένες συνθήκες εργασίας, προκάλεσαν ξανά απεργία, ξεκινώντας ένα νέο κύμα απολύσεων που ενέτεινε το ήδη τεταμένο κοινωνικό κλίμα.

Η πόλη προσχώρησε στον αγώνα με οργάνωση λαϊκών κουζινών, στάσεις εργσίας και άλλες μορφές. Το 1967, η Hilda Guerrero -ακτιβίστρια και σημαιοφόρος μιας γενιάς γυναικών που αγωνίστηκαν μαζί με τους συζύγους τους για την υπεράσπιση της εργασίας- πέφτει δολοφονημένη από την αστυνομική καταστολή στην Bella Vista.

Η απάντηση της δικτατορίας ήταν αδίστακτη, φυλακίζοντας τους ηγέτες των εργαζομένων, παραποιώντας την προσωπικότητα των αγωνιστών και “παγώνοντας” τα οικονομικά του συνδικάτου τους.

Το cerrojazo είχε ως κίνητρο το λεγόμενο "πρόβλημα Tucumano" υπονοώντας ότι κάποιοι άνθρωποι ήταν αντιπαραγωγικοί που προκαλούσαν μεγάλο κόστος στο έθνος και ότι οι εργαζόμενοι ήταν προβληματικοί, ένα σαφές παράδειγμα του πώς η ολιγαρχία της ζάχαρης του Tucuman (Conception Engineer) και Jujuy (Engineer Ledesma) είχε την υποστήριξη της δικτατορίας για τον έλεγχο της εθνικής αγοράς ζάχαρης. Τα γεγονότα αυτά κορυφώθηκαν με διάφορες απεργίες, πυροβολισμούς σε εργοστάσια και την καφετέρια των φοιτητών στο πανεπιστήμιο, που αποτέλεσαν την αφορμή για μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων μεταξύ 1969-1970, γνωστές ως Tucumanazo και κορυφώθηκαν με το Quintazo το 1972. Κατά τη διάρκεια του Tucumanazo φοιτητές και εργάτες στο κέντρο του Tucumano αγωνίστηκαν σθεναρά ενάντια στις δυνάμεις καταστολής.

Ο λαός του Tucumano επέδειξε τη σθεναρή αντίστασή του στις αδικίες που προκαλούσε η δικτατορία που στη συνέχεια με την εμφάνιση του αγροτικού αντάρτικου το 1974 και το κατασταλτικό κύμα σε όλο το εύρος της Λατινικής Αμερικής θα κατέληγε να είναι ο ύμνος της στρατιωτικής δικτατορίας με την επιχειρησιακή ανεξαρτησία το 1975 και να γεννά την τελευταία πολιτική στρατιωτική δικτατορία του 1976 που διήρκεσε μέχρι το 1983 τα χρόνια αυτά υπογράφηκαν από τη συνεχή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με περισσότερους από 30.000 αγνοούμενους, εκατοντάδες απαγωγές, παράνομη στέρηση της ελευθερίας, βασανιστήρια σε παράνομα κέντρα κράτησης βρεφών.

Την ημέρα αυτή διεκδικούμε τις εμπειρίες του αγώνα και της μαχητικότητας του λαού μας, κρατώντας την ταυτότητά μας ως γυναίκες και άντρες του Tucuman που, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές έχουμε μάθει να αντιστεκόμαστε και να κρατάμε ψηλά την ελπίδα για την οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου κόσμου!

Organización Anarquista de Tucumán

tucuman.jpg

Ε. Ρεκλύ: Ένας πρωτοπόρος της α&#95

Ελιζέ Ρεκλύ: Ένας παραμελημένος πρωτοπόρος της αναρχίας

Στις 4 Ιουλίου του 1905 πεθαίνει ο Γάλλος αναρχικός γεωγράφος και συγγραφέας Ελιζέ Ρεκλύ (Élisée Reclus, 15 Μαρτίου 1830 – 4 Ιουλίου 1905).

Εισαγωγικό σημείωμα από το Αυτολεξεί: Η σύνδεση μεταξύ γεωγραφίας και αναρχισμού μπορεί να μη φαίνεται εύκολα κατανοητή, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους σημαντικότερους αναρχικούς του τέλους του 19ου αιώνα, ο Κροπότκιν και ο Ρεκλύ, ήταν επίσης σπουδαίοι γεωγράφοι. Ούτε ήταν απλή σύμπτωση ότι οι δυο τους βρέθηκαν μαζί εξόριστοι στην Ελβετία, μία χώρα που για πολύ καιρό αποτέλεσε μαγνήτη των κατατρεγμένων αλλά και πατρίδα του πιο δυναμικού αναρχικού κινήματος στα χρόνια που ακολούθησαν την Παρισινή Κομμούνα ανάμεσα στο 1877 και το 1881. Οι Κροπότκιν και Ρεκλύ εργάστηκαν από κοινού και για ένα διάστημα, έζησαν μαζί παραμένοντας φίλοι για μία ζωή παρά τα σύνορα και τις θάλασσες που κατά καιρούς τους χώριζαν. Η συγχώνευση των απόψεών τους παρήγαγε μία νέα κατανόηση του αναρχικού ιδεώδους, θεμελιωμένου με πιο στερεό τρόπο στην επιστήμη και τη φύση.

Ο ίδιος ο Ρεκλύ, προπάτορας αυτού που αργότερα ονομάστηκε από τον Μπούκτσιν κοινωνική οικολογία, υπήρξε φυσικά και κομμουνάρος (μέλος της Παρισινής Κομμούνας) κουβαλώντας ένα τουφέκι, που ποτέ δεν χρησιμοποίησε στη μάχη, για την υπεράσπιση του Παρισιού. Όταν συνελήφθη μετά την καταστολή της Κομμούνας, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε 10ετή εξορία, εξέλιξη που ενίσχυσε τον ριζοσπαστισμό του και κατέστησε εντελώς αδύνατο για αυτόν να δουλέψει εντός του συστήματος ξανά. Ο ίδιος επέλεξε την Ελβετία για την εξορία του, στην οποία είχαν διαφύγει πολλοί κομμουνάροι.

Ο Ρεκλύ παρότι κατείχε ένα διεθνές ανάστημα ως γεωγράφος, δεν άνηκε σε καμία σχολή ή κόμμα. Υποστήριζε τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τις απελευθερωτικές συνέπειες της επιστήμης, όπως τη συγκρότηση της θεωρίας της αλληλοβοήθειας. Η στροφή προς την επιστήμη του Ρεκλύ και του Κροπότκιν αποτέλεσαν σταθμό στον ευρωπαϊκό αναρχισμό. Υπήρξε ευρύτερος, εκπληκτικά ανεκτικός στην προθυμία του να σχετίζεται και με μη αναρχικούς ανθρώπους. Έγραψε χαρακτηριστικά: “Όσο για τους αναρχικούς, εμείς ποτέ δεν πρόκειται να διαχωρίσουμε τους εαυτούς μας από τον κόσμο για να χτίσουμε ένα εκκλησάκι κρυμμένο σε κάποια μεγάλη έρημο. Εδώ είναι το πεδίο της μάχης, και παραμένουμε στις θέσεις μας έτοιμοι να δώσουμε τη βοήθειά μας όπου μπορεί να χρειάζεται περισσότερο. …[Ο]ύτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε συγγραφείς της δυστυχίας μας δίνοντας την ψήφο και την επιρροή μας σε υποψήφιο. Είναι εύκολο για εμάς να μη δεχτούμε τίποτα από την εξουσία, να μην αποκαλέσουμε κανέναν ‘αφέντη’, αλλά ούτε και να ονομάσουμε ‘αφεντικό’ τον εαυτό μας. Ας παραμείνουμε στις θέσεις μας ως απλοί πολίτες και ας διατηρήσουμε αποφασιστικά και σε κάθε περίσταση της ποιότητα του ίσου μεταξύ των πολιτών”. (Elisée Reclus, “An Anarchist on Anarchy” on Contemporary Review (τ. 45, 1884).

Ακολουθεί το κείμενο του Σταύρου Καραγεωργάκη (περιοδικό Ευτοπία, τεύχος 21ο, Οκτώβρης 2012):

ΕΛΙΖΕ ΡΕΚΛΥ: ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ

Το όνομα του Ελιζέ Ρεκλύ δεν είναι σίγουρα το πρώτο που συναντά κάποιος ο οποίος μελετά τον αναρχισμό. Ενώ κυκλοφορούν σε πάρα πολλές γλώσσες μεταφρασμένα κείμενα των Μπακούνιν και Κροπότκιν, δεν συμβαίνει το ίδιο με του Ρεκλύ. Ακόμα και οι μελετητές της αναρχικής σκέψης και δράσης ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με τον Ρεκλύ, σε σχέση με τους δύο ρώσους αναρχικούς. Το κενό αυτό φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστούμε ότι ο Ελιζέ Ρεκλύ συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που γοητεύουν: θεωρητικός, οργανωτής, επαναστάτης του οδοφράγματος, επιστήμονας διεθνούς κύρους. Μια απάντηση γύρω από την παραμέληση του γάλλου αναρχικού δίνει ο ιστορικός του αναρχισμού George Woodcock, γράφοντας ότι ο Ρεκλύ απέφυγε επιμελώς να γίνει έμβλημα του αναρχισμού όπως άλλοι, διατηρώντας πάντα ένα χαμηλό προφίλ και παραμένοντας ένας σύντροφος ανάμεσα σε άλλους συντρόφους.1 Σ’ αυτό συναινούν πολλές μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρουν ότι επρόκειτο για έναν σεμνό αγωνιστή, που προσπαθούσε να αποφεύγει την αυτοπροβολή και αναλάμβανε την οποιαδήποτε αποστολή, όσο ασήμαντη κι αν ήταν.2

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Ρεκλύ γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1830 σε μια μικρή πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Γιος ενός πάστορα, και ένα από τα δεκατέσσερα παιδιά της οικογένειας Ρεκλύ.3 Η μητέρα, η οποία προέρχονταν από μια ευκατάστατη οικογένεια ίδρυσε σχολείο στο οποίο δίδασκε η ίδια. Απ’ αυτήν την οικογένεια θα ξεπηδήσουν κάποια πολύ ανήσυχα μυαλά και δύο σπουδαίοι αναρχικοί. Όχι μόνο ο Ελιζέ Ρεκλύ, αλλά και ο αδερφός του Ελί Ρεκλύ, σημαντικός συνοδοιπόρος του Ελιζέ, υπήρξε αναρχικός και ανθρωπολόγος. Γι’ αυτά τα δύο αδέρφια θα γράψει το 1871 ο Μπακούνιν «δύο λόγιοι και ταυτοχρόνως οι πιο σεμνοί, ευγενικοί, ανιδιοτελείς, γνήσιοι κι αφοσιωμένοι στις βασικές τους αρχές».4 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιβάλλον που μεγαλώνουν τα παιδιά –αν και θρησκευτικό– δεν φαίνεται να είναι ασφυκτικό, χάρη στον εξαιρετικό πατέρα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ιστορία που αναφέρει ο Κροπότκιν για τον πατέρα Ρεκλύ:

Μια μέρα, ενώ βρισκόταν στην ηλικία των 70, είδε στα χωράφια έναν νέο χωρικό που έθαβε ένα άλογο που είχε πεθάνει από τη νόσο του άνθρακα. «Είσαι νέος», είπε ο γέροντας «και ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου. Εγώ είμαι γέρος. Γύρνα σπίτι! Θα θάψω εγώ το ζώο». Ο χωρικός αρνήθηκε ενώ αυτός επέμεινε· και δούλεψε με το φτυάρι μόνος του όλη την ημέρα. Το σούρουπο το βαρύ ζώο είχε θαφτεί.5

Η ελευθερία που έπνεε στο σπίτι των Ρεκλύ φαίνεται ότι τελικά νίκησε το θρησκευτικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεκατρία από τα δεκατέσσερα παιδιά (με εξαίρεση την Νοεμί) καταλήγουν στην αθεΐα.6

Μάλιστα, εκτός από τα αδέρφια Ελιζέ και Ελί που ασπάζονται τον αναρχισμό, ο Πωλ Ρεκλύ, γιος του Ελί, θα ασχοληθεί με το πολιτικό έργο του πατέρα και του θείου και θα σώσει ένα σημαντικό αρχείο. Ακόμα και ο Ζακ, γιος του Πωλ (εγγονός του Ελί), έζησε για χρόνια στην Κίνα και συνέβαλε στην εκεί διάδοση των αναρχικών ιδεών.7

Ο επιστήμονας

Ο Ρεκλύ ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους γεωγράφους του 19ου αιώνα. Αν και ο πατέρας είχε στείλει τα αδέρφια Ελί και Ελιζέ να σπουδάσουν θεολογία, προκειμένου να γίνουν προτεστάντες ιερείς, αυτοί εγκατέλειψαν τις σπουδές τους και το Μοντομπάν, και καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής με τα πόδια έφτασαν στο Βερολίνο προκειμένου να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του γεωγράφου Καρλ Ρίττερ (Carl Ritter). Ο Ελιζέ γράφει στον αδερφό του Ελί το 1855:

(…) η μοναδική μου σοβαρή μελέτη είναι η γεωγραφία, και θεωρώ πολύ καλύτερο να παρατηρώ τη φύση από κοντά παρά να τη φαντάζομαι μέσα στο σπουδαστήριο. Καμιά με αυτόν τον τρόπο ωραία περιγραφή δεν μπορεί να είναι αληθινή, αφού δεν μπορεί να αναπαράγει τη ζωή του τοπίου, τη ροή των υδάτων, το θρόισμα των φύλλων, το κελάιδισμα των πουλιών, την ευωδία των λουλουδιών…8

Η αρχική φυσιολατρική στάση του Ρεκλύ στην πορεία σχηματοποιείται σε μια ολιστική αντίληψη για τη φύση, με την παρατήρηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ειδών και των οικοσυστημάτων. Στην πορεία, ο Ρεκλύ θα συμπεριλάβει το φιλοπεριβαλλοντικό σ’ εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να διέπουν την αναρχική κοινωνία. Όπως το θέτει ωραία ο Graham Purchase, το όραμά του Ρεκλύ αντιπροσωπεύει μια «σύγχρονη, επιστημονικώς καταρτισμένη και πραγματικά συνολική σύλληψη της κοινωνικο-οικολογικής αρμονίας: καλώντας την ανθρωπότητα να φτιάξει τις πόλεις και τις βιομηχανίες της σε συμφωνία με τη φυσική και τοπική βιογεωγραφία της Γης, και δουλεύοντας ενωμένα για μια παγκόσμια ομοσπονδία οικολογικών περιοχών».9

Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι δύο –Ρεκλύ και Κροπότκιν– από τους τέσσερις πιο σημαντικούς αναρχικούς του 19ου αιώνα ήταν γεωγράφοι. Ο Ρεκλύ παρέμενε ένας ακούραστος γεωγράφος που ταξίδευε συνεχώς προκειμένου να εργάζεται. Το έργο του τεράστιο, με πιο εντυπωσιακό την 19τομη Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία, η οποία δημοσιεύτηκε σε διάστημα 19 ετών, δηλαδή μεταξύ 1875 και 1894, και του εξασφάλισε τη διεθνή καταξίωση. Για την ολοκλήρωση αυτού του τιτάνιου έργου ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κολομβία και πολλές ακόμα χώρες. Πέρασε και από την Ελλάδα. Πάντως τα στοιχεία που δίνει στο κεφάλαιο για την Ελλάδα από την Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία –το οποίο περιλαμβάνεται σ’ αυτό το αφιέρωμα– δείχνει ότι γνώριζε καλά και την πολιτική κατάσταση της χώρας.10

Ο Νεττλάου αναφέρει ότι στις 6 Απριλίου του 1883 βρίσκεται στη Σμύρνη, όπου και εντυπωσιάζεται από τη φιλοξενία των Ελλήνων. Χαρακτηρίζει μάλιστα τους Τούρκους ως τον «πιο καθυστερημένο λαό της γης» λόγω της έντονης θρησκευτικότητάς τους. Αυτός ο χαρακτηρισμός του μάλλον απηχεί και τις αντι-οθωμανικές τάσεις των επαναστατικών κύκλων της εποχής που εναντιώνονταν στον ανατολίτικο δεσποτισμό, και κάποιοι εκ των οποίων πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (μεταξύ των οποίων και ο Τσιπριάνι). Από εκεί θα περάσει στην Αθήνα, την Κόρινθο και την Κέρκυρα.11 Το συνολικό γεωγραφικό έργο του Ρεκλύ περιλαμβάνει κάποιες χιλιάδες σελίδες. Εκτός από την 19τομη Γεωγραφία έγραψε επίσης δεκάδες άρθρα και βιβλία, μεταξύ των οποίων η Ιστορία ενός βουνού και το τρίτομο Ο άνθρωπος και η Γη. Γνωρίζουμε ότι για την παραγωγή αυτού του τεράστιου επιστημονικού έργου ο Ρεκλύ δούλευε ακούραστα από τις 6 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ.12 Ως επιστέγασμα της επιστημονικής του δουλειάς, το 1892 η Γεωγραφική Εταιρία του Παρισιού τού απένειμε το βασιλικό χρυσό μετάλλιο για τη συνολική του προσφορά.

Ο αναρχικός

Ο Ρεκλύ διαβάζει Προυντόν και γοητεύεται από τον αναρχισμό. Αποκάλεσε τον εαυτό του αναρχικό για πρώτη φορά το 1851, σε ηλικία των 21 ετών.13 Είναι η χρονιά που δημοσιεύει το άρθρο «Development of Liberty in the World,» κείμενο που αναπτύσσει τις πρώτες πολιτικές του απόψεις. Έκτοτε, ο Ρεκλύ αναπτύσσει συστηματική αναρχική δράση, δημοσιεύοντας κείμενα, συμμετέχοντας σε δράσεις, ενώ δεν παραλείπει να συναντήσει και να συνάψει σχέσεις με τα μεγάλα ονόματα της αναρχικής σκέψης, τον Προυντόν και τον Μπακούνιν. Ο Ρεκλύ γνώρισε τον Μπακούνιν το 1864, και έκτοτε διατήρησαν επαφές. Φαίνεται επίσης να συνδέθηκε και με το σχέδιο της μυστικής Διεθνής Αδελφότητας που οργάνωνε ο δεύτερος. Είναι πιθανό, όπως αναφέρει ο Dana Ward, η επίδραση του Μπακούνιν να σκλήρυνε κι άλλο τις αναρχικές του πεποιθήσεις, οδηγώντας τον περισσότερο στη δράση.14 Γνωρίζουμε άλλωστε πόση μεγάλη επίδραση ασκούσε στους αναρχικούς οι επαφές τους με τον χειμαρρώδη Μπακούνιν.

Μάλιστα, ο Ρεκλύ είχε επαφές και με τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος επέμενε στον εκδότη του να ανατεθεί στον γεωγράφο η μετάφραση του Κεφαλαίου του στα γαλλικά. Μετά τον θάνατο του Μπακούνιν όμως, όταν ο Ρεκλύ είχε γίνει πλέον μια από τις σημαίνουσες μορφές του αναρχικού κινήματος, ο Μαρξ φαίνεται να δυσπιστεί απέναντί του. Πράγματι, ήταν ευρέως γνωστό ότι ο Ρεκλύ διατηρούσε επαφές με τον Μπακούνιν, κάτι που το μαρτυρούν άλλωστε και οι αστυνομικές αναφορές της εποχής.15 Μάλιστα ο Ρεκλύ διάβασε επικήδειο στην κηδεία του πρώτου και υπήρξε μέλος διεθνούς επιτροπής για την έκδοση των γραπτών του. Ο Ρεκλύ μαζί με τον Καφιέρο ήταν αυτοί που ονόμασαν Θεός και Κράτος κάποια χειρόγραφα που κυκλοφόρησαν στα γαλλικά ως μπροσούρα το 1882,16 κάνοντας ευρέως γνωστή τη σκέψη του Μπακούνιν. Αυτό άλλωστε θεωρείται σήμερα και το πιο γνωστό βιβλίο του Μπακούνιν. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νεττλάου για την έκδοση αυτή, ο Ρεκλύ «και τις δύο φορές που άπλωσε τα χέρια του στις μπερδεμένες δεσμίδες χειρογράφων, το 1878 και το 1880, ήταν επιτυχημένες, φέρνοντας στο φως ένα απόσπασμα για την Κομμούνα και αυτό που ο ίδιος ονόμασε Dieu et l’ Etat (Θεός και Κράτος)».17

Βαθιά φιλία όμως φαίνεται ότι συνέδεε τους δύο αναρχικούς γεωγράφους, τον Ρεκλύ και τον Κροπότκιν. Οι δύο τους πάντα συνεργάζονταν, αλληλογραφούσαν συνεχώς (δυστυχώς ο Κροπότκιν κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας τους για λόγους ασφαλείας18) και πέρασαν και ένα διάστημα μαζί στο Κλάρενς, για το οποίο δημοσιεύουμε σ’ αυτό το αφιέρωμα και το άρθρο «Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881» του Dana Ward.19 Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρεκλύ έσπευσε να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του Κροπότκιν –τη Σοφία– αμέσως μετά τη δεύτερη σύλληψη του συντρόφου της, οι οποίοι μάλιστα πενθούσαν τον θάνατο του αδερφού της που είχε πεθάνει λίγες ώρες πριν.20 Μάλιστα και ο αδερφός του Ελιζέ, ο Ελί, συμπαραστάθηκε στη Σοφία, και τη φιλοξενούσε στο σπίτι του στο Παρίσι όλο το διάστημα που ο Κροπότκιν ήταν φυλακισμένος στο Clairvaux, μια μικρή επαρχία δίπλα στην γαλλική πρωτεύουσα. Η Σοφία είχε προτιμήσει να μετακομίσει εκεί, προκειμένου να μπορεί να βλέπει τον Κροπότκιν στο επισκεπτήριο (τον πρώτο χρόνο τής επέτρεπαν να τον βλέπει μία φόρα το δίμηνο!).21

Πολύ σημαντική άλλωστε ήταν και η συνεισφορά του Ρεκλύ στη διεύθυνση αλλά και την υλική στήριξη της εφημερίδας Le Revolté, μετά τη σύλληψη του Κροπότκιν. Αργότερα ο ίδιος θα ζητήσει από τον Jean Grave22 να πάει στη Γενεύη για να αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας.23 Η επιλογή του Ρεκλύ αποδείχτηκε ορθή, αφού με τη διεύθυνση του Grave το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας απογειώθηκε, φτάνοντας για παράδειγμα τα 6.000 φύλλα για το τεύχος 42, τον Ιούλιο του 1889.24

Ποιο ήταν όμως το γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση των αναρχικών απόψεων του Ρεκλύ; Είναι αναμφίβολα η συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, δηλαδή 20 χρόνια αφότου είχε αποκαλέσει τον εαυτό του «αναρχικό». Το 1871, λοιπόν, συμμετέχει στην κομμούνα μαζί με τα αδέρφια του Ελί και Πωλ. Ωστόσο μόνο αυτός από τα τρία αδέρφια θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στις φυλακές, μαζί με άλλους κομμουνάρους, μετά από μια πορεία μέσω Βερσαλλιών προκειμένου να διαπομπευτούν. Να πώς περιγράφει την πορεία ο Ρεκλύ σε γράμμα που έστειλε στον Κροπότκιν:

Καθώς εμείς πατήσαμε το πόδι μας στις Βερσαλλίες, το πλήθος των αστών με τις κυρίες του μας υποδέχτηκε με κάθε είδους προσβολές, ενώ εμείς, με δεμένα τα χέρια, τραβιόμασταν μακριά τους. Ένας άντρας –εγώ νόμισα ότι αναγνώρισα σε αυτόν ένα μέλος της… [μιας εταιρίας λογίων]– μου έδωσε ένα σφοδρό κτύπημα στο κεφάλι και φώναξε: ω, ο αχρείος! Η γυναίκα του με χτύπησε με την ομπρέλα της. Μετά απ’ όλη την καταπόνηση της προηγούμενης νύχτας, έπεσα λιπόθυμος…25

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή ο Ρεκλύ βίωσε πολύ δύσκολες στιγμές αφού οι συνθήκες ήταν πέρα για πέρα απάνθρωπες·26 Κατάφερε όμως κι εκεί να μη χάσει το ενδιαφέρον του για τη γεωγραφία και την πολιτική. Μέσα στη φυλακή παρέδιδε μαθήματα ανάγνωσης, γεωγραφίας και αγγλικών στους συγκρατούμενούς του. Στη δίκη του καταδικάζεται σε 10ετή εξορία και τον Μάρτιο του 1872 27 απελευθερώνεται και εξορίζεται στην Ελβετία, μετά από διεθνή κινητοποίηση για την απελευθέρωσή του μέσω της συλλογής υπογραφών από επιστημονικές εταιρίες. Μεταξύ των ανθρώπων που υπέγραψαν για την απελευθέρωση του Ρεκλύ ήταν ο Δαρβίνος και ο Γουάλας (A.R. Wallace). Τότε, ο Ρεκλύ ήταν ήδη αρκετά γνωστός για το γεωγραφικό του έργο και κάποια κείμενά του είχαν μεταφραστεί ήδη σε άλλες γλώσσες. Μετά την απελευθέρωσή του αναπτύσσει πολύ σημαντική πολιτική δράση ως εξόριστος στην Ελβετία αφού εκεί έρχεται σε επαφή με την Ομοσπονδία της Γιούρα και γίνεται ένα από τα βασικά της μέλη.28

Ωστόσο, αξίζει να δούμε τώρα και τη συμβολή του Ρεκλύ στην ίδια την εξέλιξη της αναρχικής θεωρίας. Ο Ρεκλύ ήταν ένας απ’ αυτούς που διαμόρφωσαν την αναρχική θεωρία, και συγκεκριμένα το ρεύμα του αναρχοκομμουνισμού, και γι’ αυτό έχει δίκιο η Fleming που υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι απλώς ακολούθησε το ρεύμα του μπακουνισμού.29 Ο Ρεκλύ χρησιμοποίησε τον όρο «αναρχοκομμουνισμός» πρώτη φορά δημοσίως τον Μάρτιο του 1876,30 ενώ ένα μήνα πριν, ο Φρανσουά Ντυμαρτερέ (Francois Dumartheray) είχε αναφέρει –μάλλον για πρώτη φορά– τον όρο «αναρχικός κομμουνισμός» σε μπροσούρα που κυκλοφόρησε στην Γενεύη για λογαριασμό μιας ομάδας προσφύγων από τη Λυών, και έφερε τον τίτλο «Προς τους χειρώνακτες εργαζομένους οπαδούς της πολιτικής δράσης».31 Την ίδια χρονιά ο όρος χρησιμοποιήθηκε και υπερασπίστηκε από το ιταλικό τμήμα της διεθνούς και συγκεκριμένα από τους Μαλατέστα, Καφιέρο και Κόστα.32 Μάλιστα ο Κροπότκιν σε μια επιστολή του παραδέχεται ότι συμφώνησε με τον Ρεκλύ και τον Καφιέρο να χρησιμοποιούν και στην εφημερίδα Le Revolté (Ο Εξεγερμένος) τον όρο «κομμουνιστές αναρχικοί».33

Το κείμενο «Η αναρχία από έναν αναρχικό»(1884) χαρακτηρίζεται από τον Νεττλάου ως η πρώτη πρωτότυπη δημοσίευση στα αγγλικά του ρεύματος του αναρχοκομμουνισμού.34 Εκεί, χωρίς να έχουμε πραγματικά μια συστηματική παρουσίαση αυτού του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, δίνονται κάποιες γενικές γραμμές, κυρίως μέσα από την κριτική που ασκείται στα δεινά που επιφέρει ο καπιταλισμός. Υπάρχει όμως ένα γενικό όραμα της αναρχοκομμουνιστικής κοινωνίας:

Οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές το έχουν αισθανθεί· και μετά από κάθε προσωρινό θρίαμβο η γενναιοδωρία του νικητή εξάλειφε τις απειλές του παρελθόντος. Είναι ένα σταθερό γεγονός ότι σε όλα τα σημαντικά λαϊκά κινήματα, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο όνομα κάποιας ιδέας με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, και πάνω απ’ όλα, με την αίσθηση μιας νέας αξιοπρέπειας, η ψυχή γεμίζει με ανώτερα και πλούσια συναισθήματα. Τη στιγμή που η αστυνομία, τόσο η πολιτειακή όσο και η αστική, παύει τα καθήκοντά της και οι μάζες γίνονται οι κύριοι των δρόμων, η ηθική ατμόσφαιρα αλλάζει, ο καθένας αισθάνεται τον εαυτό του υπεύθυνο για την ευημερία και την ικανοποίηση όλων. Η παρενόχληση ατόμων γίνεται σχεδόν ανήκουστη, ακόμη και οι επαγγελματίες εγκληματίες σταματούν τη θλιβερή σταδιοδρομία τους, διότι και αυτοί αισθάνονται ότι κάτι σπουδαίο κινείται στον αέρα.

Αχ! Αν οι επαναστάτες, αντί να υπακούν μιαν αόριστη ιδέα, όπως έκαναν σχεδόν πάντα στο παρελθόν, είχαν διαμορφώσει έναν σαφή στόχο, ένα μελετημένο σύστημα κοινωνικής καθοδήγησης, εάν είχαν θελήσει να θεσπίσουν μια νέα κατάσταση στην οποία κάθε πολίτης μπορεί να είχε τη σιγουριά για το ψωμί, τη δουλειά, την εκπαίδευση και την ελεύθερη ανάπτυξη της ύπαρξής του, τότε δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος να ανοίξουν διάπλατα όλες οι πύλες των φυλακών και να πουν στους δυστυχείς τους οποίους έκλεινε μέσα: «Πηγαίνετε, αδελφοί και αδελφές και μην αμαρτήσετε πια».35

Το κείμενο αυτό πάντως έχει πολλαπλή χρήση. Αποσκοπεί στο να ξεκαθαρίσει τι είναι αναρχία, αλλά κυρίως στο να καταδικάσει την αδικία, την ανισότητα, τη φτώχεια και την εκμετάλλευση που βλέπει ο Ρεκλύ στο καπιταλιστικό κράτος, τον παραλογισμό και τη δουλοπρέπεια που συνεπάγεται η μοναρχία, την εξαθλίωση που φέρνει η φεουδαρχία. Επίσης στηλιτεύει τη χριστιανική ηθική, αντιπαρατάσσοντας τη χριστιανική ελεημοσύνη με την σοσιαλιστική αδερφοσύνη. Με λίγα λόγια το κείμενο, όπως είναι λογικό, κινείται στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής κριτικής στην κεφαλαιοκρατία του 19ου αιώνα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι είναι γραμμένο από την αναρχική σκοπιά.

Το δεύτερο σημαντικότερο κείμενο του Ρεκλύ είναι το «Εξέλιξη και Επανάσταση» (1880), το οποίο σημειώνει σειρά επανεκδόσεων ως μπροσούρα, και θα αποτελέσει τη βάση για το βιβλίο Η εξέλιξη, η επανάσταση και το αναρχικό ιδεώδες (1897). Το κείμενο αυτό μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο και δημοσιεύτηκε σε μορφή χειρογράφου από την εφημερίδα Επί τα Πρόσω.36 Σ’ αυτό το κείμενο ο Ρεκλύ, μεταξύ άλλων, τονίζει την εμπιστοσύνη του στον ρόλο των επιστημών· για την ακρίβεια, ο Ρεκλύ στο «Εξέλιξη και επανάσταση» προσπαθεί κατά κάποιον τρόπο να επιστημονικοποιήσει τον αναρχισμό, δείχνοντας τη σύνδεση μεταξύ εξέλιξης και της επανάστασης. Οι επιστήμες, αναφέρει ο Ρεκλύ σ’ αυτό το κείμενο, προσφέρουν νέες γνώσεις οι οποίες είναι χρήσιμες για όλους. Ακόμα και αν θέλει η άρχουσα τάξη να κρατήσει την γνώση για τον εαυτό της, αυτό είναι αδύνατο, έτσι το αποτέλεσμα των επιστημονικών ανακαλύψεων είναι ανοιχτό και στους εργάτες, σημειώνει ο γάλλος συγγραφέας στο συγκεκριμένο άρθρο του. Το κείμενό του μάλιστα κλείνει με έναν τρόπο που τονίζει για ακόμη μια φορά την σύνδεση, στη σκέψη του Ρεκλύ, της επαναστατικής αλλαγής με τη γνώση και την επιστημονική πρόοδο:

(…) η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα γονατισμένη και συντετριμμένη. Εάν το κεφάλαιο συνεχίσει να υπάρχει, τότε θα έρθει ώρα να κλάψουμε για τη χρυσή εποχή της ανθρωπότητας. Εκείνη τη στιγμή κοιτάζοντας προς τα πίσω θα δούμε την αγάπη, τη συναδέλφωση και την ελπίδα, που πλημμύρισαν τη γη με χαρά και με γλύκα, να χάνονται σαν ένα φως που σβήνει σιγά-σιγά. Όσον αφορά εμάς που συνηθίζουν να μας αποκαλούν «οι σύγχρονοι βάρβαροι», η επιθυμία μας είναι η δικαιοσύνη για όλους. Τι παλιάνθρωποι που είμαστε να απαιτούμε για όλους όσους πρόκειται να γεννηθούν τα μέσα αυτοσυντήρησης, την ελευθερία και την πρόοδο!37

Ο Ρεκλύ, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Μπακούνιν ο οποίος διατηρούσε μια επιφυλακτική στάση απέναντι στη σπουδαιότητα των επιστημών, όχι μόνο δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση το ίδιο το κύρος των επιστημών, αλλά και τη συμβολή τους στην επαναστατική αλλαγή, αλλά δεν παρέκλινε ποτέ και από το προσωπικό του επιστημονικό έργο. Η ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη του στις επιστήμες είναι και ένα από τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η Fleming στο άρθρο της “Μεταξύ θρησκείας και επιστήμης: ο αναρχικός Elisée Reclus”.38 «Επαγγελλόμαστε μια νέα πίστη», είπε το 1892, «και όταν αυτή η πίστη, που είναι μαζί και επιστήμη, γίνει η πίστη όλων όσων αναζητούν την αλήθεια, θα βρει τη θέση της στον πραγματικό κόσμο, αφού ο πρώτος νόμος της ιστορίας είναι ότι η κοινωνία διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ιδεώδη της».39

Φυσικά μιλώντας για την πολιτική θεωρία του Ρεκλύ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την υπεράσπιση από την πλευρά του μιας ηθικής εκτίμησης των άλλων ζώων. Ξέρουμε ότι, τουλάχιστον από 25 χρόνων, ήταν χορτοφάγος40 και ότι διατήρησε αυτές τις διατροφικές του συνήθειες μέχρι τον θάνατό του, αν και το κείμενό του για τη χορτοφαγία δημοσιεύτηκε πολύ αργά, όταν ήταν 71 ετών.41 Γι’ αυτόν, ο σεβασμός των μη ανθρώπινων ζώων ήταν κάτι αξεδιάλυτο από την υπεράσπιση της αναρχικής κοινωνίας:

«Όσον αφορά εμένα, περιλαμβάνω και τα ζώα στο ιδεώδες μου για τη σοσιαλιστική αλληλεγγύη».42

Δεν παραβλέπει ωστόσο το δέσιμο των ανθρώπων με την κτηνοτροφική παραγωγή, γι’ αυτό στο κείμενό του «Η αναρχία από έναν αναρχικό» δεν την αποκλείει από την αναρχική κοινωνία.

Οι γάμοι του και θάνατός του

Ο Ρεκλύ, παρά τον πλούτο της πολιτικής του δράσης και του επιστημονικού του έργου, δεν ήταν ένας ερημίτης. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος Κλαρίς πέθανε πολύ νωρίς, ωστόσο έκανε μ’ αυτήν δύο κόρες. Η δεύτερή του γυναίκα Φάννυ πέθανε από επιλόχειο πυρετό (το 1874) και κατόπιν πέθανε και το παιδί. Η τρίτη σύζυγος του Ρεκλύ, η Ερμάνς, υπήρξε βοτανολόγος και εντομολόγος και τον συνόδευε σε όλα τα ταξίδια που έκανε προκειμένου να γράψει την Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία. Ο Ρεκλύ ήδη από το 1880 είχε αρχίσει να έχει προβλήματα με την καρδιά του. Το 1904, μετά το θάνατο του αδερφού του, τον ταλαιπωρούσε έντονα η στηθάγχη. Τελικά, πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1905. Όπως είχε ζητήσει πριν από τον θάνατό του, θάφτηκε δίπλα στον αδερφό του τον Ελί και δεν έγινε καμία απολύτως εκδήλωση για την κηδεία του, στην οποία παρέστη μόνο ο ανιψιός του Πωλ (γιος του Ελί).

Ας κλείσουμε με λίγα λόγια του Κροπότκιν για τον Ρεκλύ:

Τελικά γι’ αυτόν, ο οποίος γνώριζε τόσο καλά όλα τα διασκορπισμένα έθνη πάνω στη Γη, τα οποία μας δείχνουν τα στάδια που διανύει η ανθρωπότητα, και ο οποίος μπορούσε να διατηρεί μέσα στο πνεύμα του το μακρύ δρόμο των μαρτυρίων της ανθρωπότητας, γι’ αυτόν η Αναρχία δεν ήταν απλά το όνειρο ενός ερωτευμένου. Αυτή ήταν το τέλος, το κλειδί της ιστορίας της ανθρωπότητας, της επιστήμης.43

Εργογραφία του Ρεκλύ στα ελληνικά

Καφιέρο, Κάρλο & Ρεκλύ, Ελιζέ, “Πρόλογος,” στο Μπακούνιν, Μιχαήλ, Θεός και Κράτος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1986, σσ. 17-20.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Εξέλιξις και εξέγερσις,” Επί τα Πρόσω, χειρόγραφο, 1890 ή 1898.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Περί χορτοφαγίας,” Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 56-61.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Ποινή του θανάτου,” στο De Sechelles, Αι καταχρήσεις της ποινικής δικονομίας, Αθήνα, 1880, σσ. 121-132.44

Για τον Ρεκλύ στα ελληνικά:

Καραγεωργάκης, Σταύρος, “Ο χορτοφάγος Ελιζέ Ρεκλύ, Εισαγωγικά σχόλια για το άρθρο «Περί χορτοφαγίας» του Ρεκλύ”, Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 52-55.

Νεττλάου, Μαξ, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Νεττλάου, Μαξ, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005: Πολύ σημαντική βιογραφία που στηρίχτηκε στην αλληλογραφία (κυρίως με τον αδερφό του επίσης αναρχικό Ελί Ρεκλύ) και τα έργα του Ρεκλύ, αλλά και με συνεντεύξεις που πήρε ο Νεττλάου από συγγενικά πρόσωπα του γάλλου γεωγράφου. Στην αποτελεσματικότητα βέβαια αυτού του έργου συνετέλεσε το γεγονός ότι ο Νεττλάου ήταν σχεδόν σύγχρονος του Ρεκλύ, κάτι που διευκόλυνε το έργο του.

Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988: Όχι τόσο εκτενής και λεπτομερειακή βιογραφία, όπως του Νεττλάου, σε κάθε περίπτωση όμως πιο ολοκληρωμένη δουλειά καθώς η συγγραφέας αξιοποίησε ένα διαφορετικό πλήθος πληροφοριών απ’ αυτό του Νεττλάου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι χρησιμοποιεί ως πηγές και τα αστυνομικά αρχεία, τα οποία παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον μιας και η αστυνομία συνέλλεγε εξόχως ενδιαφέρουσες πληροφορίες τόσο για την προσωπική, όσο και για την πολιτική, ζωή του Ρεκλύ, του Κροπότκιν, και άλλων αγωνιστών.

Clark, John P. & Martin, Camille (eds.), Anarchy, geography, modernity: The radical social thought of Elisée Reclus, Lexington Books, Maryland, 2004: Ο γνωστός αναρχικός θεωρητικός και πρώην κοινωνικός οικολόγος John Clark συνυπογράφει αυτό το βιβλίο, όπου το πρώτο μισό περιέχει πρωτότυπα κείμενα μελέτες για το έργο του Ρεκλύ και το δεύτερο επιλεγμένα κείμενα του ίδιου του γάλλου αναρχικού.

Ιshill, Joseph, Elisée and Elie Reclus: In Memoriam, Oriole Press, Berkeley Heights, N.J., 1927: Εξαιρετικό αφιέρωμα στον Ρεκλύ που περιλαμβάνει κείμενα από πολλούς ανθρώπους που γνώριζαν ή μελέτησαν τον Ρεκλύ, μεταξύ των οποίων του Κροπότκιν, του Γκέντες, του Νεττλάου. Το βιβλίο είναι σπάνιο μιας και τυπώθηκε σε μόλις 290 αντίτυπα και περιέχει πλήθος εξαιρετικά σημαντικών φωτογραφιών της οικογένειας Ρεκλύ. Όλο το υλικό υπάρχει στο διαδίκτυο από το Anarchy Archives του Dana Ward: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bright/reclus/ishill/frontpiece.html

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Woodcock, George, “Elisee Reclus: An Introduction,” στο Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988, σσ. 11-12.
2 Ward, Dana, “Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881,” στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
3 Ο Νεττλάου αναφέρει τα ονόματα δεκατριών παιδιών, γράφοντας όμως ότι ο Πωλ Ρεκλύ υποστήριζε ότι τα αδέρφια ήταν δεκατέσσερα. Ο Κροπότκιν ωστόσο σε μία από τις δύο νεκρολογίες που έγραψε για τον Ελιζέ Ρεκλύ υποστηρίζει ότι τα αδέρφια ήταν δώδεκα. Βλ. Nettlau, Max, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005, σ. 22, Kropotkin, Peter, “Elisee Reclus, Obituary,” The Geographical Journal, Vol. 26, No. 3 (Sep., 1905), σ. 337.
4 Nettlau, σ. 125.
5 Ishill, Joseph, Elisée and Elie Reclus: In Memoriam. Including: tributes, appreciations and essays by Elie Faure, Prof. Albert Heim, Jean Grave [and others]fragments, letters and woodcuts by Louis Moreau (Berkeley Heights, NY: Oriole Press, 1927), σ. 55. Παρατίθεται στο Ward, Dana, “Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881,” στο παρόν τεύχος.
6 Nettlau, σ. 24 (υποσημείωση).
7 Dirlik, Arif, “Vision and Revolution, Anarchism in Chinese Revolutionary Thought on the Eve of the 1911 Revolution,”Modern China, Vol. 12, No. 2(Apr., 1986), σ. 124 (υποσημείωση), Avrich, Paul, Anarchist Voices, An Oral History of Anarchism in America, AK Press, Oakland, 2005, σ. 408.
8 Nettlau, σ. 70.
9 Purchase, Graham, Anarchism and Ecology, Black Rose Books, Montreal-New York, 1997, σ. 56.
10 Reclus, Elisée, “Το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας” (1876). Δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
11 Nettlau, σ. 254.
12 Kropotkin, “Elisee Reclus, Obituary,”ό.π., σ. 343.
13 Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988, σ. 21.
14 Ward, Dana, ό.π.15 Αυτή που ανέσυρε τα συγκεκριμένα αρχεία είναι η Fleming. Βλ. The Geogra-phy of Freedom, ό.π.
16 Για την ελληνική μετάφραση βλ. Μπακούνιν, Μιχαήλ, Θεός και Κράτος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1986.
17 Nettlau, σ. 205.
18 Nettlau, σ. 363.
19 Ward, ό.π.
20 Κροπότκιν, Πιότρ, Οι Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη, μτφρ. Γεωργία Γιαννακοπούλου & Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, σ. 254.
21 Woodcock, George & Avakumovic, Ivan, Peter Kropotkin, From Prince to Rebel, Black Rose Books, Montreal-New York, 1990, σ. 195.
22 Για τον Jean Grave βλέπε τη βιογραφία: Patsouras, Louis, The Anarchism of Jean Grave, Editor, Journalist and Militant, Black Rose Books, Montreal-New York, 2003.
23 Fleming, ό.π., σ. 137.
24 Nataf, Andre, Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στην Γαλλία (1880-1910), μτφρ. Γεώργιος Σπανός, Παπαδήμας, Αθήνα, 1994, σ. 146.
25 Nettlau, σ. 174.
26 Fleming, ό.π., σ. 84.
27 Fleming, σ. 82. Σύμφωνα με τον Κροπότκιν απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Βλ. Kropotkin, Peter, “Elisee Reclus, Obituary,” The Geo-graphical Journal, ό.π., σ. 339.
28 Fleming, ό.π., σ. 97.
29 Fleming, ό.π., σ. 102.
30 Nettlau, Μαξ, Ιστορία της Αναρχίας, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995, σσ. 162-3.
31 Για μια κατατοπιστική συλλογή περί αναρχοκομμουνισμού βλέπε: Συλλογικό, Αναρχοκομμουνισμός: Η διερεύνηση του μέλλοντος στο παρόν, Κόκκινο Νήμα, Αθήνα, 2004.
32 Για το αναρχικό ιταλικό τμήμα της πρώτης διεθνούς βλέπε: Pernicone, Nunzio, “Η ιταλική ομοσπονδία της διεθνούς (1872-1874), Ευτοπία 20, Οκτώβρης 2011, σσ. 46-66.
33 Woodcock, George & Avakumovic, Ivan, σ. 317-8.
34 Nettlau, σ. 249.
35 Reclus, Elisée, “Η αναρχία από έναν αναρχικό”, στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
36 Νούτσος, Παναγιώτης (επ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τόμος Α ́, Γνώση, Αθήνα, 1990, σ.σ. 159, 279.
37 Reclus, Elisée, “Εξέλιξη και επανάσταση”, μτφρ. Βασίλης Κορολής & Μάρι-ος Λωτός. Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.
38 Δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
39 Reclus, Elisée, Πρόλογος στο Κροπότκιν, Η Κατάκτηση του ψωμιού.
40 Από γράμμα στη μητέρα του στις 13 Νοεμβρίου του 1955. Βλ. Nettlau, σ. 80.
41 Δημοσιεύτηκε το 1901. Ελληνική μετάφραση: Ρεκλύ, Ελιζέ, “Περί χορτοφα-γίας,” Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 56-61.
42 Nettlau, σ. 261.
43 Nettlau, ό.π., σ. 366.
44 Υπάρχει αντίτυπο στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης.

*Εμείς πήραμε το κείμενο και τη φωτογραφία από εδώ: https://www.aftoleksi.gr/2023/07/04/elize-rekly-enas-paramelimenos-protoporos-tis-anarchias/?fbclid=IwAR16tTbQXEbFMwmSMMsXLe_4Hw3rGDaUxB2_y3MIjXaO-La...6I9nQ

elisee_reclus.jpg

«Ο Ντουρούτι στο λαβύρινθο»

Eξ-ερευνώντας τον Ισπανικό Εμφύλιο - «Ο Ντουρούτι στο λαβύρινθο»

Βιβλιοπαρουσίαση: Αργύρης Αργυριάδης

Όπως έχω επισημάνει και σε άλλα κείμενα για τον Ισπανικό εμφύλιο, ως συμβάν θα συνεχίζει να μας απασχολεί για δεκαετίες ακόμα. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι που αυτό το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας παραμένει διαχρονικό έως τις μέρες μας.
Η αφορμή γι’ αυτή την παρουσίαση στάθηκε το αίτημα από ένα σύντροφο για ένα ιστορικό κείμενο που θα έγραφε, να του βρω ένα απόσπασμα για το ξημέρωμα της 19 Ιουλίου στην Βαρκελώνη. Την στιγμή εκείνη που χτυπούν απελευθερωτικά για μια και μόνο στιγμή, οι σειρήνες των εργοστασίων και οι Ισπανοί προλετάριοι ξεκινούν την δική τους έφοδο στον ουρανό. Φυσικά ο νους μου έτρεξε στο κλασσικό έργο του Χ.Μ. Εντσεσμπέργκερ με τον αντίστοιχο τίτλο, το οποίο θεωρώ απαραίτητο να έχει διαβάσει κάποιος πριν αρχίσει την παρούσα εργασία του Μιγκέλ Αμορός σχετικά με τον αναρχικό επαναστάτη Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, γιατί είναι γενικότερο και αναφέρει αρκετά στοιχεία για το Ισπανικό αναρχικό κίνημα και θα βοηθήσει περισσότερο στην κατανόηση του «Λαβύρινθου».

Σύμφωνα με τον Ερίκο Μαλατέστα, «επανάσταση σημαίνει, με την ιστορική έννοια της λέξης, η ριζική αναμόρφωση των θεσμών που πετυχαίνεται γρήγορα με τη βίαιη εξέγερση του λαού ενάντια στην υφιστάμενη εξουσία και στα προνόμια. Κι είμαστε επαναστάτες κι εξεγερμένοι, γιατί δεν θέλουμε απλώς να βελτιώσουμε τους τωρινούς θεσμούς, αλλά να τους καταστρέψουμε εντελώς, καταργώντας κάθε μορφή, κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε είδος παρασιτισμού πάνω στην ανθρώπινη εργασία, κι επειδή θέλουμε να το πετύχουμε αυτό όσο το δυνατό πιο γρήγορα και επειδή πιστεύουμε ότι οι θεσμοί που γεννήθηκαν απ’ τη βία διατηρούνται με βία και δεν θα υποκύψουν παρά μόνο μπροστά σε μια ισοδύναμη βία».

Η Ισπανική επανάσταση αφορά αυτό ακριβώς και η μελέτη του συγγραφέα ακολουθώντας τον Ντουρούτι βάζει ξεκάθαρα αυτά τα ζητήματα. Πώς δηλαδή συμπεριφέρθηκε το συνδικάτο της CNΤ αλλά και η φυσική ηγεσία της FAI κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Με βάση την αντεπίθεση στην Σαραγόσα αρχικά αλλά και την μάχη της Μαδρίτης, ο συγγραφέας δείχνει ξεκάθαρα το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στους μαχητές όπως ο Ντουρούτι που επεδίωκαν τόσο την νίκη επί του φασισμού αλλά και την ταυτόχρονη δημιουργία του κοινωνικού μετασχηματισμού εγκαθιστώντας διαμέσου του κολεκτιβισμού τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα των στελεχών και των παρατρεχάμενων τους στα μετόπισθεν.

Έτσι έρχονται στην επιφάνεια σημαντικές αντιφάσεις και εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για ζητήματα τα οποία πέρα από την ιστορική τους καταγωγή διεκδικούν ολοφάνερα απαντήσεις και επεξεργασίες. Ένα από αυτά, κατά την γνώμη μου, είναι η αδυναμία της CNT να προχωρήσει στο καθοριστικό βήμα την στιγμή που είχε την απαραίτητη δύναμη τουλάχιστον στην Βαρκελώνη. Η παρουσία του Γκαρσία Ολιβέρ παραμένει αμφιλεγόμενη κατά την άποψή μου διότι αν και αρχικά βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτή του Ντουρούτι, δηλαδή στην εγκαθίδρυση του ελευθεριακού κομμουνισμού, οι προσωπικές του επιδιώξεις τον οδήγησαν στην συνέχεια να εκπέσει και να γίνει σκιά του συνδικαλιστικού εαυτού του, αποδεχόμενος ασήμαντες θέσεις και να προβεί την διαιώνιση μιας συμμαχίας που μόνο προς όφελος της χειραφέτησης των Ισπανών εργατών και εργατριών δεν ήταν.

Σε λυκοσυμμαχία με την αριστερά και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, η FAΙ και τα στελέχη της, αντί να καταργήσουν και να καταστρέψουν την εξουσία που ως Αναρχικοί όφειλαν να πράξουν στάση εκπίπτοντες, αντίθετα επέλεξαν κάτι το «διαλλακτικότερο» και προσηματικά αντιεξουσιαστικότερο, να προβούν στην μη κατάληψή της, αφήνοντάς την να υπάρχει και αναπόφευκτα να συνδιαλαγούν μαζί της, με ολέθρια αποτελέσματα. Φυσικά, αυτός ο αντιεξουσιασμός δεν τους εμπόδισε να πάρουν ασήμαντες και συχνά ανύπαρκτες - άνευ ουσίας και περιεχομένου θέσεις στις κυβερνήσεις του λαικού μετώπου. Με τον τρόπο αυτό έδωσαν την δυνατότητα να συγκροτηθούν εντός του αντιστεκόμενου στους φασίστες του Φράνκο δημοκρατικού στρατοπέδου όλες εκείνες οι δυνάμεις που προτιμούσαν να ηττηθεί η κοινωνική επανάσταση. Ενδεικτικά η στρατιωτικοποίηση και η Μπολσεβικοποίηση.

Τα στελέχη της CNT FAI με την πάροδο του χρόνου και την συνεχή έκβαση της ήττας ειδικά μετά τον θάνατο του Ντουρούτι να βάλουν πολύ νερό στο Καταλανικό κρασί τους και να εκπέσουν αρχικά με πρόσχημα τον αντιφασισμό πρώτα στην νίκη επί του πολέμου, φτάνοντας έτσι στο τέλος του εμφυλίου λίγο πριν την ήττα να υπερασπίζονται πατριωτικές θέσεις ή εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του Ισπανικού λαού με βερμπαλισμούς που δεν αρμόζουν σε Αναρχικούς.
Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί, όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά, αλλά επειδή είναι ένα τραχύ μα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα που αναγκάζει τον αναγνώστη να αναθεωρήσει τις βεβαιότητές του, όχι όμως για να απογοητεύσει και να αποστρατεύσει τους κοινωνικούς δράστες ή να υπονομεύσει την ανάγκη επαναστατικής οργάνωσης.

Θα διαφωνήσω κάθετα με τον απαράδεκτο Ισχυρισμό του Γκαρθία Ολιβέρ ότι ο Αναρχισμός είναι ο αναποτελεσματικότερος για την χειραφέτηση των ανθρώπων. Διότι η ζωή και η πράξη του Ντουρούτι τον διαψεύδει. Αντίθετα, οι αναρχικοί που συνδιαλέγονται με την εξουσία και αστικοποιούνται, όπως έγινε στην Βαρκελώνη, παίρνοντας θέσεις και ζώντας μια κατά τα άλλα εύκολη ζωή στα μετόπισθεν σε σχέση με αυτούς που πολεμήσαν στην πρώτη γραμμή είναι οι αναποτελεσματικότεροι να δράσουν προς την πραγματική χειραφέτηση και απελευθέρωση του ανθρώπου μιας και υποκύπτουν στην χειρότερη για τους Αναρχικούς αμαρτία: την Εξουσία.

Κατά την άποψή μου, η όλη έρευνα του Αμορός δείχνει ότι στο Αναρχικό κίνημα της εποχής του Ισπανικού εμφυλίου υπήρξαν δυο χαρακτηριστικές τάσεις: Αυτή που ήθελε να πεθάνει αγωνιζόμενη για τις ιδέες και τα ιδανικά της όπως ο Ντουρούτι και οι μαχητές του. Και στον αντίποδα αυτή που δεν ήθελε ούτε καν έστω να ζήσει με αυτές συνδιαλεγόμενοι και κάνοντας τον έναν πίσω από τον άλλο συμβιβασμούς που την απομάκρυναν από την ΙΔΕΑ της Αναρχίας.

Κλείνοντας αυτή την σύντομη παρουσίαση, θα ήθελα να επισημάνω ότι η είσοδος σε κάθε περιβάλλον λαβυρίνθου προϋποθέτει ως βασικό κανόνα ασφαλείας την χρήση του ανάλογου μίτου της Αριάδνης ώστε να μην χαθεί κανείς στις εξουσιαστικές, αριστερές, δημοκρατικές και πατριωτικές παρακάμψεις που οδηγούν στην αναπόφευκτη ήττα και το πολιτικό αδιέξοδο.

Ξετυλίγοντας την ζωή, το έργο και την καθαρότητα του αγώνα του Ντουρούτι ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε σταθερός στην Ιδέα για την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Αν και δεν μαθαίνουμε από ποιον προήλθε η σφαίρα που σταμάτησε την ζωή του Ντουρούτι και συνάμα το μεγαλύτερο Ελευθεριακό πείραμα, αλλά μπορούμε να συνάγουμε ότι όλα τα παραπάνω συνέβαλαν προς αυτό.

Είναι σημαντικό δε σε μια εποχή, αναθεωρητισμού των γεγονότων το βιβλίο αυτό μας δείχνει πώς επιχειρήθηκε και ακόμα επιχειρείται η διαστρέβλωση του λόγου και του αγώνα όχι μόνο του Ντουρούτι αλλά και των υπόλοιπων αγωνιστών προς όφελος μια υποτιθέμενης ταξικής συμφιλίωσης που τους συμπεριλαμβάνει όλους. Απέλπιδα προσπάθεια που δεν θα περάσει.

lavirinthos.jpeg

Υγειονομική φροντίδα στον Ισ&a

Η υγειονομική φροντίδα στον Ισπανικό εμφύλιο - Μια σύντομη αναφορά

Πολλά έχουν γραφτεί για τον Ισπανικό εμφύλιο και θα συνεχίζονται να λέγονται διότι υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες να ειπωθούν, αλλά και γιατί δεν έχουν εξεταστεί επαρκώς. Πολλές φορές άγνωστες πτυχές, όχι τόσο προσιτές στο ευρύ κοινό δεν αναδεικνύονται ή παραλείπονται λόγω της ιδιαιτερότητας και της εξειδίκευσής τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η υγειονομική περίθαλψη κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να κάνω μια σύντομη αναφορά.

Αν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος στον οποίο οι απώλειες που προκλήθηκαν από άμεση στρατιωτική δράση ήταν περισσότερες από αυτές που προκλήθηκαν από ασθένεια, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι ήταν ο πρώτος στον οποίο οι απώλειες αμάχων ξεπέρασαν αυτές των μαχητών.

Οι συμπάθειες της εργατικής τάξης ήταν συντριπτικά προς τις διάφορες αριστερές ομάδες αλλά και τους αναρχικούς που αποτελούσαν την δημοκρατική πλευρά. Αυτό ίσχυε γενικά για τα αγγλόφωνα έθνη. Πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι ήταν μεταξύ εκείνων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από πολλές χώρες που πήγαν στην Ισπανία για να ενταχθούν στον Ρεπουμπλικανικό στρατό, σε αντίθεση με έναν μικρό αριθμό που, μερικές φορές υποκινούμενος από θρησκευτικό ζήλο, προσφέρθηκε εθελοντικά στους Εθνικιστές. Μεταξύ των πρώτων ήταν πολλοί γιατροί και νοσοκόμες, οι οποίοι συχνά υπηρέτησαν με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες ή με τις μονάδες ασθενοφόρων που είχαν δημιουργηθεί από την Ισπανική Επιτροπή Ιατρικής Βοήθειας ή με τον Ρεπουμπλικανικό στρατό.

Η εξέγερση που ξεκίνησε με το στρατιωτικό πραξικόπημα στο οποίο οι εθνικιστικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Φραντσίσκο Φράνκο, απέκτησαν σύντομα τον έλεγχο σημαντικών περιοχών της χώρας. Στον αντίποδα η δημοκρατική κυβέρνηση (Ρεπουμπλικάνοι) απάντησε συγχωνεύοντας την πολιτοφυλακή και τους ξένους εθελοντές σε έναν λαϊκό στρατό. Τι συνέβη όμως στον ιατρικό κλάδο;

Εκτός από την οργανωμένη στρατιωτική ιατρική, η οποία υποστήριξε σχεδόν εξ ολοκλήρου τους εθνικιστές από την αρχή, οι πολίτες γιατροί στην πλειονότητά τους συνέχισαν να ασκούν το επάγγελμά τους όπου κι αν βρίσκονταν κατά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, αδιαφορώντας για τις πολιτικές πεποιθήσεις των ασθενών τους. Αρκετοί δε εκτελέσθηκαν ως «ύποπτοι» από τους εθνικιστές επειδή θεωρείτο ότι ήταν Ελευθεροτέκτονες, αλλά και από το δημοκρατικό στρατόπεδο επειδή θεωρούνταν Καθολικοί. Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι η διάκριση μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ιατρικής είναι θολή και μπερδεμένη ειδικά στην δημοκρατική πλευρά γιατί τα κινητά νοσοκομεία του στρατού στην πρώτη γραμμή δέχονταν άρρωστους και τραυματισμένους πολίτες και οι τραυματίες στρατιώτες συχνά αναπτύσσονταν για να φυλάξουν πολιτικά νοσοκομεία.

Δεν χωράει αμφιβολία, όμως, ότι οι μεγαλύτερες πρόοδοι στην ιατρική πρακτική που προέκυψαν στον πόλεμο σχετίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με τη ρεπουμπλικανική πλευρά. Οι Ρεπουμπλικάνοι γνώρισαν τον πρώτο μαζικό αεροπορικό βομβαρδισμό αμάχων πληθυσμών. Επιπλέον, η Βαρκελώνη και η Μαδρίτη, τα δύο κέντρα με τις ισχυρότερες παραδόσεις επιστημονικών επιτευγμάτων στη χώρα, παρέμειναν στα χέρια της κυβέρνησης μέχρι τα τελευταία στάδια του πολέμου.

Οι τέσσερις κύριοι τομείς στους οποίους προχώρησε η ιατρική επιστήμη κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου είναι η θεραπεία τραυμάτων, η ανάπτυξη τραπεζών αίματος, η αντιμετώπιση ιατρικών ασθενειών (ειδικά σε σχέση με τον υποσιτισμό) και η οργάνωση ιατρικής υποστήριξης στις ένοπλες δυνάμεις.

Η διαχείριση των σοβαρών τραυματισμών συνδέεται άμεσα με το όνομα του Josep Trueta Raspall, ο οποίος στο ξέσπασμα του πολέμου είχε μόλις διοριστεί καθηγητής και επικεφαλής τμήματος χειρουργικής στο Hospital de la Santa Creu i Sant Pau στη Βαρκελώνη. Τον Μάρτιο του 1938, ιταλικά αεροσκάφη με βάση τη Μαγιόρκα βομβάρδιζαν τη Βαρκελώνη κάθε δύο ώρες για τρεις ημέρες, και το νοσοκομείο της Trueta φρόντισε 2200 θύματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Κατάγματα των μακριών οστών είχαν τρομακτικά ποσοστά γάγγραινας, ακρωτηριασμού και θανάτου.
Υπήρχαν τέσσερις βασικές αρχές της μεθόδου που επινόησε ο Trueta για τη διαχείρισή τους.
1.Άμεση χειρουργική επέμβαση: εφόσον ήταν δυνατόν, η χειρουργική επέμβαση λάμβανε χώρα εντός οκτώ ωρών, επομένως η οργάνωση της μεταφοράς στα χειρουργικά κέντρα ήταν ζωτικής σημασίας. Η χειρουργική επέμβαση συνίστατο σε καθαρισμό, με εκτομή όλων των νεκρών, μολυσμένων ή κατεστραμμένων ιστών και μυών, αλλά συνάμα και τη διατήρηση του δέρματος και των οστών όπου ήταν δυνατόν.
2.Καθαρισμός της πληγής: αυτό γινόταν με σαπούνι και νερό και μια βούρτσα νυχιών, με λίγο βάμμα ιωδίου. Αν και ο πόλεμος συνέπεσε με την εισαγωγή σουλφοναμιδίων, ο Trueta φαίνεται να χρησιμοποίησε σουλφανιλαμίδη μόνο στην μειοψηφία περιπτώσεων.
3.Επίδεση τραυμάτων: με στεγνή, αποστειρωμένη γάζα.
4. Αντιμετώπιση καταγμάτων: Ακινητοποίηση σε γύψο μέχρι να γίνει ένωση. Ο γύψος άλλαζε μόνο εάν γινόταν υγρός και μαλακός ή δύσοσμος.
Ως αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήταν ότι σε σύνολο 1073 τραυματιών υπήρχαν μόνο έξι θάνατοι και 976 «καλά αποτελέσματα» όσον αφορά τη διατήρηση και τη λειτουργία των άκρων, μια δραματική βελτίωση σε σχέση με το παρελθόν. Το έργο του έφερε επανάσταση στην ορθοπεδική πρακτική και έσωσε αμέτρητεςα ζωές στις πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν διεθνώς.
Εκτός από την τραυματολογία υπήρξε αναμφισβήτητη πρόοδος στη τεχνική της μετάγγιση αίματος. Και εδώ οι μέθοδοι έκυψαν από τους βομβαρδισμούς της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης και τις μάχες γύρω από τη Μαδρίτη. Ο Καναδός κομμουνιστής χειρουργός Norman Bethune και ο γενικός ιατρός Reginald Saxton, έκαναν ηρωικές προσπάθειες για να διασφαλίσουν ότι αίμα ήταν διαθέσιμο για επείγουσα χρήση στα νοσοκομεία της πρώτης γραμμής των Ρεπουμπλικανών αλλά και για την ασφαλή χορήγησή του. Όμως, ήταν ο Καταλανός Frederico Durán Jordá, ο οποίος αντιλήφθηκε πρώτος την κρίσιμη σημασία της ύπαρξης μεγάλων αποθεμάτων αίματος από την αρχή των εχθροπραξιών και μέχρι το καλοκαίρι του 1938 ήταν υπεύθυνος μιας ιδιαίτερα αποτελεσματικής υπηρεσίας αιμοδοσίας στη Βαρκελώνη με κατάλογο περίπου 14.000 δωρητών, αριθμός που υπερδιπλασιάστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου. Συνολικά συγκεντρώθηκαν περίπου 9000 λίτρα κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι δωρητές έλαβαν πιστοποιητικά που τους επέτρεπαν σε επιπλέον τροφή. Επιπλέον, ο Durán μπόρεσε να κάνει εξετάσεις για σύφιλη και ελονοσία, και μάλιστα απέκτησε μια συσκευή ακτίνων Χ για να αποφύγει τη χρήση ατόμων με φυματίωση ως δότες. Με την τεχνική που ανέπτυξε ο Durán δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε μια αμπούλα που είχε σχεδιάσει για να αποφεύγει τη διεπαφή αίματος-αέρα και έτσι να ελαχιστοποιεί την αιμόλυση λόγω της ανακίνησης που ήταν αναπόφευκτη κατά τη μεταφορά.
Η Ισπανία την εποχή εκείνη δεν θεωρείται αναπτυγμένη χώρα και η ελονοσία φαίνεται να ήταν η κύρια ιατρική κατάσταση που οδήγησε στην εισαγωγή ασθενών στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπήρξαν εκπληκτικά λίγες μεγάλες επιδημίες ασθενειών μέχρι τα τέλη του πολέμου. Αλλά μετά την πτώση της Βαρκελώνης, η υγεία του πληθυσμού της Καταλονίας ήταν δεινή, με εκτεταμένες διατροφικές ελλείψεις. Αλλά και στην Μαδρίτη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα με 300-400 θανάτους από την πείνα καθημερινά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το νικοτινικό οξύ ήταν πολύ αποτελεσματικό για τις εγκεφαλικές εκδηλώσεις της πελλάγρας και ότι η παραισθησία-σύνδρομο αιτιοκρατίας που προκαλείται από ανεπάρκεια θειαμίνης (αργότερα ονομάστηκε «κάψιμο ποδιών» από τους Ευρωπαίους αιχμαλώτους των Ιαπώνων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) ήταν πολύ συχνή.

Γίνεται πλέον εμφανές ότι η ιατρική δραστηριότητα άνθισε στη συγκριτικά φιλελεύθερη ατμόσφαιρα των μεγάλων Ρεπουμπλικανικών πόλεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η εθνικιστική πλευρά δεν έχει να υποδείξει αντίστοιχα επιτεύγματα αν και στο τέλος ήταν αυτή που επικράτησε. Αν και νικήσανε με την στρατιωτική τους δύναμη, η παρακαταθήκη που έμεινε είναι αυτή των «ηττημένων». Ο ισπανικός εμφύλιος αποτέλεσε την σύγκρουση δυο τελείως αντίθετων κόσμων και η υγειονομική περίθαλψη δεν θα μπορούσε ως πρακτική να μην ακολουθήσει αντίθετο δρόμο.

Χρέος όλων μας είναι να φροντίσουμε η παρακαταθήκη όχι μόνο να παραμείνει ζωντανή, αλλά να υπερασπισθεί τα επιτεύγματά της από την παραπληροφόρηση και των αναθεωρητισμό που επικρατεί στη σημερινή εποχή.

health_spain.jpg

Tambov ενάντια στον μπολσεβικισμό

8 Julio 2023 at 12:04
1920: Η εξέγερση του Tambov ενάντια στον μπολσεβικισμό

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία του 1917-1921 θεωρείται μια αντιπαράθεση μεταξύ του Λευκού και του Κόκκινου στρατού. Και τα δύο κινήματα προώθησαν αυταρχικές και κρατιστικές ιδέες, πραγματοποίησαν βίαιη κινητοποίηση, λεηλάτησαν, τρομοκρατούσαν και περιόρισαν την ελευθερία του πληθυσμού, που ανάγκασε τους αγρότες και εργάτες να ενωθούν σε αντάρτικες μονάδες για την αντίσταση τόσο της λευκής όσο και της κόκκινης δικτατορίας. Αυτοί οι άνθρωποι πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, έκαναν αναγκαστικές συμμαχίες τόσο με Μπολσεβίκους όσο και με μοναρχικούς, αλλά πάντα υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους και έκαναν πόλεμο «εναντίον όλων». Μιλάμε για τον λεγόμενο Πράσινο Στρατό, που ήταν ξεχωριστό, τρίτο μέρος στον εμφύλιο.

Το 1918-1921 οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν την πολιτική του «στρατιωτικού κομμουνισμού» στα κατεχόμενα εδάφη. Στις κατεχόμενες περιοχές έγιναν εκλογές για τα αγροτικά συμβούλια, αλλά τα πολιτικά δικαιώματα των αγροτών ήταν περιορισμένα, σε κάποιους δεν επετράπη καν να συμμετάσχουν στις εκλογές. Όπως αναφέρεται σε επιστολή προς τον J. Stalin, μέλος του Μποροτιστικού Κόμματος, M. Poloz: «Στάλθηκαν διαταγές στις τοπικές αρχές να εκλέγονται μόνο κομμουνιστές στο συνέδριο, τα συνέδρια έγιναν σε ατμόσφαιρα στρατιωτικού τρόμου. Οι εκλογές για το συνέδριο γίνονται σύμφωνα με το πλειοψηφικό σύστημα, δηλαδή δημιουργείται τεχνητά πλειοψηφία πολλών ψήφων, πράγμα που σημαίνει ότι η μειοψηφία στερείται κάθε αντιπροσώπευσης... Ως αποτέλεσμα, καθαρά κομμουνιστικές εκλογές, αλλά έντονη συγκίνηση μεταξύ των πληθυσμού, που κάποτε ήταν ενθουσιασμένος με τους μπολσεβίκους». Επίσης, κατασχέθηκαν σιτηρά από αγρότες, έγινε βίαιη κολεκτιβοποίηση, και το κράτος πήρε τη γη υπό τον έλεγχό του αντί να τη μοιράσει στους αγρότες. Οι απλοί αγρότες δεν ήθελαν να χαρίσουν τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τους για το τίποτα, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για αυτούς να ταΐσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους.

Τέτοιες ενέργειες των Μπολσεβίκων προκάλεσαν δυσαρέσκεια στον τοπικό πληθυσμό: ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου 1919, στα εδάφη όπου σχηματίστηκε ο σοβιετικός μηχανισμός, έγινε αισθητή η αύξηση της πολιτικής έντασης και η σταδιακή απώλεια των θέσεων τους από τους Μπολσεβίκους, η οποία οδήγησε σε διώξεις της αντιπολίτευσης και συστηματικές «εκκαθαρίσεις» των Σοβιετικών. Σύντομα ξεκίνησαν οι εξεγέρσεις των αγροτών. Τέτοιοι επαναστάτες ονομάζονταν «Πράσινος Στρατός» γιατί συχνά χρησιμοποιούσαν το πράσινο χρώμα και διάφορους συνδυασμούς με αυτό στα πανό τους, καθώς και επειδή συχνά κρύβονταν στα δάση. Το πράσινο κίνημα έγινε πιο διαδεδομένο κατά τα έτη 1919-1921 ως αυθόρμητη αντίσταση της αγροτιάς στα φιλοτμήματα, που με όπλα άρπαξαν «πλεονάσματα» ψωμιού χωρίς αποζημίωση, στις καταστολές και τις μεθόδους διαχείρισης που ενστάλαξαν οι Μπολσεβίκοι στα χωριά.

Στους «πράσινους» περιλαμβάνονται και ο αντάρτικος στρατός του Μαχνό και οι αντάρτες του Ταμπόφ. Με μια ευρύτερη έννοια, οι ένοπλοι σχηματισμοί που δεν ήταν ούτε λευκοί ούτε κόκκινοι ονομάζονταν «Πράσινος Στρατός». Για παράδειγμα, ο Λευκορώσος στρατηγός Stanislav Bulak-Balakhovych, ο οποίος πολέμησε πρώτα στο πλευρό των κόκκινων και μετά στο πλευρό των λευκών, αποκαλούσε τον εαυτό του πράσινο. Ή ο Ουκρανός Ataman Zeleny (D.Terpylo), ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του UNR ενάντια στο Hetmanate, μετά το οποίο προσπάθησε να ενωθεί με τους Μπολσεβίκους ενάντια στο UNR, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και άρχισε να διεξάγει ανταρτοπόλεμο ενάντια στους κόκκινους και του λευκούς. Ανάλογα με την τάση συγκεκριμένων πράσινων σχηματισμών να υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη επίσημη πλευρά, εμφανίστηκαν λευκοπράσινο ή κόκκινο-πράσινο.

Αν και αυτοί οι χαρακτηρισμοί μπορούσαν να καταγράψουν μόνο μια προσωρινή, στιγμιαία τακτική γραμμή ή συμπεριφορά που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις, και όχι μια σαφή πολιτική θέση.

Οι εξεγέρσεις των αγροτών είχαν έντονες εθνικές και περιφερειακές διαφορές, πολλές ιδεολογικές αποχρώσεις, αλλά προέβαλαν μια σειρά από τα ακόλουθα ενιαία αιτήματα:
1. Μαύρη αναδιανομή κοινοτικής γης.
2. Το τέλος της διανομής αγαθών και το μονοπώλιο του κράτους στα σιτηρά και άλλα τρόφιμα, επιστροφή στην ελεύθερη τοπική αγορά.
3. Ελεύθερα συμβούλια, δηλ. αυτοδιοίκηση. Αυτό σήμαινε συμβούλια χωρίς κομμουνιστές παντού.
4. Δεν επιβλήθηκαν άνωθεν κρατικές φάρμες και κομμούνες, που συχνά ταυτίζονταν με την εισαγωγή νέας δουλοπαροικίας.
5. Σεβασμός στη θρησκεία, στα τοπικά και εθνικά ήθη και έθιμα.
Τα βασικά συνθήματα των «πράσινων» ήταν:
- "Χτυπάμε τα κόκκινα μέχρι να ασπρίσουν, χτυπάμε τα άσπρα μέχρι να ροδοκοκκινίσουν"
- "Θέλουμε κομμουνισμό χωρίς μπολσεβίκους!"
- "Για Σοβιέτ χωρίς Μπολσεβίκους!"
"Μακριά η κομμούνα και υπέρ της διανομής!”

Οι αγροτικές μονάδες διοικούνταν από αταμάν, οι οποίοι ήταν κυρίως ντόπιοι αγρότες, αλλά είχαν στρατιωτική εμπειρία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ανταρτικά τμήματα συχνά μετανάστευαν από το μέτωπο στο χωριό και αντίστροφα, γίνονταν επιδρομές την άνοιξη-καλοκαίρι και το φθινόπωρο, για τον χειμώνα οι χωρικοί διασκορπίζονταν στα σπίτια τους. Γενικά, τα αποσπάσματα είχαν έναν μικρό μόνιμο πυρήνα από τους πιο έμπειρους επαναστάτες, στους οποίους ένας ή ο άλλος αριθμός αγροτών εντάχθηκε αν χρειαζόταν. Προϊόντα διατροφής και ζωοτροφές για άλογα αγοράζονταν από αγρότες σε τιμές αγοράς, χρήματα για αυτό ζητήθηκαν από τους Μπολσεβίκους. Τα σιτηρά και η ζάχαρη ανταλλάσσονταν ή δίνονταν δωρεάν στους αγρότες, τα κουρασμένα άλογα άλλαζαν δωρεάν και αρκετά συχνά, γεγονός που επέτρεπε στους «πράσινους» να παραμείνουν πολύ ευέλικτοι. Το 1919, υπήρχαν τουλάχιστον 20.000 στρατιώτες με 7 κανόνια και 95 πολυβόλα στις ανταρτικές μονάδες της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας. Το 1920, ο αριθμός των επαναστατών τριπλασιάστηκε. Όλοι οι σημαντικοί ηγέτες του επαναστατικού κινήματος έδρασαν ανεξάρτητα, δεν τους ένωνε ένα κοινό πρόγραμμα, σχέδιο ή τακτική.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ TAMBOV

Χαρακτηριστικό παράδειγμα πράσινης αντίστασης είναι η εξέγερση των αγροτών στην επαρχία Tambov. Η περιοχή Tambov ήταν η πιο «αγροτική» επαρχία, οι κάτοικοι της πόλης αποτελούσαν μόνο το 8% του πληθυσμού και η βιομηχανία ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη. Ακόμη και στην αρχή της επανάστασης, η αγροτιά κατέλαβε τα κτήματα των γαιοκτημόνων και τα μοίρασε μεταξύ τους. Αλλά οι αγρότες δεν μπορούσαν να απολαύσουν τους καρπούς αυτής της γης, οι Μπολσεβίκοι πήραν το μεγαλύτερο μέρος του ψωμιού στο μέτωπο λόγω της έλλειψης. «Έδωσαν τη γη, μα εσύ αφαιρείς το ψωμί μέχρι το τελευταίο σιτάρι: να τραφείς με τέτοια γη! Ένας άνθρωπος έχει μόνο έναν ορίζοντα από τη γη», είπε ένας από τους αγρότες στον κομμουνιστή Ντβάνοφ. Η επαρχία Ταμπόφ ήταν «ψωμί», άρα υπέφερε όλο το βάρος της επισιτιστικής δικτατορίας.

Ήδη τον Οκτώβριο του 1918, 50 prodzagons (5.000 στρατιώτες) δρούσαν στην επαρχία, καμία άλλη επαρχία δεν γνώρισε τέτοια κλίμακα κατασχέσεων. Η περιοχή Tambov μετατράπηκε στο επίκεντρο της αγροτικής αναταραχής. Το 1920, η περιοχή Tambov επλήγη από ξηρασία και μαζεύτηκαν μόνο 12 εκατομμύρια λίβρες ψωμιού. Εν τω μεταξύ, η διανομή της παραγωγής δεν μειώθηκε, φτάνοντας τα 11,5 εκατομμύρια poods. Ήδη τον Αύγουστο ξεκίνησε εξέγερση στο χωριό Καμιάνκα, όταν οι χωρικοί αρνήθηκαν να δώσουν ψωμί. Αφοπλίστηκαν 65 «πρόδρομοι».

Η φωτιά της εξέγερσης εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχία με μια ευκινησία ακατανόητη για τις τοπικές αρχές, γιατί πίστευαν ότι είχαν να κάνουν με συμμορίες ληστών, και όχι με λαϊκή αγανάκτηση. Ήδη τον Σεπτέμβριο, ο αριθμός των επαναστατών έφτασε τους 4.000 ένοπλους αγρότες και άλλους 10.000 αγρότες με δίκρανα και δρεπάνια. Την εξέγερση ηγήθηκε ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας Α. Αντόνοφ. Οι αντάρτες επιτέθηκαν σε μονάδες των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, αφαίρεσαν τουφέκια, πολυβόλα, κανόνια και άλογα. Μερικοί Κόκκινοι αρνήθηκαν να επιτεθούν στους χωρικούς και πήγαν στο πλευρό τους, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.

Εν τω μεταξύ, ήδη τον Νοέμβριο, οι αντάρτες του Tambov ένωσαν όλες τις δυνάμεις τους υπό μια ενιαία διοίκηση και δημιούργησαν τον Ενωμένο Παρτιζικό Στρατό της Περιφέρειας Tambov, ανέπτυξαν το σύνταγμά τους, τη στρατιωτική τους στολή και τα διακριτικά τους. Δημιουργήθηκε επίσης η «Ένωση Εργαζομένων Αγροτών», η οποία ασχολήθηκε με την ταραχή άλλων αγροτών. Η εξέγερση έφτασε στο μέγιστο εύρος της μέχρι τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1921, όταν ο αριθμός των ανταρτών έφτασε τις 50 χιλιάδες άτομα, ενωμένοι σε δύο στρατούς (αποτελούμενοι από 14 πεζούς, 5 συντάγματα ιππικού και 1 ξεχωριστή ταξιαρχία με 25 πολυβόλα και 5 κανόνια).

Οι αντάρτες κατέστρεψαν 60 κρατικές φάρμες, πήραν τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της επαρχίας Tambov (μόνο οι πόλεις παρέμειναν στα χέρια των Μπολσεβίκων), παρέλυσαν την κυκλοφορία στον σιδηρόδρομο Ryazan-Ural και απέκρουσαν επιτυχώς τις προσπάθειες των μπολσεβίκων στρατευμάτων να εισβάλουν στο έδαφος της εξέγερση, προκαλώντας τους βαριές απώλειες. Τέτοιες ενέργειες των αγροτών ανάγκασαν την κομμουνιστική ηγεσία να σκεφτεί την ακύρωση της πολιτικής του «στρατιωτικού κομμουνισμού» και τη μετάβαση στην ΝΕΠ.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1921, με βάση την απόφαση του Λαϊκού Επιτροπείου Τροφίμων, η εφαρμογή της διανομής τροφίμων σταμάτησε στην επικράτεια της επαρχίας Tambov και τον Μάρτιο του 1921, το 10ο Συνέδριο του RCP (b) αποφάσισε να να ακυρώσει τη διανομή τροφίμων στη χώρα, αντί της οποίας θεσπίστηκε πάγιος φόρος τροφίμων. Αυτό στέρησε από τους αγρότες το κίνητρο να συνεχίσουν τον αγώνα, γεγονός που έκανε τους εξεγερμένους ευάλωτους.

Στις 20 Μαΐου 1921, η Προσωρινή Λαϊκή Δημοκρατία της Παρτιζάνικης Επικράτειας του Ταμπόφ (με το δικαίωμα σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης) ανακηρύχθηκε από τον Τοκμάκοφ, ο οποίος ηγήθηκε της διοίκησης των παρτιζάνων και του STS και του τοπικού πληθυσμού σε μια συγκέντρωση στο χωριό του Karai-Saltykov, στην περιοχή Kirsanovsky. Ένα από τα πιο ενεργά μέλη της αντίστασης, ο αγρότης Shendyapin, ορίστηκε ως επικεφαλής της δημοκρατίας. Όμως οι μάχες με τους Κόκκινους συνεχίστηκαν, η επαρχία είχε μεγάλη αξία «ψωμιού», οπότε οι Μπολσεβίκοι δεν επρόκειτο να την αφήσουν ήσυχη. Πυροβολικό, αεροπορία, τεθωρακισμένα οχήματα και χημικά όπλα - χλώριο E56 χρησιμοποιήθηκαν κατά των ανταρτών. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη.

Έχουν καταγραφεί τρεις περιπτώσεις χρήσης τους. Ειδικότερα, στο ημερολόγιο μάχης της μεραρχίας πυροβολικού της ταξιαρχίας της Στρατιωτικής Περιφέρειας Zavolga, καταγράφεται ότι στις 13 Ιουλίου 1921, δαπανήθηκαν στη μάχη: χειροβομβίδες τριών ιντσών – 160, σκάγια – 69, χημικές χειροβομβίδες. – 47. Στις 3 Αυγούστου, ο διοικητής της μπαταρίας του Πυροβολικού Πυροβολικού του Μπέλγκοροντ ανέφερε στον αρχηγό πυροβολικού του 6ου τμήματος μάχης, ότι κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του νησιού στη λίμνη Κίπετς, εκτοξεύτηκαν 65 σκάγια, 49 χειροβομβίδες και 59 χημικές οβίδες. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν από τους Μπολσεβίκους τον Μάιο-Ιούνιο του 1921, οι χημικές οβίδες οδήγησαν στο θάνατο όχι μόνο των ανταρτών, αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Μέχρι το καλοκαίρι του 1921, οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών ηττήθηκαν. Στις αρχές Ιουλίου, η ηγεσία της εξέγερσης εξέδωσε διαταγή, σύμφωνα με την οποία οι μάχιμες μονάδες προτάθηκαν να χωριστούν σε ομάδες, κρυφτείτε στα δάση και πηγαίνετε σε κομματικές ενέργειες ή σκορπίστε στα σπίτια. Η εξέγερση διαλύθηκε σε μια σειρά από μικρά απομονωμένα κελιά και οι αντάρτες επέστρεψαν στις τακτικές των ανταρτών, που χρησιμοποιήθηκαν ενεργά μέχρι τον Αύγουστο του 1921. Οι χωριστές αψιμαχίες στην περιοχή Tambov συνεχίστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1922, σταδιακά να μηδενίζονται.

Δυστυχώς, οι αγροτικές μονάδες διαλύθηκαν, άρχισαν να αλληλεπιδρούν ενεργά μόνο στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Το πράσινο κίνημα ήταν πρώτα απ' όλα μια απάντηση, μια προσπάθεια προσαρμογής της ζωής του σε συνθήκες κρατικής επιθετικότητας. Οι μαζικές πράσινες διαδηλώσεις ήταν μια ισχυρή δύναμη, αλλά είχαν αδύναμες οργανωτικές δυνατότητες. Οι αντάρτες ήταν επίσης ελάχιστα οπλισμένοι, χωρίς συχνά τουφέκια και πυρομαχικά. Αυτό οδήγησε στην τελική καταστολή των αντισοβιετικών αγροτικών διαδηλώσεων από τους Μπολσεβίκους. Αλλά δεν συνέβη αμέσως, οι αγρότες αντιστάθηκαν και ο Πράσινος Στρατός καταπνίγηκε εντελώς μόνο το 1924, αν και ορισμένες περιοχές άντεξαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20.

Το αντάρτικο κίνημα των «πράσινων» ήταν μια σημαντική δύναμη που μπορούσε να αντιταχθεί στους μπολσεβίκους, οι αντάρτες μπόρεσαν να υπονομεύσουν σημαντικά τις δυνάμεις τους και επιπλέον να νικήσουν το κίνημα των λευκών και τους ξένους επεμβατικούς.

*Το κείμενο πάρθηκε από τη σελίδα του συντρόφου Παναγιώτη Γιαννικάκη στο Facebook.

tambov.jpg

Απόπειρες αναρχικής οργάνωσ&am

Προλογικό σημείωμα στο νέο βιβλίο του συντρόφου Δημήτρη Τρωαδίτη “απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στην δεκαετία του 1980 στον ελλαδικό χώρο.“…

Με την νέα αυτή εργασία ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης, φέρνει στην επιφάνεια άγνωστα και παραμελημένα ντοκουμέντα της ιστορικής διαδρομής του εγχώριου αναρχικού κινήματος, αναψηλαφώντας κινήσεις, διεργασίες και ζυμώσεις στις απαρχές της σύγχρονης εμφάνισής του την δεκαετία του ‘80. Μέσα σ’ αυτά αποκαλύπτονται ορισμένες πρώτες οργανωτικές προσπάθειες καθώς και κείμενα ομάδων που επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν με κατεστημένες παθογένειες και να διανοίξουν δρόμους κινηματικής συγκρότησης, περιδιαβαίνοντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αναρχικής οργάνωσης.

Όπως μαρτυρούν τα ίδια τα ντοκουμέντα, οι οργανωτικές αυτές αξιώσεις μόνο εύκολες δεν ήταν. Είχαν να αναμετρηθούν τόσο με τις αντιοργανωτικές τάσεις, όσο και με ιδιομορφίες του ελλαδικού αναρχισμού, που έβλεπαν την ενασχόληση με την οργάνωση ως μια «κουραστική» και «χρονοβόρα» διαδικασία που αν μη τι άλλο θα ξεβόλευε από τις ριζωμένες αφορμαλιστικές συνήθειες. Η οργάνωση αναγνωριζόταν ως «εχθρός» μιας μποέμικης, εναλλακτικής αντίληψης του αγώνα που αδιαφορούσε για το πολιτικό αποτέλεσμα και απαξίωνε την σημασία της ανάπτυξης λαϊκών ερεισμάτων για την οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής, βλέποντας την σχέση με τα κινήματα πιο πολύ ως απόρροια μιας ατομικιστικής βλέψης βίωσης ενός τάχα αντισυμβατικού βίου, συνυφασμένου είτε με μουσικές μόδες και πολιτισμικές αντικουλτούρες, είτε μέσα από έναν στείρο και εν πολλοίς απολίτικο «αντιμπατσισμό». Άραγε, πόσο πολύ διαφέρει εκείνη η περίοδος από την σημερινή;

Είναι αλήθεια ότι η οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο έχει περάσει από χίλια κύματα και η μελέτη της διαδρομής της, αποτελεί ένα αναγκαίο πεδίο για την άντληση καίριων συμπερασμάτων στο σήμερα. Γιατί, φαίνεται τελικά, ότι αντί να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, μέσα από διαλεκτικά άλματα και πολιτικές αναβαθμίσεις, έχουμε οδεύσει αρκετά βήματα πίσω. Παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος, παρά την ύπαρξη σοβαρών κριτικών θέσεων κατά του οργανωτικού κατακερματισμού, της υπεραυτονόμησης των ομάδων και των ευκαιριακών μεταξύ τους συνεργασιών, τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά, αντίθετα, τα προβλήματα παγιώθηκαν. Και μάλιστα παγιώθηκαν σε βαθμό που η προβληματική σύσταση του πολιτικού μας χώρου να γίνεται αντιληπτή ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας» ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα συντρόφων/ισσών, ενώ η δράση μέσα σε αυτόν, να εφορμάται περισσότερο με όρους «lifestyle» και ως μια πρόκληση του ατόμου να διάγει μια σύντομη, νεανική περιπετειώδη περιπλάνηση.

Υπό αυτή την διαστρεβλωμένη θέαση της ύπαρξης, της δράσης και του ιστορικού ρόλου του αναρχικού κινήματος, οι ομάδες ως αυτόνομοι οργανισμοί αποσυνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συνεργαζόμενοι ευκαιριακά, η απουσία συνεκτικής οργάνωσης των αναρχικών δυνάμεων καθώς και οι αντικρουόμενες, εκφυλιστικές και αντιαναρχικές στον πυρήνα τους θεωρήσεις που έχουν εισβάλει στην αναρχική σκέψη απ’ τα έξω, αποτιμώνται ως το απαύγασμα μιας δήθεν ελευθεριακότητας που απεχθάνεται τις δομές και ως μια συνθήκη τάχα προϊόν της αναρχικής θεώρησης, η οποία ταυτίζεται πιο πολύ με το χάος των πρωτόγονων κοινωνιών. Μια ταύτιση που είθισται να εκφέρεται με έναν τρόπο παραπλήσιο, με αυτόν που οι εχθροί του αναρχισμού από όλο το φάσμα των εξουσιαστικών ιδεολογιών τον κατηγορούν είτε για «αφέλεια» ή πίστη σε μια προπολιτισμική φυσική οργάνωση της κοινωνίας.

Στον αντίποδα όλων αυτών των παρανοήσεων, στέκεται το καυτό ιστορικό διακύβευμα της εποχής, που άπτεται της διερεύνησης εκείνων των τρόπων που θα συμβάλλουν στην απεμπλοκή του αναρχισμού από τις συστηματικές διαστρεβλώσεις, που όχι μόνο επιτίθενται στον πυρήνα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του και τους προταγματικούς του σκοπούς για μια άλλη κοινωνία, αλλά και στην ίδια την αιματοβαμμένη του ιστορία, ως εμπροσθοφυλακής της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή. Τόσο η αναρχική κοσμοθεωρία, όσο και η επαναστατική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, στο διάβα της οποίας η οργάνωση ταυτίστηκε με την επαναστατική δράση και τα μεγάλα αναρχικά κινήματα, που ποτέ δεν θα είχαν γεννηθεί χωρίς την ύπαρξη μαζικών αναρχικών οργανώσεων, αποδεικνύουν με σαφήνεια ότι η πολιτική στράτευση στις γραμμές του αναρχισμού συνεπιφέρει ευθύνες και ταυτίζεται με την ανάγκη για οργάνωση.

Η οργάνωση για τους αναρχικούς είναι έννοια συνυφασμένη με τους κοινωνικούς δεσμούς και η αναρχική θεώρηση έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε μια χαλαρή σχέση μεταξύ των ατόμων ούτε απλώς το άθροισμα των ατόμων, όπως αντιδιασταλτικά υποστηρίζει η φιλελεύθερη παράδοση. Ο άνθρωπος, όντας φύσει κοινωνικό ον δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, πόσο μάλλον να φτάσει στην ευημερία έξω από την κοινωνία, και μόνο μέσα σε αυτήν μπορεί να πραγματώσει την ελευθερία του και να αναπτύξει την ατομικότητά του. Το ερώτημα είναι, ποια είναι αυτή η κοινωνία στην οποία η ελευθερία όλων συνεπάγεται την ελευθερία του καθενός και πώς η ισότητα μέσα σε μια κοινωνία διασφαλίζεται αρμονικά, με τρόπο που η ανάπτυξή της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ανάπτυξη για όλα τα μέλη της;

Η κοσμοθεωρία και το σύστημα οργάνωσης του αναρχισμού δεν μπορούν να συλληφθούν ξεκομμένα από την κοινωνία. Είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών και πιο συγκεκριμένα, καρποί της σοσιαλιστικής σκέψης του 19ου αιώνα και του εργατικού κινήματος. Η συμβατότητα του αναρχισμού με την οργάνωση τεκμαίρεται απ’ τον κοινωνικό του χαρακτήρα και είναι εσωτερικά συνδεδεμένη με τρόπο αξεδιάλυτο. Η έννοια του αναρχισμού ισοδυναμεί με την έννοια της οργάνωσης και, μάλιστα, οργάνωσης ανώτερου επιπέδου και όχι μοριακών μορφών οργάνωσης μικρών και αυτονομημένων κοινοτήτων. Η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε δεν ενσαρκώνεται σε αυτονομημένες μεταξύ τους κοινότητες αποκομμένες η μία από την άλλη ούτε ο αναρχισμός εκφράζει προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, από την πλευρά του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Αναγνωρίζουμε ότι καμία οικονομική και κοινωνική οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κατά τέτοιον τρόπο στις εποχές που διανύουμε και στις μαζικές βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ούτε η οργάνωσή μας στο τώρα ούτε το επαναστατικό μας πρόγραμμα, δεν μπορεί να αντανακλά ένα μοντέλο προπολιτισμικής κοινωνίας αποσυνδεδεμένων κοινοτήτων.

Ο τρόπος που οργανωνόμαστε στο τώρα, είναι μικρογραφικό προεικόνισμα των μελλοντικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε. Η οργάνωσή μας σήμερα θα πρέπει να συμβαδίζει και να έρχεται σε συμφωνία με το κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης το οποίο προτείνουμε. Αν η στρατηγική μας και ο οραματικός μας ορίζοντας αποβλέπουν στην οικοδόμηση μιας ελευθεριακής φεντεραλιστικής κοινωνίας, τότε φεντεραλιστική οφείλει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ίσων, τότε ισότιμη θα πρέπει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν παλεύουμε για την ελευθερία, δεν ξεχνάμε στιγμή τα λόγια του Μπακούνιν, ότι η ελευθερία γεννιέται μόνο μέσα από την ελευθερία. Αλλά κι αν θέλουμε την οργάνωση μιας αναρχικής κοινωνίας σε μια μεγάλη οικουμενική επικράτεια, τότε και η οργάνωσή μας στο τώρα, δεν μπορεί να παραπέμπει σε μικρής εμβέλειας «μικροκοινωνίες». Οφείλει να είναι μαζική, ομόσπονδη, ενιαία και να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα τα οποία προκρίνουμε για την κοινωνική οργάνωση που αγωνιζόμαστε να επικρατήσει.

Στο πλαίσιο της εν εξελίξει πολιτικής και ταξικής πάλης, η οργάνωση είναι η αναγκαία συνένωση των αγωνιστών/τριών, τόσο στις ειδικές αναρχικές οργανώσεις όσο και στις κοινωνικές/ταξικές οργανώσεις. Μέσα σ’ αυτές προετοιμάζεται η αυριανή κοινωνία και μέσα από αυτές, διεξάγεται ο αγώνας που οδηγεί σε αυτήν. Η απουσία τέτοιων οργανώσεων όχι μόνο δεν συνιστά κάποια πεμπτουσία της ελευθεριακής σκέψης, αντίθετα στέκεται ανταγωνιστικά στα διδάγματά της και ενσαρκώνει τους παράγοντες της στρατηγικής της ήττας. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, το ζήτημα της οργάνωσης υπήρξε πάντοτε πρωταρχικό και θεμελιακό ζήτημα. Υπαρξιακό διακύβευμα για την νίκη του αγώνα αλλά και για τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του. Η επαναστατική ιστορία του αναρχισμού καταμαρτυρά, ότι χωρίς την ύπαρξη της σταθερής και στρατηγικής δράσης της οργάνωσής του, ως επαναστατικής εμπροσθοφυλακής στην κοινωνική και ταξική πάλη, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική διείσδυση των αναρχικών ιδεών στην καρδιά του λαού και της εργατικής τάξης, ούτε μια συστηματική επεξεργασία των επαναστατικών προταγμάτων, με τρόπο που να μετασχηματίσει τις αναρχικές προτάσεις από ένα σύνολο γενικών οραμάτων σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση ικανή να πείσει για τον ρεαλισμό τους.

Ανάμεσα στην εποχή που αναδεικνύει το πόνημα του συντρόφου Τρωαδίτη και την σημερινή μεσολάβησαν κορυφαίες ευκαιρίες για την πρωταγωνιστική ανάδειξη του αναρχισμού στην ταξική και κοινωνική πάλη, που όμως πέρασαν αναξιοποίητες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας τέτοιων οργανώσεων. Οι ανεπάρκειες ως προς την μορφή (οργάνωση) και ως προς το περιεχόμενο (θέσεις, προτάσεις και στρατηγική) υποβίβασαν τις αναρχικές δυνάμεις σε ρόλο πολιτικού ακολούθου των εξελίξεων, ως μια ουρά είτε της σοσιαλδημοκρατικής, είτε της κομμουνιστικής αριστεράς. Ως κατακερματισμένες δυνάμεις διαμαρτυρίας που τρέχουν πίσω απ’ τα γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να τα καθορίσουν και προβάλλοντας μεγάλη αδυναμία ή ακόμη και ολοφάνερη αδιαφορία για να επηρεάσουν τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες, στα μάτια των οποίων το πολιτικό σύστημα απονομιμοποιήθηκε και οι συστημικές δυνάμεις απαξιώθηκαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται, δεν συνάντησαν μια επαναστατική αντιπρόταση που να μπορεί να τους εμπνεύσει προς μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και γι’ αυτό το ιστορικό κενό, έχουμε όλοι τις ευθύνες μας.

Τα όρια του αφορμαλισμού, του «εξεγερσιασμού» και της δράσης χωρίς δομή και πρόγραμμα, αποκρυσταλλώθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά την εξέγερση του 2008, την εκδήλωση της ελληνικής έκφρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης υπό την μορφή της κρίσης χρέους λίγο αργότερα και την πρώτη φάση της αδίστακτης μνημονιακής ληστείας του εργαζόμενου λαού, που διαδραματίστηκε κατά την διετία 2010-12 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ο εγχώριος αναρχισμός περιορίστηκε στην έκφραση μιας υγιούς αλλά και ορισμένες φορές, αποπολιτικοποιημένης «εξεγερτικότητας» που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τις λαϊκές ανάγκες, πολλώ δε μάλλον να παραθέσει επεξεργασμένη, σύγχρονη και κοινωνικά γειώσιμη πρόταση και να ζωντανέψει στην καρδιά των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων ανθρώπων την ελπίδα για μια κοινωνική αλλαγή, για μια Κοινωνική Επανάσταση. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τη δράση του ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και οργής, ανυψώνοντας το θεωρητικό, οργανωτικό και πρακτικό του επίπεδο στο ύψος της αναγκαιότητας των εποχών, οικοδομώντας επαναστατική στρατηγική και βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.

Σημείο τομής για την εξέλιξη του εγχώριου αναρχισμού και το πλήρες ξεσκέπασμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδυναμιών, υπήρξε, το δίχως άλλο, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας το 2015. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής καθώς συνοδεύτηκε από εκτεταμένη κινηματική συρρίκνωση, ραγδαία ενσωμάτωση δυνάμεων, οξυμένες ενδοκινηματικές ρήξεις και επισφράγισμα ανεπίλυτων εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ανταγωνισμών. Πολλοί, μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν, άλλοι αφομοιώθηκαν σε ενδοσυστημικές λύσεις αναζήτησης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού», ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσχώρησαν στις αποτυχημένες προτάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ότι στην πολιτική, όπως και στην φύση, κενά δεν υπάρχουν. Αν δεν υπάρχει επαναστατική αντιπρόταση η κεφαλαιοποίηση των αγώνων δεν θα αργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η απουσία οργάνωσης αλλά και στιβαρής ιδεολογικής συγκρότησης, πάντα ανοίγει τον δρόμο στον συμβιβασμό, την συνθηκολόγηση και τέλος, στην αντεπαναστατική αναθεώρηση αρχών και σκοπών.

Η αποστασιοποίηση απ’ τις καταστατικές διακηρύξεις του αναρχισμού, η ώσμωση με εξωγενείς θεωρίες, είτε απ’ το μαρξιστικό είτε απ’ το φιλελεύθερο φάσμα, η απομάκρυνση από τις ιστορικές αναρχικές κοινωνικές προτάσεις με την ταυτόχρονη υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων «νησίδων ελευθερίας» ή βίωσης τάχα «αντισυμβατικών δρόμων» με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική στο απυρόβλητο, οδήγησαν ακριβώς στην κινηματική κατάσταση, που μέχρι σήμερα παλεύουμε για να ξορκίσουμε, να αντιπαλέψουμε και να υπερβούμε. Δεν λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, θα είναι ρηξιακή και προϋποθέτει την ανάληψη πολλαπλών καθηκόντων. Μέσα σ’ αυτά τα καθήκοντα, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την ανάπτυξη ενός νέου κινηματικού πόλου, διακριτού απ’ τις μαρξιστικές προσμίξεις και τις μεταμοντέρνες αντιαναρχικές τάσεις, ο οποίος, μέσα στην πορεία διαμόρφωσής του, θα συγκεράσει διαλεκτικά την θεωρητική εργασία με την πρακτική πάλη, την επεξεργασία αναλύσεων, θέσεων και προτάσεων με την εφαρμογή μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον αναρχικό πολιτικό αγώνα και παράλληλα, μέσα στο εργατικό-κοινωνικό κίνημα.

Αξιολογώντας τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης, ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού παλεύουμε για την διαμόρφωση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την εκ νέου προβολή της ιστορικής αναγκαιότητας της οργάνωσης των αναρχικών το επόμενο διάστημα και την προώθηση μιας βαθιάς, ολόπλευρης, επαναστατικής κινηματικής αναβάθμισης των αναρχικών δυνάμεων. Από την μια, σχεδιάζουμε την δημιουργία μιας Αναρχικής Οργάνωσης Δυτικών Προαστίων ως μετεξέλιξη του υπάρχοντος πολιτικού μας πυρήνα, που καλύπτει μονάχα έναν μικρό Δήμο των δυτικών συνοικιών και ταυτόχρονα προτάσσουμε την ιδέα μιας γενικής αναρχικής οργάνωσης πανελλαδικού χαρακτήρα. Χωρίς ποτέ να αφήνουμε για αύριο τις άμεσες αγωνιστικές αναγκαιότητες του τώρα, μέσα απ’ τις οποίες θα γεννηθούν και οι προοπτικές για εκείνο το ιστορικό άλμα, που θα αφήσει πίσω τον υπάρχοντα «χώρο», μεταβαίνοντας διαλεκτικά σε ένα μαζικό, οργανωμένο, με πλατιά επιρροή αναρχικό κίνημα.

Οι θέσεις μας προέρχονται απ’ τα έγκατα της αναρχικής σκέψης και κατευθύνονται προς την ανανέωσή της, για το πέρασμα απ’ τον κλασικό στον νεότερο αναρχισμό, χωρίς διαστρεβλώσεις του ιδεολογικού πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεωρίας και χωρίς αντεπαναστατικές αναθεωρήσεις. Οι θέσεις μας πηγάζουν απ’ την μπακουνική διάκριση της δράσης των αναρχικών στις πολιτικές οργανώσεις και την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στις εργατικές και κοινωνικές οργανώσεις (οργανωτικός δυισμός). Απηχούν τα συμπεράσματα της Dielo Truda για την ήττα των αναρχικών στην Ρωσία του 1917 και εμπνέονται απ’ το οργανωτικό ρεύμα του πλατφορμισμού, συνεκτιμώντας και τις ενστάσεις του Μαλατέστα. Αφουγκράζονται τα αναρχοσυνδικαλιστικά επιχειρήματα για τον ρόλο των συνδικάτων, μελετώντας συνάμα τους παράγοντες της ήττας στα μαυροκόκκινα χρόνια στην Ισπανία και την αδυναμία της FAI να λειτουργήσει ως διακριτή ειδική αναρχική οργάνωση σε σύμπνοια με την CNT. Είναι ταυτόχρονα ανοιχτές στην λήψη θετικών σημείων από πιο πρόσφατες μορφές αναρχικής οργάνωσης (π.χ. εσπεσιφισμός) και αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των μορφών αναρχικής οργάνωσης του παρελθόντος και του σήμερα, προσβλέποντας εμπροσθοβαρώς στην υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου, που στη βάση της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας, θα ενσαρκώσει μια σύγχρονη αναρχική οργάνωση.

Έχοντας υπόψιν αυτές μας τις επεξεργασίες και αξιώσεις, κόντρα στον καθιερωμένο αφορμαλισμό και τις πολιτικές ανεπάρκειες που χρόνια τώρα εμποδίζουν το ιστορικό, ρηξιακό και επαναστατικό άλμα από «χώρο» σε «κίνημα», εκτιμάμε ότι ο σύντροφος Τρωαδίτης μας έκανε την τιμή να εκδώσουμε από κοινού και να προλογίσουμε το νέο του βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να μην αποδεχτούμε με μεγάλη χαρά αυτή την πρόσκληση. Εργασίες σαν αυτή του συντρόφου Τρωαδίτη, με την παράθεση και προβολή των ντοκουμέντων που φέρνει στο φως για την ιστορία του κινήματός μας και τις οργανωτικές διεργασίες του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα προωθητικές τόσο ως γνώση όσο και ως εργαλείο άντλησης διδαγμάτων για το σήμερα, στην πορεία αναζήτησης και οικοδόμησης μιας νέας οργανωτικής και κινηματικής προοπτικής.

Η γνώση και η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τους αγωνιστές και αναγκαία όπλα στο εγχείρημα διάνοιξης νέων δρόμων απαλλαγμένων από τα λάθη και τις αδυναμίες που προέρχονται από παλιά και εκτείνονται έως τις μέρες μας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε πως το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των όρων συγκρότησης του εν Ελλάδι αναρχικού χώρου και είναι πολύτιμο για κάθε ενεργή συντρόφισσα και κάθε ενεργό σύντροφο. Είναι όμως και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία και την δράση του εγχώριου αναρχισμού, μια πολύ καλή πηγή. Φυσικά, θα πρέπει ως απαραίτητη σημείωση να ξεκαθαρίσουμε, ότι τα κείμενα αυτά, παρότι σε μεγάλο βαθμό καταπιάνονται με προβλήματα που μας απασχολούν ακόμα, θα πρέπει να διαβαστούν λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν.

Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού

https://protaanka.espivblogs.net/

1980.jpg

Αστυνομική δολοφονία στη Γαλ&a

29 Junio 2023 at 13:37
Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Ιουνίου ξέσπασαν επεισόδια στην πόλη της Ναντέρ, με σκοπό καταγγείλουν μια ακόμη δολοφονία από αστυνομικό.

Το όνομά του ήταν Naël και ήταν 17 ετών. Ο Naël δολοφονήθηκε στις 27 Ιουνίου 2023 μέσα στο αυτοκίνητό του, όταν αστυνομικός τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση, επειδή εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Βρισκόταν σε λωρίδα λεωφορείου και προσπάθησε να διαφύγει, αφού η ζωή του απειλούταν από τον αστυνομικό, ο οποίος τον σημάδευε ήδη με το όπλο του.

Η αστυνομία υιοθέτησε αμέσως την εκδοχή ότι το αυτοκίνητο εμβόλισε την αστυνομία, ενώ τα μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να αναφερθούν στο ποινικό μητρώο του θύματος. Ωστόσο, το βίντεο της σκηνής δείχνει ότι οι αστυνομικοί βρίσκονται στην πλευρά του αυτοκινήτου, το οποίο αρχικά ήταν ακίνητο. Επομένως, η ζωή τους δεν απειλήθηκε σε καμία στιγμή.

Η λογική είναι συχνά η ίδια, καθώς επαναλαμβάνονται αυτές οι υποθέσεις. Σκοπός είναι να δείξουν ότι το θύμα ήταν κακός άνθρωπος, “παραβάτης” ή όχι πολύ “κοινωνικά ενταγμένος”. Από τη μία πλευρά, τα ΜΜΕ μεταδίδουν αυτές τις πληροφορίες χωρίς να τις ελέγχουν και συχνά πρόκειται για ψέματα ή υπερβολές. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ακόμη και αν τα γεγονότα ήταν αληθινά, αυτό δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη δολοφονία, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελαφρυντικό για την πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο μοναδικός σκοπός αυτής της αφήγησης είναι να καθιερώσει και να εξομαλύνει κοινωνικά την ατιμωρησία της αστυνομίας σε περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων.

Ξανά και ξανά, χωρίς την παρουσία ενός βίντεο, ο λόγος των θυμάτων είναι άχρηστος. Ή ακριβέστερα, δεν αξίζει τίποτα, όταν στο εδώλιο κάθεται ένα μέλος των δυνάμεων του νόμου και της τάξης, ακόμη και αν πρόκειται για ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται.

Πρόκειται για όχι λιγότερη από τη 13η ανθρωποκτονία που διαπράττεται από αστυνομικούς από την αρχή του έτους μετά από άρνηση συμμόρφωσης του θύματος. Μόνο σε 5 από τους 13 υπεύθυνους αστυνομικούς έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, ενώ οι υπόλοιποι έχουν αφεθεί μέχρι στιγμής ελεύθεροι, χωρίς να τους ασκηθεί δίωξη. Πρόκειται για έναν σημαντικό αριθμό, ο οποίος δεν είναι άσχετος με τον νόμο του 2017 που τροποποιεί το δικαίωμα των αστυνομικών να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.

Ωστόσο, δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει η αύξηση της βίας, ιδίως της ρατσιστικής βίας, όταν όροι όπως “απο-πολιτισμός ή αλλοίωση του πολιτισμού” και “μεγάλη αντικατάσταση” χρησιμοποιούνται στην κορυφή του κράτους, όταν ψηφίζονται ή τίθενται σε ψηφοφορία νόμοι που εισάγουν διακρίσεις. Ποιο είναι το νόημα μιας πολιτικής που οικειοποιείται την ατζέντα των λευκών ρατσιστών;

Αυτός ο κρατικός ρατσισμός κορυφώνεται στους θεσμούς, στην προκειμένη περίπτωση στην αστυνομία. Η βία που ασκεί η αστυνομία γίνεται επιτρεπτή και ανεκτή από την εξουσία, η οποία σπεύδει να δείξει με το δάχτυλο την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά, όπως έγινε μετά την επίθεση στον δήμαρχο του Saint-Brévin, μετά το άνοιγμα ενός κέντρου για αιτούντες άσυλο στην πόλη του.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν ο αστυνομικός πήρε το θάρρος να τραβήξει τη σκανδάλη εξ επαφής, ήταν επειδή δεν πίστευε ότι θα υπήρχαν συνέπειες. Ήταν επειδή, κατά την άποψή του, η ζωή του Naël ήταν άνευ σημασίας στα δικά του μάτια και στα μάτια της κοινωνίας.

Μπορούμε ακόμα να ρίχνουμε την ευθύνη για τις αστυνομικές δολοφονίες αποκλειστικά στα άτομα; Ήταν μόνο ένας κακός αστυνομικός; Όχι. Η ρητορική χρήση της αναφοράς αυστηρά στο πρόβλημα ενός ατόμου που διέπραξε μόνο μια “γκάφα” είναι αφόρητη. Πρόκειται απλώς για μια μορφή ρατσισμού στην οποία το κράτος κάνει ότι δεν βλέπει, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπει τις κρατικές δολοφονίες.

Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ριζική κριτική της εθνικής αστυνομίας, αυτού του ρατσιστικού και αποικιοκρατικού θεσμού, που έχει καταστεί “γάγγραινα”από την ακροδεξιά και τρομοκρατεί ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού με πλήρη ατιμωρησία.

Τα θύματα του ρατσισμού από την αστυνομία καταγγέλλουν αυτόν τον θεσμό εδώ και χρόνια. Η άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους δεν εξαρτάται από τον ακτιβισμό τους ή την αντίθεσή τους σε μια μεταρρύθμιση, όπως αυτή του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το απλό γεγονός της ύπαρξής τους τους φέρνει αντιμέτωπους με αυτόν τον ρατσιστικό, κατασταλτικό και δολοφονικό, όπως αποδεικνύεται, θεσμό. Οι εξόριστοι υποφέρουν ιδιαίτερα από αυτήν τη βία, είτε στο νεκροταφείο που έχει μετατραπεί η Μεσόγειος, είτε στο Καλαί, είτε στη Μαγιότ, είτε στα κέντρα διοικητικής κράτησης, όπου ο Μοχάμεντ, ένας 59χρονος άνδρας, δολοφονήθηκε πριν από ένα μήνα μετά από ξυλοδαρμό από αστυνομικούς.

Τα εγκλήματα αυτά είναι μέρος ενός μεγάλου καταλόγου που ξεκινάει πριν από 40 χρόνια, αν όχι περισσότερο (θυμόμαστε τα μαζικά εγκλήματα της 17ης Οκτωβρίου 1961). Πολλά ονόματα έρχονται στο μυαλό: Malik Oussekine, Abdel Benahya, Zied και Bouna, Moshin και Lakhamy, Akim Ajimi, Ali Ziri, Mamadou Marega, Wissam El Yamni, Amine Bentounsi, Angelo Garan, Gaye Camara, Liu Shaoyao, Babacar Gaye, Steve Maya Caniço, Claude Jean-Pierre, και πολλοί άλλοι… Από τις μαζικές διαμαρτυρίες με αίτημα την αλήθεια και τη δικαιοσύνη για τον Adama Traoré, εναντίον του οποίου η οικογένειά του έχει υποστεί απίστευτη καταστολή εδώ και 5 χρόνια, και 3 χρόνια μετά τις παγκόσμιες διαμαρτυρίες για τον George Floyd, οι μόνες “απαντήσεις” από το κράτος ήταν αρνήσεις.

Στο σημερινό πλαίσιο της εκτεταμένης καταστολής, πιστεύουμε ότι οι εξεγέρσεις που ξεκίνησαν στη Ναντέρ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού κινήματος. Πρόκειται για τη διεκδίκηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας για τον Naël και τα υπόλοιπα θύματα των αστυνομικών εγκλημάτων. Εμείς στηρίζουμε αυτά τα αιτήματα και συμμετέχουμε στις κινητοποιήσεις οργής.

Οι σκέψεις μας είναι με τους συγγενείς των θυμάτων αυτών των αστυνομικών δολοφονιών.

Προς το παρόν, απαιτούμε δικαιοσύνη και αλήθεια για τον Naël, την κατάργηση των νόμων για την παγκόσμια ασφάλεια, τον αυτονομισμό και τον αφοπλισμό της αστυνομίας.

Ενότητα του λαού απέναντι στο ρατσισμό και την αστυνομική βία!

Μεταφέρουμε εδώ το κάλεσμα της οικογένειας του Naël για μια σιωπηλή πορεία αύριο (29 Ιουνίου) στις 14:00 στη Ναντέρ.

Union Communiste Libertaire (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ένωση)

28/6/2023

*Σύνδεσμος της ελληνικής μετάφρασης: https://www.alerta.gr/archives/30916?fbclid=IwAR19tqO2OoPSfyNsGM_fF_bjYnznQrsvdEv_Pis5B49THI63mnyQJXi7aL8

356647378_669315091906397_7385037275390918927_n.jpg

Βουλγαρία: Ο ελευθεριακός Τύπ&

10 Junio 2023 at 14:17
Βουλγαρία: Ο ελευθεριακός Τύπος στο απόσπασμα

Ο συντάκτης μας Yavor Tarinski συνεχίζει το αφιέρωμά του για το μαύρο ημερολόγιο του ελευθεριακού κινήματος της Βουλγαρίας, επί της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη, το βουλγαρικό αναρχικό κίνημα, πνίγηκε στο αίμα του από την «εξουσία του λαού». Κάθε μήνα δημοσιεύουμε κάποια καθοριστική ημερομηνία της εποχής αυτής. Σήμερα, το 5ο άρθρο της σειράς:

Ιούνιος 1947: το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας κλείνει και την τελευταία νόμιμη ελευθεριακή εφημερίδα «Στόζερ». Εκδίδεται στη Σόφια την περίοδο Νοέμβρης 1946 – Ιούνιος 1947 (σύνολο 32 τεύχη). Η εφημερίδα δεν αυτοπροσδιορίζεται δημοσίως ως αναρχική, αλλά τα βασικά της στελέχη είναι αναρχικοί. Απαγορεύεται από τις κομμουνιστικές αρχές λόγω των δημοσιευμάτων της με ελευθεριακό περιεχόμενο, ενώ όλα τα τεύχη της κατάσχονται.

Το κλείσιμο της «Στόζερ», παρότι ακολουθήθηκε από την έκδοση κάποιων παράνομων αναρχικών φυλλαδίων για ένα μικρό χρονικό διάστημα, σηματοδοτεί το τέλος της διανομής και διάδοσης του μαζικού ελευθεριακού Τύπου. Δεν θα υπάρξουν νέες μαζικές δημοσιεύσεις σε βουλγαρικό έδαφος ως και την πτώση του Κομμουνιστικού Καθεστώτος.

Οι πρώτες βουλγαρικές εφημερίδες με ελευθεριακή κλίση θεωρούνται οι «Φωνή των Βούλγαρων Μεταναστών», «Ανεξαρτησία» και «Σημαία» -όλες τους εκδίδονταν τη δεκαετία του 1870 από τον ελευθεριακό σοσιαλιστή Χρίστο Μπότεφ [1] όσο ζούσε στη Ρουμανία, όπου και προετοίμαζε αντάρτικες ομάδες που θα απελευθέρωναν τον βαλκανικό λαό από τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά από την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878), ξεκινά μια γοργή ανάπτυξη του αναρχικού Τύπου στο εσωτερικό της χώρας. Η πρώτη ανοιχτά αναρχική εφημερίδα ονομάζεται «Αγώνας» και κυκλοφορεί το 1894. Εκδίδεται στο Πλόβντιφ (Φιλιππούπολη) από τον αναρχικό Ντιμίτερ Μποϊκίνοφ (Dimitar Boykinov). Ελευθεριακές εφημερίδες και περιοδικά εκδίδονται σε όλη τη χώρα και όχι μόνο -ομάδες αναρχικών που έχουν μεταναστεύσει εκδίδουν τον δικό τους Τύπο στην Ελβετία («Εκδίκηση» το 1898), στις ΗΠΑ («Υπερασπιστής του Εργάτη» το 1926), στην Αργεντινή («Αντιεξουσία» το 1927) και αλλού.

Με την πάροδο του χρόνου ο αναρχικός Τύπος στη χώρα και στη διασπορά αυξάνεται σε μέγεθος και απεύθυνση. Τον πρώτο χρόνο του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, το 1944, η αναρχοκομμουνιστική μηνιαία εφημερίδα «Η Σκέψη του Εργάτη» φτάνει σε κυκλοφορία τις 30 χιλιάδες αντίτυπα με αρθρογραφία και αναλύσεις που επικρίνουν ανοιχτά το καθεστώς, το Κόμμα και τη Σοβιετική Ένωση. Οι μυστικές υπηρεσίες κατάσχουν συστηματικά τα νέα τεύχη και κυνηγούν τους συντάκτες. Η εντεινόμενη καταστολή των Αρχών οδηγεί στο κλείσιμο της εφημερίδας τον Δεκέμβριο του 1945.

Έπειτα από την απαγόρευση του αναρχικού Τύπου, οι ελευθεριακές εκδόσεις στη Βουλγαρία γίνονται υπόθεση της βουλγαρικής διασποράς. Στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, από το 1952 ως το 1991, η εφημερίδα «Ο Δρόμος μας» εκδίδεται από τον φημισμένο αναρχικό και συγγραφέα Γκέοργκι Χατζίεφ (Georgi Hadjiev). Το 1975-’76 στη Γερμανία κυκλοφορεί το περιοδικό «Κουλτούρα», το οποίο υπερασπιζόταν ανοιχτά τους διωκόμενους αναρχικούς της Βουλγαρίας. Τη δεκαετία του ’80 στο Λονδίνο, εκδίδεται η αναρχική εφημερίδα «Η Θέληση του Λαού». Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος κυκλοφορίας και διακίνησης αναρχικών εντύπων ήταν αναμφισβήτητα το Παρίσι, όπου Βούλγαροι εξόριστοι γίνονταν δεκτοί από την τοπική ελευθεριακή κοινότητα και τους προσφέρονταν βοήθεια για να σταθούν στα πόδια τους. Μεταξύ των πολλών εντύπων υπήρξαν τα «Εσωτερικό Ενημερωτικό Δελτίο», «Προς Υπεράσπιση της Αλήθειας», «Ανατολή», «Λίστα εσωτερικής ενημέρωσης για τους εξόριστους αναρχικούς που γράφουν στα βουλγαρικά», «Αναρχοκομμουνιστική Επανάσταση», «Ο Αναρχικός» και πολλά ακόμη δυνητικά για τα οποία δεν σώζεται κάτι.

Μετά την πτώση του καθεστώτος, η «Ομοσπονδία Αναρχικών Βουλγαρίας» ξαναζωντανεύει από αναρχικούς που επέστρεψαν στη χώρα έπειτα από την εξορία. Τότε ξεκινά η κυκλοφορία της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» η οποία συνεχίζεται ως σήμερα και κάποιες μεταφράσεις αναρχικών κλασικών έργων, αλλά η εκδοτική δραστηριότητα δεν θα φτάσει ποτέ τη μαζικότητα της παλιάς εποχής.

Την τελευταία δεκαετία μία νέα συλλογική πρωτοβουλία προέκυψε με τον εκδοτικό οίκο Anarres. Ο Anarres έχει έναν ελευθεριακό χαρακτήρα και σκοπός του είναι να εισάγει, μέσω των βιβλίων, τις σύγχρονες τάσεις που προκύπτουν στη ριζοσπαστική και δημοκρατική σκέψη ανά τον κόσμο.

Βήματα γίνονται αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς.

Κάποιες εκ των ιστορικών ελευθεριακών εφημερίδων της Βουλγαρίας

Η εφημερίδα «Αντιεξουσία», κυκλοφόρησε ως το 1911 στις πόλεις της Σόφιας και του Ράζγκραντ.

«Η Σκέψη του Εργάτη» κυκλοφορεί αρχικά το 1914-’15 ως συνδικαλιστικό έντυπο. Με το ξεκίνημα του Α’ Π.Π. απαγορεύεται. Ξανακυκλοφορεί το 1919 ως το 1920, αλλά με πιο ριζοσπαστικό και ελευθεριακό χαρακτήρα. Επαναλειτουργεί για ακόμη μία φορά την περίοδο 1944-1945, αυτή τη φορά ως όργανο της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.

«Ελεύθερη Πράξη» (1924-1925) στη Σόφια. Η εφημερίδα προωθεί την ιδέα ενός ενωμένου μετώπου μεταξύ αναρχικών, κομμούνιστών και αγροτών.

«Ελεύθερος Εργάτης» (Απρίλιος 1927-Ιούνιος 1928) στη Σόφια. Σταμάτησε τη λειτουργία της έπειτα από τη σύλληψη του βασικού της συντάκτη Γκεόργκι Κοβάτσεφ.

«Ο Εργάτης». Αναρχοσυνδικαλιστικό δελτίο μεταξύ 1929-1934. Το 1932, το τεύχος 20 εκδόθηκε αποκλειστικά στη γλώσσα Εσπεράντο.

Η «Εργατική Αλληλεγγύη» ήταν η εφημερίδα της Ομοσπονδίας Αυτόνομων Εργατικών Συνδικάτων με αρχική κυκλοφορία το 1933.

(Στα αριστερά) «Ο Δρόμος μας» κυκλοφορεί μεταξύ 1952-1991 σε Παρίσι και Σίδνεϊ. (Στα δεξιά) Το «Ενημερωτικό Δελτίο» κυκλοφορούσε παρανόμως το 1946-1948 από την Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

[1] Χρίστο Μπότεφ (Христо Ботев, 1848-1876): Βούλγαρος ποιητής και επαναστάτης στον αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ευρείες δημοκρατικές-αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις. Σε αυτό φαίνεται να έπαιξαν ρόλο και οι επαφές του με Ρώσους αναρχικούς. Σήμερα γιορτάζεται ως εθνικός ήρωας.

https://www.anarchy.bg/articles/istoriya-na-anarhisticheskiyat-pechat-v-balgariya/

*Αναδημοσίευση από εδώ, όπου μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες των εφημερίδων που παραθέτει ο συντάκτης τυ κειμένου: https://www.aftoleksi.gr/2020/06/14/o-anarchikos-typos-apospasma/?fbclid=IwAR2vvnEULIk_P5XYOEz8X-LVo-MVETNJRFq0WSASzYuR_fPz29LdGSwBt58

libertarian_press.jpg

Αναρχικοί και ριζοσπάστες στ&a

9 Junio 2023 at 13:54
Αναρχικοί και αριστεροί ριζοσπάστες στη Μογγολία και την Τούβα (1910 - 1920)

V. Damier, K. Limanov*

Η Μογγολία και η Τούβα μέχρι το 1911 ήταν μέρος της αυτοκρατορίας Τσινγκ (Qing) της Κίνας. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, το έδαφος της Μογγολίας χρησίμευε για τους Ρώσους επαναστάτες όλων των κατευθύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των Ναρόντνικ, και στη συνέχεια επίσης των Σοσιαλδημοκρατών και των Αναρχικών, ως ασφαλές καταφύγιο και ζώνη «διέλευσης» για μετανάστες στην Κίνα (1 ).

Αναρχικές ομάδες δρουν από το 1906 στη ρωσική περιοχή Transbaikal (2). Ωστόσο, οποιαδήποτε επιρροή των αναρχικών στον πληθυσμό της Μογγολίας και της Τούβα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν ανιχνεύεται. Οι δραστηριότητες των αναρχικών στα εδάφη της Μογγολίας και της Τούβα συνδέονται, πρώτα απ’ όλα, με τα γεγονότα της Μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης του 1917-1921. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία (1918-1922), οι δύο αυτές χώρες μετατράπηκαν σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των ένοπλων σχηματισμών των ρωσικών «κόκκινων» και «λευκών», κινεζικών και μογγολικών στρατιωτικών αποσπασμάτων.

Από κοινωνικοοικονομική και πολιτική άποψη, η Μογγολία και η Τούβα τη δεκαετία του 1910-1920 είχαν πολλά κοινά. Ο ντόπιος πληθυσμός ασχολείτο κυρίως με νομαδικά βοοειδή. Οι αγρότες κτηνοτρόφοι (αράτ) είχαν διάφορες μορφές εξάρτησης από την κοσμική αριστοκρατία και τον βουδιστικό κλήρο (λαμά και τα μοναστήρια τους ντάτσαν). Η βιομηχανία δεν ήταν μεγάλη. Και στις δύο χώρες υπήρχε επίσης ρωσικός πληθυσμός, που ασχολείτο κυρίως με τη γεωργία, τη βιομηχανία και το εμπόριο.

Το πολιτικό καθεστώς καθοριζόταν κυρίως από τη συνοριακή θέση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Η Μογγολία, η οποία ήταν μέρος της αυτοκρατορίας Τσινγκ μέχρι το 1911, κέρδισε αυτονομία με τη ρωσική υποστήριξη μετά την πτώση της μοναρχίας στην Κίνα. Το καθεστώς με επικεφαλής τον ηγέτη της Εκκλησίας των Λαμαϊστών, τον Μπογκντ-Χαν, ο οποίος αναρριχήθηκε στο θρόνο των Μογγόλων, υπήρχε μέχρι το 1919, όταν τα κινεζικά στρατεύματα που εισήλθαν στη χώρα τερμάτισαν το καθεστώς αυτονομίας. Όμως το φθινόπωρο του 1920, η Μογγολία καταλήφθηκε από τα αποσπάσματα του Ρώσου «λευκού» στρατηγού R.F. Ungern-Sternberg, ο οποίος αποκατέστησε επίσημα την ανεξαρτησία της Μογγολίας. Το καλοκαίρι του 1921 ηττήθηκε από τα στρατεύματα της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής και αποσπάσματα του Μογγολικού Λαϊκού Κόμματος. Η νέα λαϊκή κυβέρνηση δημιούργησε στενή συμμαχία με τη Σοβιετική Ρωσία και τον Νοέμβριο του 1924 ανακήρυξε επίσημα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Η Τούβα (περιοχή Uryanghai), που βρίσκεται μεταξύ Μογγολίας και Ρωσίας, κηρύχθηκε ρωσικό προτεκτοράτο το 1914. Το 1918, η εξουσία των Σοβιέτ εγκαταστάθηκε προσωρινά στην επαρχία, βασισμένη στους Μπολσεβίκους και τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες. Το καλοκαίρι ανατράπηκε από τους «λευκούς». Μέχρι το καλοκαίρι του 1919, η Τούβα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του Ομσκ του Ναυάρχου A.V. Kolchak, και στη συνέχεια μέχρι το 1921 στο έδαφός του πολέμησαν μεταξύ τους «λευκά» και «κόκκινα» ρωσικά αποσπάσματα, κινεζικά και μογγολικά στρατεύματα και τοπικοί σχηματισμοί. Τον Αύγουστο του 1921, μετά την οριστική κατάληψη των Ουριανγκάι από τους «κόκκινους», ανακηρύχθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Ταννού-Τούβα. Το νέο κράτος υπήρχε υπό το de facto προτεκτοράτο της Σοβιετικής Ρωσίας. και σοβιετικοί σύμβουλοι έδρασαν στη χώρα.

Στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία άρχισαν να εμφανίζονται Ρώσοι αναρχικοί στη Μογγολία και την Τούβα, που συμμετείχαν κυρίως στα «κόκκινα» αποσπάσματα.

Τον Μάρτιο του 1918 ένα απόσπασμα από το Cheremkhovo με επικεφαλής τον αναρχικό Dmitry Matveyevich Tretyakov, έφτασε στην πόλη Troitskosavsk (Kyakhta) στα σύνορα της Μογγολίας και βοήθησε το τοπικό Συμβούλιο να αναλάβει την εξουσία. Ωστόσο, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις αρχές και στο αρχηγείο της Κόκκινης Φρουράς και άρχισαν να ξεσπούν συγκρούσεις με τον πληθυσμό. Έχοντας συλλάβει αρκετούς «επιτρόπους» και αστυνομικούς που υποστήριζαν τον Ataman Semyonov, μέρος του αποσπάσματος με επικεφαλής τον Tretyakov πήγε στο Ιρκούτσκ τον Απρίλιο, αλλά περικυκλώθηκε στο δρόμο από τις δυνάμεις του Centrosibir (ανώτατο όργανο της Σοβιετικής Σιβηρίας, - V.D., K.L.) και αφοπλίστηκε. Ο Tretyakov και ο επίτροπος του αποσπάσματος Koshkin συνελήφθησαν. Τα απομεινάρια του αποσπάσματος με επικεφαλής τον αναρχικό Graitser παρέμειναν στο Troitskosavsk. Στις 21 Μαΐου 1918, το Συνέδριο των Σοβιέτ του Troitskosavsk Uyezd ενέκρινε ψήφισμα, απαιτώντας από το απόσπασμα του Griaitser να εγκαταλείψει την πόλη εντός 4 ωρών. Τελικά το Συμβούλιο πέτυχε να εξασφαλίσει την αποχώρηση του αποσπάσματος. Ο Graitser και αρκετοί άλλοι που παρέμειναν μόνοι στην πόλη συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο Cheremkhovo με συνοδεία (3).

Το καλοκαίρι του 1918, η σοβιετική εξουσία στην Ανατολική Σιβηρία ανατράπηκε και άνδρες του Κόκκινου Στρατού, Μπολσεβίκοι και Αναρχικοί, κατέφυγαν στη Μογγολία, ξεφεύγοντας από την καταστολή, μεμονωμένα και ομαδικά (4). Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1918, μετά την ήττα από τις «λευκές» μονάδες στην περιοχή Transbaikal, τα αποσπάσματα των αναρχικών Nestor Alexandrovitch Kalandarishvili (1876-1922) (5) και Dmitri Matveyevich Tretyakov (1886-1919) (6) αποτελούνταν από μεταλλωρύχους του Cheremkhovo, αναρχικούς και «διεθνιστές» (Κινέζους, Ούγγρους κ.ά.) καθώς και τα «κόκκινα» αποσπάσματα του V.M. Ο Ragozin, ο S.I. Lebedev, ο S.S. Blumenfeld και άλλοι υποχώρησαν στο έδαφος της Μογγολίας. Αργότερα, στην κοιλάδα του ποταμού Dzhida, ενώθηκαν με τα απομεινάρια του 1ου Διεθνούς Αποσπάσματος Chita του Armand Mueller (7), που αρχικά κινούνταν μαζί με το απόσπασμα της Ερυθράς Φρουράς των εργαζομένων των κεντρικών καταστημάτων σιδηροδρόμων της Chita υπό τη διοίκηση του αναρχοσυνδικαλιστή R. Orlov. Όπως αναφέρει η ερευνήτρια Β.Ε. Kozhevin, το σχέδιο διέλευσης των συνόρων προτάθηκε από τον N.A. Kalandarishvili, αλλά δεν τον υποστήριξαν όλοι οι διοικητές (8). Προχωρώντας κατά μήκος του ποταμού Dzhida, τα αποσπάσματα, που αριθμούσαν τότε τουλάχιστον 800 άτομα (9) (σύμφωνα με άλλες πηγές, έως και 1.500 άτομα) (10), έφτασαν στα σύνορα κοντά στο χωριό Modonkul και κατευθύνθηκαν προς το Khatkhyl (Hatgal) στο Μογγολία. Όπως υποστήριξαν οι πηγές της Λευκής Φρουράς, «η κύρια ομάδα του Karandashvili (sic!) ξεκίνησε μια πορεία από το Khatkhyl στα νοτιοδυτικά της Μογγολίας, επιδιώκοντας προφανώς να διεισδύσει στο Semirechye». Εικάστηκε ότι πριν από την «είσοδο» των Κόκκινων, ο πληθυσμός του Χατχίλ, το ταχυδρομείο και το γραφείο της μογγολικής αποστολής εκκενώθηκαν» στην περιοχή της λίμνης Kosogol (Hubsugul) (11). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που επικαλείται η V.E. Kozhevin, τα αποσπάσματα πέρασαν περίπου 2 εβδομάδες στο ulus Darhii-Huree στη Βόρεια Μογγολία (ανατολικά της λίμνης Hubsugul) και στη συνέχεια, περνώντας τα σύνορα με τη Ρωσία κοντά στο ulus του Sanaga στη Buryatia, επέστρεψαν και πάλι στο ρωσικό έδαφος και διέσχισαν το Τα βουνά Σαγιάν, έχοντας διανύσει συνολικά περίπου 1000 χλμ. (12) Οι λεπτομέρειες της παραμονής των αποσπασμάτων στη Μογγολία είναι ελάχιστα γνωστές, αλλά σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, στις τάξεις τους υπήρχαν και Μογγόλοι (13).

Ο Kalandarishivi και το απόσπασμά του

Τον Μάρτιο του 1919, ο αναρχικός του Buryat, Pavel Sergeyevich Baltakhinov (1900 - 1920) κρυβόταν στη Μογγολία (στην περιοχή Khathyl) από την αδελφή του. Ως φοιτητής Θεολογίας στο Ιρκούτσκ, ήταν το 1917-1918 μέλος της ομάδας αναρχικών κομμουνιστών του Ιρκούτσκ και της ενωμένης αριστερής ομάδας Buryat του Ιρκούτσκ. Διέδωσε την αναρχική και αντι-κολτσακική προπαγάνδα, συμμετείχε στην υπόγεια ομάδα των «κόκκινων» και αναγκάστηκε να φύγει από το Ιρκούτσκ για να αποφύγει τη σύλληψη. Τον Αύγουστο του 1919, ο Baltakhinov επέστρεψε στη Ρωσία, εντάχθηκε στους αντάρτες του Kalandarishvili και στις αρχές του 1920 ηγήθηκε του «Πρώτου Αντάρτικου Μπουριάτ» (14), που αριθμούσε 50-60 άτομα (15). Σύμφωνα με τον Μογγόλο δημοσιογράφο C. Munkhbayar, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μογγολία, ο Baltakhinov ηγήθηκε της αναρχικής αγκιτάτσιας μεταξύ των Μογγόλων και αρκετοί άνθρωποι πήγαν μαζί του στη Ρωσία (16). Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί το απόσπασμα Baltakhinov ως αναρχικό, επειδή σχηματίστηκε με τη συμμετοχή της τοπικής οργάνωσης του RCP (B) (17). Το 1920 - 1921, ο Baltakhinov, ο Kalandarishivi και αρκετοί άλλοι αναρχικοί εντάχθηκαν στο μπολσεβίκο κόμμα.

Ο Baltakhinov

Αναρχικοί και Σοσιαλεπαναστάτες Μαξιμαλιστές (ενεργώντας μαζί με τους Αριστερούς Εσέρους) πολέμησαν στον αντάρτικο στρατό υπό τη διοίκηση του A.D. Kravchenko και της P.E. Shchetinkin που ήταν κοντά στους Αριστερούς Εσέρους εκείνη την εποχή. Αυτός ο στρατός μετακόμισε στην Τούβα μετά την ήττα της κομματικής δημοκρατίας Stepno-Badzheyskaya τον Ιούλιο του 1919, νίκησε τα "λευκά" αποσπάσματα και κήρυξε εκεί την αποκατάσταση της σοβιετικής εξουσίας (18). Οι παρτιζάνοι βρίσκονταν στην Τούβα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1919, όταν εξαπέλυσαν επίθεση κατά της πόλης Μινουσίνσκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έως και 500 Ρώσοι και Τουβανοί (19) εντάχθηκαν στον στρατό τους, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους μελλοντικούς ακτιβιστές του κινήματος Arat.

Ο «Λευκός» Στρατηγός Ungern-Sternberg, τα στρατεύματα του οποίου έλεγχαν τη Μογγολική πρωτεύουσα Urga από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 1921, είδε ως κύριους εχθρούς τους επαναστάτες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικούς και Εβραίους που, όπως ισχυρίστηκε, είχαν καταστρέψει την κουλτούρα της Δύσης και τώρα απειλούσαν τους πολιτισμούς της Ανατολής (20). Ως αποτέλεσμα του πογκρόμ και των εκτελέσεων που οργάνωσε, δεκάδες αριστεροί ακτιβιστές της ρωσικής αποικίας και Εβραίοι δολοφονήθηκαν βάναυσα. Ο Ungern είπε στον συγγραφέα A.F. Ossendowski: «Γιατί οι Αμερικανοι εκτελούν στην ηλεκτρική καρέκλα αναρχικούς που τοποθετούν βόμβες, και δεν μπορώ εγώ να απελευθερώσω τον κόσμο από τους κακοποιούς που έχουν καταπατήσει την ψυχή ενός ανθρώπου; Εγώ, ένας Τεύτονας, απόγονος σταυροφόρων και πειρατές, τιμωρώ με θάνατο τους δολοφόνους» (21).

Το 1921, σύμφωνα με τον Ch. Munkhbayar, οι αναρχικοί από τη Buryatia πολέμησαν στην 22η Ομάδα Ειδικού Σκοπού του Κόκκινου Στρατού του «κόκκινου» διοικητή Κ.Κ. Baikalov (Nekunde), απελευθερώνοντας τη Δυτική Μογγολία από τους «λευκούς» σχηματισμούς (22).

Στο μέλλον, θα υπάρχουν μόνο λίγα ίχνη από την παραμονή των αναρχικών στη Μογγολία. Έτσι, στις αρχές του 1922, έχοντας υποστεί ήττα στις μάχες κατά των «Κόκκινων», ο διοικητής του αποσπάσματος των παρτιζάνων και ένας από τους ηγέτες της Ομοσπονδίας Αναρχικών Αλτάι, I.P. Novosyolov, «απομονώθηκε από τους παρτιζάνους και εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη». Υπάρχει μια εκδοχή ότι πήγε στη Μογγολία και μετά στην Κίνα (23).

Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τους αναρχικούς που πολέμησαν στη Μογγολία εναντίον και των δύο πλευρών. Έτσι, ο Αμερικανός ταξιδιώτης-φυσιοδίφης Roy Chapman Andrews, μίλησε το 1924 για τον άνθρωπο που προσέλαβε στην Κίνα ως μηχανικό αυτοκινήτων, πηγαίνοντας σε μια αποστολή στη Μογγολία. Ένας άντρας μικρού αναστήματος που μιλούσε μογγολικά, ρωσικά και κινέζικα, μισούσε, σύμφωνα με τον ταξιδιώτη, οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αυτός ο "μικρός αναρχικός" ονειρευόταν να επιστρέψει στη Μογγολία - μια χώρα ελευθερίας και ελεύθερων χώρων, όπου ο καθένας είχε τον δικό του νόμο. Φτάνοντας στην Urga για να αποκτήσει διαβατήρια για τα μέλη της αποστολής, ο Andrews ανακάλυψε ότι το όνομα του μηχανικού αυτοκινήτων του ξεσήκωσε τον Μογγόλο υπουργό Εξωτερικών και Σοβιετικό σύμβουλο. Του είπαν ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Ungern, ότι αυτός ο άνδρας συνεργάστηκε με αποσπάσματα ανταρτών που επιτέθηκαν τόσο στους «κόκκινους» και στους «λευκούς». Τώρα ο αναρχικός σκόπευε να μπει στη Μογγολία, αν και ήξερε ότι κινδύνευε να πεθάνει. Έχοντας ανακαλύψει από αυτόν ένα φορτίο λαθρεμπορίου και μη θέλοντας να τσακωθεί με την κυβέρνηση της Μογγολίας, ο Andrews το έδωσε στις αρχές. Ωστόσο, την παραμονή του απαγχονισμού, ο αναρχικός κατάφερε να δραπετεύσει από την Urga και να φτάσει στην Κίνα, όπου εγκαταστάθηκε στο Kalgan (24).

Τα νέα καθεστώτα που ιδρύθηκαν στη Μογγολία και στην Tuva μετά την ήττα των «λευκών» το 1921 ήταν ουσιαστικά ένα είδος συνασπισμού μεταξύ των ριζοσπαστών που συνεργάζονταν με τους Μπολσεβίκους και των εθνικιστικών στοιχείων της παλιάς αριστοκρατίας. Οι υπάρχουσες κοινωνικές και περιουσιακές σχέσεις στην αρχή υποβλήθηκαν μόνο σε σταδιακές, μάλλον αργές αλλαγές. Στη Μογγολία, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, υπήρξαν περιπτώσεις διαμαρτυριών των Αρατών (Arats) κατά της αυθαιρεσίας των ευγενών (25), αλλά το οργανωμένο αντιπολιτευτικό κίνημα «στα αριστερά» δεν εμφανίστηκε.

Ορισμένες διαθέσεις αριστερού ριζοσπαστισμού υπήρχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Επαναστατική Ένωση Νεολαίας της Μογγολίας, η οποία ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1921 και ονομαζόταν μέχρι το 1922 «Ένωση Επαναστατικής Νεολαίας για την Κατάργηση της Δουλοπαροικίας» (26). Η Ένωση Νέων ζήτησε τη δημιουργία ενός κοινωνικού συστήματος στο οποίο δεν θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των ευγενών και των εργαζομένων και «όλοι οι νέοι της Μογγολίας» θα προστατεύονται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εκμεταλλευτές. Τα κύρια καθήκοντα της οργάνωσης ήταν η μόρφωση του λαού (συμπεριλαμβανομένης της εξάλειψης του αναλφαβητισμού), η χειραφέτηση των γυναικών και η ελευθερία από τις θρησκευτικές παραδόσεις και προκαταλήψεις (27). Η Ένωση Νεολαίας ιδρύθηκε κατά το πρότυπο της Ρωσικής Κομσομόλ και το 1922 ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή Νεολαίας (KIM). Ωστόσο, είναι πιθανό ότι αρχικά πολλά μέλη της Ένωσης δύσκολα κατανοούσαν τις βασικές διαφορές μεταξύ του μπολσεβικισμού και άλλων ριζοσπαστικών αριστερών ρευμάτων. Δεν είναι τυχαίο το ότι ένας από τους ηγέτες της Μογγολικής Ένωσης Νέων, ο Bujannemekh, θυμήθηκε ένα τέτοιο επεισόδιο της συνάντησης του Λένιν με εκπροσώπους στο Συνέδριο των Λαών της Άπω Ανατολής τον Ιανουάριο του 1922, ένα επεισόδιο που του έκανε έντονη εντύπωση: μετά από μια συνομιλία με τον Σοβιετικό ηγέτη, ένας Ιάπωνας αναρχικός ανακοίνωσε δυνατά: «Από εδώ και πέρα, παρατάω τις προηγούμενες απόψεις μου και γίνομαι κομμουνιστής» (28).

Η Επαναστατική Ένωση Νέων επέκρινε την πολύ αργή και αναποφάσιστη εφαρμογή των κοινωνικών μετασχηματισμών στη Μογγολία. Σε ένα από τα ντοκουμέντα της σημειωνόταν ότι στη χώρα «πολλά πράγματα παραμένουν όπως πριν: οι πρίγκιπες καταπιέζουν, τηρούν την παλιά τάξη, αγνοούν την κατάσταση του λαού, καθοδηγούνται από τα κληρονομικά δικαιώματα και αντιστέκονται στη λαϊκή κυβέρνηση». Η Ένωση τάχθηκε κατά των παραχωρήσεων προς τους ευγενείς, για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας και δεν ήθελε να υποταχθεί στο κυβερνών Λαϊκό Κόμμα της Μογγολίας, συχνά μπαίνοντας σε συγκρούσεις με την ηγεσία του κόμματος (29). Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι διάφορες παρατάξεις του κόμματος είχαν υποστηρικτές τους στην Ένωση Νέων.

Τον Δεκέμβρη του 1921, μια τέτοια σύγκρουση λίγο έλειψε να μετατραπεί σε ένοπλη σύρραξη. Ο πρωθυπουργός της μογγολικής κυβέρνησης, D. Bodo, δυσαρεστημένος με την ανεξαρτητοποίηση της επαναστατικής ένωσης νεολαίας από το κόμμα, υποστήριξε την ομιλία ορισμένων μελών του κόμματος στο Προσωρινό Χουράλ Khural με την έκκληση να περιοριστεί η ένωση, η οποία «έχει μπει στο μονοπάτι της άναρχης εξέγερσης». Σε απάντηση, η Ένωση Νέων εστειλε τελεσίγραφο στην Κεντρική Επιτροπή του Λαϊκού Κόμματος ζητώντας την απομάκρυνση και την τιμωρία όσων αντιτάχθηκαν. Ο Bodo σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής κατηγόρησε την Ένωση Νέων για «αναρχία» και «απαίτησε ακραία μέτρα για να την περιορίσει». Στο διπλανό δωμάτιο, περίπου 100 ένοπλα μέλη της Ένωσης Νέων συνεδρίαζαν και η σύγκρουση φαινόταν επικείμενη, αλλά την τελευταία στιγμή η σύγκρουση αποτράπηκε από τον αναπληρωτή Σοβιετικό πρέσβη A.Ya. Okhtin και ο λαϊκιστής Buryat Μπουριάτ E.-D. Rinchino, ο οποίος ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες της Κομιντέρν και ηγήθηκε του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της Μογγολίας (30).

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Κομιντέρν έπαιζε το παιχνίδι της στη Μογγολία, προσδοκώντας ότι το Λαϊκό Κόμμα, που ήταν ετερογενές στη σύνθεση και τις ιδέες του, θα διαλυθεί σταδιακά, και επομένως θα ήταν απαραίτητο να ενισχυθούν οι φιλικές φράξιες σε αυτό και ταυτόχρονα να κρατήσει την Ένωση Νέων χωρίς τον έλεγχο του κόμματος για ένα διάστημα. Ο επικεφαλής της Γραμματείας της Άπω Ανατολής της Κομιντέρν, B.Z. Shumyatsky, έδωσε εντολή στον Rinchino τον Οκτώβρη του 1921 να αναπτύξει τις τακτικές της Ένωσης Νέων «με την έννοια της εγκαθίδρυσης της ανεξαρτησίας από τη λαϊκή επαναστατική κυβέρνηση και της δημιουργίας πρακτικών επαφών με το Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα. Η ένωση δεν πρέπει να εισέλθει στο όργανο της εξουσίας ως μια ένωση, γιατί διαφορετικά η ριζοσπαστική της ουσία θα διαστρεβλωθεί και θα γίνει ένα απλό παράρτημα του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος... Όχι, η επαναστατική ένωση πρέπει να διατηρηθεί για να αναπτυχθεί σε βάθος... Για να μην εισαχθεί στους νέους και, αναμφίβολα επαναστατική οργάνωση του σωματείου, το ένζυμο της αποσύνθεσης, που αργά ή γρήγορα θα είναι επικείμενο στο Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα, γι' αυτό προτείνω μόνο την επαφή, μόνο την προσωπική συμμετοχή των μελών της επαναστατικής ένωσης στο έργο του επαναστατική κυβέρνηση του λαού, αλλά όχι περισσότερο, πράγμα που σημαίνει ότι το σωματείο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις στις πράξεις και την κριτική του, εκτός από έναν υπολογισμό tion: να αποδεχόμαστε και να υποστηρίζουμε μετά από κριτική, ως το λιγότερο κακό, την «μισογυνία» των δραστηριοτήτων της λαϊκής επαναστατικής κυβέρνησης...» (31). Μόνο μετά από έναν σκληρό αγώνα στο Λαϊκό (Λαϊκό Επαναστατικό) Κόμμα της Μογγολίας το 1922-1924 και την «μπολσεβικοποίηση» του, η Κομιντέρν ενέκρινε την υποταγή της Ένωσης Νέων στο κόμμα.

Τα γεγονότα στην Τούβα εξελίχθηκαν με άλλο τρόπο. Αν και η δημιουργία του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος Τουβάν (TPRP) το 1921-1922 ξεκίνησε από την Κομιντέρν και τους Ρώσους Μπολσεβίκους, η νέα οργάνωση ήταν επίσης ασταθής και από πολλές απόψεις ένας τεχνητός συνασπισμός της αριστοκρατίας του Τουβάν και των ακτιβιστών του Arat που εργάζονταν. στενά με τους «κόκκινους» παρτιζάνους. Η πραγματική πολιτική εξουσία παρέμεινε στα χέρια των εκπροσώπων των ευγενών, οι οποίοι δεν επέτρεψαν στους Άρατς να κρατήσουν και κομματικές θέσεις, επικαλούμενοι το γεγονός ότι οι ημιγράμματοι από τις «κατώτερες τάξεις» απλώς δεν έχουν επαρκείς γνώσεις και εμπειρία για να ασκήσουν κυβερνητικές υποθέσεις. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στην ουσία, δεν πραγματοποιήθηκαν.

Ένα χρόνο μετά το πρώτο συνέδριο του TPRP, η κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάρτη του 1923 να διαλύσει την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος γενικά, δηλώνοντας ότι η οργάνωση ήταν αδρανής και απαιτούσε μόνο επιπλέον έξοδα. Ωστόσο, με την επιμονή των Ρώσων Μπολσεβίκων και των ακτιβιστών του Αράτ τον Ιούλιο του 1923, συγκεντρώθηκε το 2ο Συνέδριο του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος, η ισορροπία δυνάμεων στο οποίο ήταν ήδη διαφορετική. Οι συμμετέχοντες ψήφισαν υπέρ της κατάργησης όλων των φεουδαρχικών τίτλων και προνομίων, καθώς και ενός συστήματος συλλογικής αμοιβαίας ευθύνης για την εκτέλεση καθηκόντων και την πληρωμή φόρων. Ψήφισαν τη συμμετοχή όλων των μελών του κόμματος στη δημόσια και πολιτική ζωή, τη φορολόγηση των πλουσίων και εύπορων στρωμάτων του πληθυσμού και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής για τους φτωχούς. Ο ακτιβιστής Arat Oyun Kursedi εξελέγη πρόεδρος του κόμματος. Πολέμησε το 1919 στον αντάρτικο στρατό των Kravchenko και Shchetinkin. Αν και η κυβέρνηση συνέχισε να ηγείται από ευγενείς, ένας άλλος ακτιβιστής του Αράτ ο Ντάνζιν, έγινε αντιπρόεδρος του κόμματος και διορίστηκε έφορος της κυβέρνησης (32). Ωστόσο, οι άρχουσες ελίτ δεν σκόπευαν να παραιτηθούν από την εξουσία. Συνέχισαν να παραβιάζουν τα συμφέροντα των Αράτων στη χρήση γης, τη φορολογία και το εμπόριο, να κοροϊδεύουν την αυθαιρεσία και την ταπείνωση κατά των απλών ανθρώπων και να ασκούν σωματική τιμωρία. Προώθησαν επιδεικτικά τη λαμαϊστική θρησκεία και τη διατήρηση των παραδοσιακών εθίμων και κανόνων.

Το φθινόπωρο του 1923, με την υποστήριξη του Danzyn, μια ομάδα Arats άρχισε να οπλίζεται ενάντια στους ευγενείς, τους γραφειοκράτες και τους πλούσιους. Δημιούργησαν μια οργάνωση με την ονομασία «The Part of a Clenched Fist» («Chuduruk Nam»). Αυτή η κίνηση παραμένει πρακτικά ανεξερεύνητη. Τα έργα που γράφτηκαν στη Σοβιετική περίοδο χαρακτήριζαν την «Chuduruk Nam» ως μια «αναρχική ομάδα» (33), μικρή σε σύνθεση και χωρίς σημαντική υποστήριξη από τον πληθυσμό. Το γεγονός ότι ο ελάχιστα μαθημένος Άρατς, που δεν είχε ούτε πρόσβαση στην αναρχική λογοτεχνία ούτε επαφές με αναρχικούς ακτιβιστές, μπορούσε πραγματικά να είναι εξοικειωμένος με τις ιδέες του αναρχισμού, εγείρει αμφιβολίες. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε πιθανώς να μιλήσουμε για αυθόρμητο αναρχισμό και εξισωτισμό του «Chuduruk Nam», το οποίο, ωστόσο, γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα. Ο σύγχρονος ερευνητής του πολιτισμού του Τουβάν Β B.A. Myshlyavtsev πιστεύει ότι "η καταστροφή των πλουσίων και η σταδιακή εξομάλυνση της ιδιοκτησιακής ανισότητας δεν έγιναν αντιληπτές από την πλειοψηφία του πληθυσμού ως τραγωδία. Αντίθετα, υπήρξε μια ενσάρκωση του ιδεώδους της ισότητας", το οποίο βρήκε «συμμόρφωση στην παραδοσιακές αντιλήψεις του λαού για τη δικαιοσύνη». «Τα πιο ενδιαφέροντα από αυτή την έννοια είναι τα «ακροαριστερά «λαϊκά κινήματα, για παράδειγμα «Chuduruk Nam», «Κόμμα της Γροθιάς» από την εποχή της επανάστασης της δεκαετίας του 1920» (34).

Από όσο μπορούμε να κρίνουμε, το «Chuduruk Nam» ήταν ένας ένοπλος σχηματισμός, η αποστολή του οποίου ήταν να προστατεύει τους Άρατς και τους φτωχούς από την αυθαιρεσία των ευγενών, των αξιωματούχων και των πλούσιων κτηνοτρόφων. Σοβιετικοί συγγραφείς το κατηγόρησαν για «ανομία», αρπαγή βοοειδών από τον πληθυσμό, ξυλοδαρμούς, όργια και βία κατά των γυναικών (35). Μάλιστα, οι διμοιρίτες κατάσχεσαν βοοειδή και περιουσίες πλουσίων και τιμώρησαν αυθαιρεσίες αξιωματούχων. Όσο για τις γυναίκες και τα κορίτσια, πρόκειται για τη διεξαγωγή ανοιχτών συναντήσεων με το σύνθημα «Open Face», όπου οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονταν να συζητούν ελεύθερα στενά ζητήματα («η αγάπη, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών σχέσεων, πρέπει να είναι ελεύθερη»), πείθοντας να κόψουν μακριά μαλλιά. Στην καταπολέμηση των ανθυγιεινών συνθηκών και των θρησκευτικών προκαταλήψεων, τα παλιά ρούχα καταστράφηκαν και εξηγήθηκαν οι κανόνες υγιεινής (36). Φυσικά, εκπρόσωποι των ευγενών, των πλουσίων στρωμάτων και των αρχών χαρακτήρισαν όλες αυτές τις ενέργειες ως αυθαιρεσίες και ληστείες. Με μια πιο ισορροπημένη εξέταση, μπορούν να αξιολογηθούν ως εκδήλωση οξείας κοινωνικής σύγκρουσης.

Ο λόγος για την αντεπίθεση στο κίνημα του Αράτ από την άρχουσα ελίτ ήταν τα γεγονότα που συνδέονται με τη λεγόμενη ανταρσία του Khamchik στα ανατολικά της χώρας τον Μάρτιο του 1924. Ο Lama Sumunak στάθηκε επικεφαλής της εξέγερσης, υποστηριζόμενος από την τοπική αριστοκρατία και οι κληρικοί. Ένας από τους λόγους της ανταρσίας ήταν μια φήμη ότι η κυβέρνηση σκόπευε να αναγκάσει τις γυναίκες να έχουν κοντά μαλλιά (37). Οι αντάρτες ζήτησαν από την Τούβα να προσχωρήσει στη Μογγολία (38), ελπίζοντας προφανώς ότι θα ήταν ευκολότερο να διατηρηθούν στοιχεία του παραδοσιακού τρόπου στο πλαίσιο της Μογγολίας και να αντισταθούν στην σοβιετική πίεση. Ακόμη και ο πρωθυπουργός πρίγκιπας Buyan-Badyrgy ήταν ύποπτος για κρυφή συμπάθεια προς τους αντάρτες, ή τουλάχιστον τις φιλομογγολικές φιλοδοξίες τους. Η Μογγολία δήλωσε ότι υποστήριξε το κίνημα, αλλά η Σοβιετική Ένωση παρενέβη, εξασφαλίζοντας το status quo (39). Το καλοκαίρι του 1924, η εξέγερση καταπνίγηκε από το κυβερνητικό απόσπασμα και τις εθελοντικές ομάδες Αράτ. Ο ίδιος ο Kursedi έπαιξε ενεργό ρόλο στην καταστολή της εξέγερσης.

Οι άρχουσες ελίτ της Τούβα κατηγόρησαν τους ριζοσπάστες του Αράτ για την κατάσταση. Ανακοίνωσαν ότι αυτές οι ενέργειες συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασης, ότι η ανομία του «Chuduruk Nam» φέρεται να προκάλεσε δυσαρέσκεια και ο Kursedi δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα άκρα και έδειξε ανομία καταπνίγοντας την εξέγερση. Ως αποτέλεσμα, το Τρίτο Συνέδριο του TPRP τον Αύγουστο του 1924 έληξε με την πλήρη ήττα των ριζοσπαστών και την καταδίκη του «Chuduruk Nam». Ο Kursedi στερήθηκε τη θέση του προέδρου του κόμματος και ο Danzyn δεν εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή και απομακρύνθηκε από όλες τις θέσεις (40). Αποφασίστηκε ο αφοπλισμός των αποσπασμάτων του Αράτ.

Ωστόσο, ο Danzyn και ο «Chuduruk Nam» δεν υπάκουσαν στις αποφάσεις που ελήφθησαν. Όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματα του Τουβάν και των Σοβιετικών κομματικών και κρατικών προσωπικοτήτων, ο Σ.Κ. Ο Τόκα, ο οποίος συμμετείχε στην καταστολή του «Κόμματος της γροθιάς», το φθινόπωρο του 1924 το απόσπασμα του Τσουντουρούκ συγκεντρώθηκε στο παραδοσιακό προπύργιο των ριζοσπαστών: στον ποταμό Έλεγκεστ, στο Ούλουγκ-Αλακ, στο Τσάργι-Μπάρυ και Tyttyg-Aryg, όπου παρείχαν υποστήριξη και συνέχισαν τη δήμευση βοοειδών και την απαλλοτρίωση. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1924, βρίσκονταν στην κοιλάδα του Ulug-Khem (το Άνω Yenisei), πάνω από το Ust-Elegest, περιχαρακωμένο στο νησί Tyttyg-Aryg. Οι δυνάμεις των κυβερνητικών στρατιωτών τους περικύκλωσαν, τους ανάγκασαν να παραδοθούν και να αφοπλιστούν (41). Το ριζοσπαστικό κίνημα Arat στην Τούβα τέθηκε τέλος.

Σημειώσεις-Παραπομπές:

(1) Даревская Е.М. Политические ссыльные Сибири в Монголии // Ссыльные революционеры в Сибири (XIX в. – февраль 1917 г. Выпуск 2. Иркутск, 1974. С.122; Лузянин С.Г. Россия – Монголия – Китай в первой половине ХХ века. Политические взаимоотношения в 1911 – 1946. Москва, 2003. С.99.
(2) Μία από τις πρώτες αναρχικές ομάδες στην περιοχή Transbaikal ήταν η ομάδα Chita γύρω από τον πρώην κατάδικο N. Cohn, η οποία δημιουργήθηκε την άνοιξη του 1906. Μετά την ένωσή της τον Ιούλιο του 1906 με την ομάδα των σοσιαλδημοκρατών (Z. Berman), που ήταν κοντά στον αναρχισμό, και με άλλα πρώην μέλη σοσιαλεπαναστατικών και σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων, ιδρύθηκε η «Τρανμπαϊκαλική Ομοσπονδία Ομάδων Ένοπλης Λαϊκής Εξέγερσης». Υπήρχαν επίσης η ομάδα των αναρχικών ατομικιστών της Σιβηρίας (1908), η ομάδα κομμουνιστών αναρχικών Chita (που ιδρύθηκε το 1909, διατηρούσε δεσμούς με τους αναρχικούς του Χαρμπίν), μια ομάδα νεαρών φοιτητών με επικεφαλής τον αναρχοσυνδικαλιστή Ι.Κ. Roitman, στο Verkhneudinsk (1910 - 1911), όπου το 1914 ο αναρχικός I.M. Gordon έφτασε από το Tulun για την οργάνωση μιας στρατιωτικής ομάδας και ενός τυπογραφείου. Βλέπε: Штырбул А.А. Анархистское движение в Сибири в 1-й четверти ХХ века: Antigosudarstvennый бунт и негосударственная самоорганизация трудящихся: Теория и πρακτική. Κεφάλαιο 1. (1900-1918). Омск, 1996. С.81, 84, 88-91; Ιστορία Μπουριάτιι. Том.III. ХХ – XXI вв. Улан-Удэ, 2011. С.23–24. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναρχική επιρροή παρέμεινε στην Transbaikalia μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920. Έτσι, στην έκθεση της OGPU για τον Φεβρουάριο του 1926, σημειώθηκε μια έντονη αναταραχή των αναρχικών στο εργοστάσιο γυαλιού Verkhneudinsk. Βλέπε: "Совершенно секретно": Лубянка Сталину о положении в стране (1922 – 1934). Том 4. 1926 год. Москва, 2001. С.114.
(3) Ермаков В.Д. Российский анархизм и анархисты (вторая половина ХIХ века - конец ХХ веков). Санкт-Петербург, 1996. С.121–122; Штырбул А.А. Анархистское движение в Сибири в 1-й четверти ХХ века: Антигосударственный бунт и негосударственная самоорганизация трудящихся: Теория и практика. Часть 2. (1918-1925). Омск, 1996. С.5-7; Познанский В.С. Очерки истории вооруженной борьбы Советов Сибири с контрреволюцией в 1917 – 1918 гг. Новосибирск, 1973. С.144–145.
(4) Белов Е.А. Россия и Монголия (1911 – 1919). Москва, 1999. С. 175.
5) Το απόσπασμα του Kalandarishvili άρχισε να συγκροτείται τον Φεβρουάριο του 1918. Ονομάστηκε 1st Irkutsk ξεχωριστό τμήμα ιππικού κομμουνιστών αναρχικών (Βλ.: Кожевин В.Е. Легендарный партизан Сибири. Улан-Удэ, 1987. 1st. Μεραρχία Ιππικού Ιρκούτσκ Αναρχικών-Κομμουνιστών-Διεθνιστών» (ό.π., Γ. 50). Τον Ιούλιο του 1918, το απόσπασμα μετονομάστηκε σε 1η Διεθνή Μεραρχία Ιππικού. Μετά την αναδιοργάνωση των στρατευμάτων του Centrosibir, από τα τέλη Ιουλίου 1918 ήταν μέρος της 3ης Σοβιετικής Μεραρχίας Verkhneudinsk του 2ου Σοβιετικού Σώματος (2ο Σοσιαλιστικό Σώμα Τυφεκίων Σιβηρίας) του Μετώπου της Βαϊκάλης. Διοικητής της μεραρχίας ήταν ο Καλανταρισβίλι. Με την κατάρρευση του Μετώπου της Βαϊκάλης τον Αύγουστο του 1918, η Τρίτη Σοβιετική Μεραρχία Verkhneudinsk αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του Μετώπου Troitskosavsk, διοικητής του οποίου ήταν ο Kalandarishvili.
(6) Ο αναρχικός-κομμουνιστής Tretyakov εξέτιε ποινή σκληρών καταναγκαστικών έργων στο Algachi και στο Gorny Zerentui, τότε σε έναν οικισμό στην περιοχή Yakutsk, από όπου διέφυγε. Το 1917 ήταν μέλος της Ένωσης Ενωμένων Αναρχικών Tomsk και ένας από τους οργανωτές της εργατικής Κόκκινης Φρουράς στο Cheremkhovo. Από τον Μάρτιο του 1918, διοικούσε ένα απόσπασμα των ερυθρών φρουρών Cherimkhovo στην περιοχή Transbaikal. Τον Απρίλιο του 1918, συνελήφθη με εντολή του Centrosibir, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος και έγινε διοικητής ενός αναρχικού αποσπάσματος της Ερυθράς Φρουράς στο μέτωπο της Dauria. Από τα τέλη Ιουλίου 1918 το απόσπασμα του Tretyakov εντάχθηκε στα σοβιετικά στρατεύματα του μετώπου Troitskosavsk. Στα τέλη του 1918 ο Tretyakov έκανε παράνομη εργασία στο Krasnoyarsk, συνελήφθη από τους Λευκούς Φρουρούς και στις 19 Ιουλίου 1919 εκτελέσθηκε από αυτούς ως όμηρος.
(7) Кожевин В.Е. Op.cit. С. 60-61.
(8) οππ. С.63.
(9) А.М. Нашествие "красных" из Монголии // Свободная Сибирь. Красноярск, 1918. № 125 (337), 17 (4) октября. С.4.
(10) Όσον αφορά τον αριθμό των ερυθρών ανταρτών που συμμετείχαν στην εκστρατεία στη Μογγολία, παρουσιάζονται ορισμένα αντιφατικά στοιχεία στην επιστημονική βιβλιογραφία. Έτσι, ο σοβιετικός ιστορικός M.A.Gudoshnikov ,ισχυρίστηκε ότι «περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι υποχώρησαν» (Гудошников М.А. Очерки по истории гражданской войны в Сибири. Иркутск, 1959. С.103). Ο ιστορικός Β.Ε. Ο Kozhevin συμφωνεί εν μέρει με αυτήν την άποψη: γράφει ότι «χιλιάδες άνθρωποι πήγαν στην εκστρατεία. Υπήρχαν 1.500 μαχητές μόνο από το απόσπασμα του Kalandarishvili που πήγαν προς τα δυτικά» (Кожевин В.Е. Op.cit. С. 52.) Ωστόσο, σε μια από τις άλλες δημοσιεύσεις, ο ίδιος συγγραφέας διευκρίνισε ότι «ο Kalandarishvili ηγήθηκε της θρυλικής εκστρατείας πολλών αποσπασμάτων των Ερυθρών Φρουρών (με συνολικό αριθμό πάνω από 1500 άτομα)» (Кожевин В. К 100-летию со дня рождения Нестора Александровичарока Каландаришвил. , факты, находки // Военно-исторический журнал. 1976. №6. С.119). Τα ίδια στοιχεία δίνει και ο Ρώσος ιστορικός Π.Α. Novikov, ο οποίος πιστεύει ότι «ο πιο πιθανός αριθμός είναι 1500 άτομα» (Новиков П.А. Гражданская война в Восточной Сибири. Москва, 2005. С.155).
(11) А.М. Нашествие "красных" из Монголии...
(12) Δες: Кожевин В.Е. Легендарный партизан... С.63; Новиков П.А. Op.cit. С.82, 155.
(13) Έτσι, ο ίδιος ο Kalandarishvili είπε στον συγγραφέα I.M. Novokshonov για έναν Μογγόλο παρτιζάνο (αργότερα συνελήφθη από τον λαό του Kolchak), ο οποίος ήταν άμεσος απόγονος του Τζένγκις Χαν (Genghis Khan). Υπό την επίδραση αυτής της ιστορίας, ο Novokshonov έγραψε το μυθιστόρημα «Ο απόγονος του Τζένγκις Χαν», το οποίο μιλά για τον Μογγόλο νεαρό άνδρα που εντάχθηκε στο απόσπασμα του Kalandarishvili, επηρεασμένος από τις ιστορίες του διοικητή για μια νέα, ελεύθερη ζωή. Βασισμένος στην ιστορία το 1928, ο σκηνοθέτης V. Pudovkin γύρισε την ομώνυμη ταινία. Βλέπε: Семёнов А. В творческом содружестве // Байкал. 1980. №4. С.144.
(14) See: Канев С.Н. Октябрьская революция и крах анархизма. Москва, 1974. С. 382; Егунов Н.П. Павел Балтахинов. Иркутск, 1979; Ермаков В.Д. Op.cit. С.165; Басаев С. Мог бы стать священником // Газета РБ – Интернет-газета Республики Бурятия – http://gazetarb.ru/news/section-society/detail-301042/
(15) Улицы Улан-Удэ – памятники истории: словарь-справочник. Улан-Удэ, 2010. С.25.
(16) Мөнхбаяр Ч. Буриад Балтахинов Ар Монголд анархист үзлийг дэлгэрүүлж явжээ – http://moenhbayar.blogspot.ru/2011/04/blog-post_5156.html
(17) Очерки истории Бурятской организации КПСС. ‎Улан-Удэ, 1970. С. 94.
(18) Мармышев А.В., Елисеенко А.Г. Гражданская война в Енисейской губернии. Красноярск, 2008. С.165–168, 174–179.
(19) Аранчын Ю.Л. Исторический путь тувинского народа к социализму. Новосибирск, 1982. С.80.
(20) Белов Е.А. Барон Унгерн фон Штернберн: биография, идеология, военные походы, 1920 – 1921. Москва, 2003. С.106.
(21) Соколов Б.В. Барон Унгерн: Черный всадник. Москва, 2006 – http://www.litmir.co/br/?b=135556&p=40
(22) Мөнхбаяр Ч. Буриад Балтахинов…
(23) Штырбул А.А. Op.cit. С.127.
(24) The Lure of Mongolia όπως περιγράφεται από τον Roy Chapman Andrews στη συνέντευξη // The Scarsdale Inquirer. 1.03.1924. Νο. 14. Р.1, 4.
(25) История Монгольской Народной Республики. Издание 3. Москва, 1983. С.341–342.
(26) See: Матвеева Г.С. Монгольский революционный союз молодежи: история и современность. 1983. С.21.
(27) Carr E.H. A History of Soviet Russia. Vol.7. Socialism in One Country 1924 – 1926. New York, 1964. P.810.
(28) В.И. Ленин и литература зарубежного Востока. Сборник статей. Москва, 1971. С.117. Αυτός ο Ιάπωνας αναρχικός Yoshida Hajime αρνήθηκε τη μετάβασή του στις θέσεις της Κομιντέρν μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία.
(29) Далин С.А. Китайские мемуары. 1921–1927. Москва, 1982. С.63–64.
(30) Элбек-Доржи Ринчино о Монголи. Εκλογή εργασιών. Улан-Удэ, 1998. С.58.
(31) Письмо Б.З. Шумяцкого Э. Ринчино с рекомендациями по проведению революционной работы в Монголии по линии Нарревпартии и ревсоюза молодежи в подготовке кадров из простых монголов // Базаров Б.В., Жабаева Л.Б. Бурятские национальные демократы и общественно-политическая мысль монгольских народов в первой трети ХХ века. Улан-Удэ, 2008. С.304–305.
(32) Аранчын Ю.Л. Op.cit. С.98–104.
(33) История Тувы в 2-х томах. Том 2. Москва, 1964. С.108; Очерки истории тувинской организации КПСС. Кызыл, 1975. С.47.
(34) Мышлявцев Б.А. Нормативная культура тувинцев (конец ХХ – начало ХХI века) – http://samlib.ru/m/myshljawcew_boris_aleksandrowich/tuva-1.shtml
(35) Аранчын Ю.Л. Op.cit. С.109.
(36) Για το "Open Face" βλέπε: Кисель В.А. Поездка за красной солью. Погребальные обряды Тувы XVIII – начало XXI в. Санкт-Петербург, 2009. С.57.
(37) οππ. С. 55.
(38) Москаленко Н.П. Этнополитическая история Тувы в ХХ веке. Москва, 2005. С.98–103.
(39) Моллеров Н.М. Советско-китайский договор 1924 года (Итоги Кызылской Тройственной конференции) // Документ. Архив. История. Современность. Выпуск 5. Екатеринбург, 2005. С. 162–167.
(40) История Тувы. Том 2. С.111.
(41) Тока С.К. Слово арата. Книга 2. Часть 3. Глава 6. Партия чудурук

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε το 2015 στα ρωσικά εδώ: http://www.aitrus.info/node/4423 Η αγγλική μετάφραση δημοσιεύτηκε εδώ: https://libcom.org/article/v-damier-k-limanov-anarchists-and-left-radicals-mongolia-and-tuva-1910s-1920s Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.

mongolia.jpg

  • No hay más artículos
❌