🔒
Hay nuevos artículos disponibles. Pincha para refrescar la página.
AnteayerSalida Principal

Η Κομμούνα της Στράντζας

Η Κομμούνα της Στράντζας και ο Μιχαήλ Γκερντζίκοφ

Του Γιάβορ Ταρίνσκι

Στις 26 Ιανουαρίου του 1877, γεννιέται ο Βούλγαρος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ, ιδρυτής της Κεντρικής Επαναστατικής Μακεδονικής Επιτροπής και μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης (αργότερα ΕΜΕΟ ή ВМРО). Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του μακεδονικού απελευθερωτικoύ αγώνα του 19ου-20ού αιώνα. Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητάς του αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του στην ίδρυση της Κομμούνας της Στράντζας, γνωστής επίσης και ως Δημοκρατία της Στράντζας. Πρόκειται για άλλο ένα κομμάτι της βαλκανικής ιστορίας το οποίο θάβεται από την επίσημη ιστοριογραφία. Είναι άλλο ένα στιγμιότυπο από την ιστορία των από-τα-κάτω, όπως η άγνωστη περίπτωση του νησιού Άντα Καλέ. Τέτοιες στιγμές της ιστορίας είναι σημαντικές ώστε να μπορέσουμε να ξαναφανταστούμε τα Βαλκάνια, όχι ως το σημερινό προπύργιο των εθνικισμών και του σοβινισμού, αλλά ως μια δυνατότητα ειρηνικής και αλληλέγγυας συνύπαρξης.

Η Κομμούνα της Στράντζας υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα, με ξεκάθαρα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, στο εν λόγω βουνό που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική Βουλγαρία και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Η δημιουργία της ανακηρύχθηκε στα μέσα Αυγούστου του 1903, εν μέσω της εξέγερσης του Ίλιντεν –ενός αυτονομιστικού αγροτικού ξεσηκωμού ενάντια στην οθωμανική διοίκηση και υπέρ μιας αυτόνομης πολυεθνικής Μακεδονίας–, από αντάρτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης, της οποίας τότε διοικητής είναι ο μεγάλος και σπουδαίος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ. Η Κομμούνα αυτή περιλάμβανε τις πόλεις Βασιλικό, Αγαθούπολη καθώς και άλλους μικρότερους οικισμούς και χωριά στο βουνό Στράντζα.

Έπειτα από μία σειρά επιτυχημένων μαζικών τοπικών εξεγέρσεων, υποστηριζόμενων από αντάρτικες ενέργειες, μεγάλο τμήμα της ανατολικής Θράκης βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών του Γκερντζίκοφ.

Γύρω από την ορεινή περιοχή της Στράντζας και για τρεις εβδομάδες ο κόσμος γιορτάζει.

Ιδρύεται μια νέα κοινότητα, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης. Όλα τα ζητήματα σε πόλεις και χωριά φέρονται σε λαϊκές ψηφοφορίες και οι παλιές διαμάχες μεταξύ των ντόπιων βουλγαρικών και ελληνικών πληθυσμών έχουν μείνει πίσω. Καίγονται τα όλα φορολογικά μητρώα. Για περισσότερο από 20 ημέρες η Κομμούνα της Στράντζας λειτουργεί με έναν εντελώς ελευθεριακό τρόπο, με την απουσία κάθε είδους κρατικής εξουσίας.

Αυτό γίνεται εμφανές και από τη στρατιωτική δομή των ανταρτών. Το ηγετικό της όργανο δεν είναι κάποιου είδους στρατιωτικό αρχηγείο, αλλά το «Κύριο Συντονιστικό Μαχητικό Σώμα». Με αυτόν τον τρόπο, οι αντάρτες υποδεικνύουν δύο πράγματα –ότι αυτό το όργανο έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα (δηλαδή όσο διαρκούν οι μάχες) και δεύτερον, ότι έχει καθαρά συντονιστικό ρόλο στην επανάσταση. Ο Χρίστο Στογιάνοφ, μαθητής του Γκερντζίκοφ, αναφέρει πως οι αντάρτες δεν το ονόμασαν «αρχηγείο» γιατί δεν ήθελαν να «βρομάει» μιλιταρισμό.[1]

Ένα ελευθεριακό στοιχείο της εξέγερσης αυτής είναι το ότι δεν τίθεται ποτέ ζήτημα συγκεντρωτισμού της εξουσίας. Οι άνθρωποι των απελευθερωμένων οικισμών δημιουργούν συμβούλια/επιτροπές αντί της εκλογής δημάρχων/αντιπροσώπων. Ο ρόλος των πρώτων είναι να συντονίζουν, ενώ των δεύτερων να κυβερνούν. Αυτά τα συμβούλια και οι επιτροπές λειτουργούν υπό τον έλεγχο του επαναστατημένου λαού, καθώς η πραγματική εξουσία έχει ανακτηθεί από αυτόν.

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της στάσης του Γκερντζίκοφ για τη ριζική ενδυνάμωση του λαού και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία που ξεσπά 15 χρόνια μετά. Και οι δύο βλέπουν τον ρόλο των ανταρτών τους ως υποστηρικτικό και προσωρινό. Το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης επαφίεται στα συμβούλια των τοπικών πληθυσμών. Σε ένα από τα κάλεσματά τους [2], οι μαχνοβίτες γράφουν ότι «Ο επαναστατικός-εξεγερτικός στρατός στοχεύει στο να βοηθήσει τους αγρότες και τους εργάτες […] μην επεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή […] (και) καλεί τους εργάτες στην πόλη και στα περίχωρά της να προχωρήσουν στην αυτοοργάνωση […]»

Όσον αφορά τον τρόπο αναδιανομής της Κομμούνας της Στράντζας, ο Γκερντζίκοφ, αφού περιέγραψε τις πρώτες στρατιωτικές νίκες της εξέγερσης, γράφει: «Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εσωτερικά με κάποιο τρόπο… Ο πληθυσμός ήταν χαρούμενος, στα χωριά οι άνθρωποι γιόρταζαν. Δεν υπήρχε “δικό μου-δικό σου”: στα δάση είχαμε ετοιμάσει αποθήκες. Όλες οι σοδειές συγκεντρώνονταν σε αυτά τα κοινά κτίρια. Και τα βοοειδή ήταν πλέον κοινά… Γράψαμε μια ανακοίνωση στα ελληνικά, στην οποία δηλώναμε ότι δεν πολεμάμε για να αποκαταστήσουμε το βουλγαρικό βασίλειο και να καταλάβουμε εδάφη, αλλά μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ότι οι Έλληνες χρειάζονται επίσης αυτά, ας μας στηρίξουν ηθικά και υλικά…»[3]

Στα απομνημονεύματά του [4] ο Γκερντζίκοφ θυμάται ένα συγκεκριμένο παράδειγμα απαλλοτρίωσης και αναδιανομής αγαθών: στην πόλη Αγαθούπολη υπήρχε ένα εργοστάσιο αλατιού, όπου εκείνη την εποχή αποθηκεύονταν πάνω από 200.000 κιλά αλάτι. Τα χωριά της περιοχής ήταν φτωχά και είχαν ανάγκη από αλάτι, και έτσι ο Γκερτζίκοφ και οι αντάρτες του εισέβαλαν στο εργοστάσιο και το άφησαν ανοιχτό για να πάρουν οι χωρικοί το αλάτι και να το μοιράσουν οι ίδιοι.

Η Κομμούνα της Στράντζας λειτούργησε από την αρχή της εξέγερσης και έως τα τέλη Αυγούστου 1903, όταν το τεράστιο κύμα του οθωμανικού στρατού αποτελούμενο από 40.000 στρατιώτες –καλά οπλισμένο με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό– συντρίβει την αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού.

Ο Γκερντζίκοφ, και κάποιοι από τους αντάρτες του, καταφέρνουν να διαφύγουν στη Βουλγαρία. Εκεί ο αναρχικός θα συνεχίσει να προπαγανδίζει τις ιδέες του μέσα από εφημερίδες που θα εκδώσει όπως η «Ελεύθερη Κοινωνία», η «Αντιεξουσία» και άλλες. Το 1910, ο Γκερντζίκοφ μαζί με έναν άλλο αναρχικό –τον Πάβελ Ντελιράντεφ– θα γράψουν την αντιμιλιταριστική μπροσούρα «Πόλεμος ή Επανάσταση». Το 1912 θα ηγηθεί και πάλι μιας αντάρτικης ομάδας στην περιοχή της Στράντζας, αυτή τη φορά κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα, το 1919, θα είναι μεταξύ των συνιδρυτών της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών στη Βουλγαρία.

Μετά την εγκαθίδρυση του μοναρχοφασιστικού πραξικοπήματος το 1923, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζήσει στο Βελιγράδι, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Με την αλλαγή καθεστώτος στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο Γκερτζίκοφ επιστρέφει στη Βουλγαρία και καλεί τους συντρόφους του να υποστηρίξουν το νέο σοσιαλιστικό σύστημα, μόνο για να απογοητευτεί πολύ σύντομα από αυτό και να ανακαλέσει την υποστήριξή του. Το 1947, μάλιστα, θα αρνηθεί κατηγορηματικά να προταθεί ο ίδιος από το καθεστώς για απονομή βραβείου για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Ίλιντεν.[5] Θεωρεί ανήθικο να βραβευτεί από μια εξουσία που κρατά τους συντρόφους του αναρχικούς υπό κράτηση. Η αποφυλάκισή τους θα ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για αυτόν. Θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα το 1947 στην πόλη της Σόφιας.

[1] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html

[2] „Към цялото трудещо се население на град Александровск и околността му“, 7 октомври 1919 г.

[3] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html

[4] http://macedonia.kroraina.com/ilpr1968/ilpr1968_5.html

[5] http://macedonia.kroraina.com/giliev/mg/mg_predg.htm

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Георги Хаджиев: Националното освобождение и безвластният федерализъм (София: Артиздат-5, 1992).

Михаил Герджиков: “Въ Македония и Одринско: Спомени на Михаилъ Герджиковъ” в Материяли за историята на македонското освободително движение, книга IX (София: Македонски Наученъ Институтъ, 1927).

Христо Силянов: Спомени от Странджа. Бележки по Преображенското въстание в Одринско — 1903 г. (София: Полиграфи а.д., 1934).

Надежда Недкова, Евдокия Петрова (съст.): Михаил Γерджиков и подвигът на тракийци 1903 г. (София: Университетско издателство „Св. Климент Охридски“, 2002).

https://www.aftoleksi.gr/2022/01/26/kommoyna-tis-strantzas-o-michail-gkerntzikof/?fbclid=IwAR2sEIB08s6Q5yDVznqqPkLtBlEWHvJc1KO4h3QlJ7f9tnL3n6Odd49zuyU

mihail_gerdzhikov.jpg

strandzha.png

strandzha1.jpg

Αργεντινή: Το κλείσιμο της Sugar Engineers

23 Agosto 2023 at 14:22
Αργεντινή: Η επέτειος του κλεισίματος της Sugar Engineers

Η 22 Αυγούστου σηματοδοτεί την "Εθνική Ημέρα Ζημιάς στο λαό Tucumano" από το κλείσιμο της Sugar Engineers που σήμανε και το κλείσιμο της πηγής απασχόλησης στην εν λόγω επαρχία.

Με διάταγμα του 1966, επήλθε το κλείσιμο 11 από τις 27 βιομηχανίες ζάχαρης με αποτέλεσμα 50.000 απολύσεις, τη μετανάστευση 250.000 ανθρώπων και την εμφάνιση των χωριών που περιβάλλουν σήμερα μέρος της περιοχής San Miguel de Tucumán.

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή αντί να προκαλέσει παθητικότητα, έγινε αντίσταση και αγώνας. Η δικτατορία, σε συνεργασία με την εργοδοσία συνέχισε τη σκληρή γραμμή κατά των συνδικάτων. Οι εταιρείες χωρίς να σέβονται τις συλλογικές συμβάσεις και τις συμφωνημένες συνθήκες εργασίας, προκάλεσαν ξανά απεργία, ξεκινώντας ένα νέο κύμα απολύσεων που ενέτεινε το ήδη τεταμένο κοινωνικό κλίμα.

Η πόλη προσχώρησε στον αγώνα με οργάνωση λαϊκών κουζινών, στάσεις εργσίας και άλλες μορφές. Το 1967, η Hilda Guerrero -ακτιβίστρια και σημαιοφόρος μιας γενιάς γυναικών που αγωνίστηκαν μαζί με τους συζύγους τους για την υπεράσπιση της εργασίας- πέφτει δολοφονημένη από την αστυνομική καταστολή στην Bella Vista.

Η απάντηση της δικτατορίας ήταν αδίστακτη, φυλακίζοντας τους ηγέτες των εργαζομένων, παραποιώντας την προσωπικότητα των αγωνιστών και “παγώνοντας” τα οικονομικά του συνδικάτου τους.

Το cerrojazo είχε ως κίνητρο το λεγόμενο "πρόβλημα Tucumano" υπονοώντας ότι κάποιοι άνθρωποι ήταν αντιπαραγωγικοί που προκαλούσαν μεγάλο κόστος στο έθνος και ότι οι εργαζόμενοι ήταν προβληματικοί, ένα σαφές παράδειγμα του πώς η ολιγαρχία της ζάχαρης του Tucuman (Conception Engineer) και Jujuy (Engineer Ledesma) είχε την υποστήριξη της δικτατορίας για τον έλεγχο της εθνικής αγοράς ζάχαρης. Τα γεγονότα αυτά κορυφώθηκαν με διάφορες απεργίες, πυροβολισμούς σε εργοστάσια και την καφετέρια των φοιτητών στο πανεπιστήμιο, που αποτέλεσαν την αφορμή για μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων μεταξύ 1969-1970, γνωστές ως Tucumanazo και κορυφώθηκαν με το Quintazo το 1972. Κατά τη διάρκεια του Tucumanazo φοιτητές και εργάτες στο κέντρο του Tucumano αγωνίστηκαν σθεναρά ενάντια στις δυνάμεις καταστολής.

Ο λαός του Tucumano επέδειξε τη σθεναρή αντίστασή του στις αδικίες που προκαλούσε η δικτατορία που στη συνέχεια με την εμφάνιση του αγροτικού αντάρτικου το 1974 και το κατασταλτικό κύμα σε όλο το εύρος της Λατινικής Αμερικής θα κατέληγε να είναι ο ύμνος της στρατιωτικής δικτατορίας με την επιχειρησιακή ανεξαρτησία το 1975 και να γεννά την τελευταία πολιτική στρατιωτική δικτατορία του 1976 που διήρκεσε μέχρι το 1983 τα χρόνια αυτά υπογράφηκαν από τη συνεχή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με περισσότερους από 30.000 αγνοούμενους, εκατοντάδες απαγωγές, παράνομη στέρηση της ελευθερίας, βασανιστήρια σε παράνομα κέντρα κράτησης βρεφών.

Την ημέρα αυτή διεκδικούμε τις εμπειρίες του αγώνα και της μαχητικότητας του λαού μας, κρατώντας την ταυτότητά μας ως γυναίκες και άντρες του Tucuman που, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές έχουμε μάθει να αντιστεκόμαστε και να κρατάμε ψηλά την ελπίδα για την οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου κόσμου!

Organización Anarquista de Tucumán

tucuman.jpg

Ε. Ρεκλύ: Ένας πρωτοπόρος της α&#95

Ελιζέ Ρεκλύ: Ένας παραμελημένος πρωτοπόρος της αναρχίας

Στις 4 Ιουλίου του 1905 πεθαίνει ο Γάλλος αναρχικός γεωγράφος και συγγραφέας Ελιζέ Ρεκλύ (Élisée Reclus, 15 Μαρτίου 1830 – 4 Ιουλίου 1905).

Εισαγωγικό σημείωμα από το Αυτολεξεί: Η σύνδεση μεταξύ γεωγραφίας και αναρχισμού μπορεί να μη φαίνεται εύκολα κατανοητή, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους σημαντικότερους αναρχικούς του τέλους του 19ου αιώνα, ο Κροπότκιν και ο Ρεκλύ, ήταν επίσης σπουδαίοι γεωγράφοι. Ούτε ήταν απλή σύμπτωση ότι οι δυο τους βρέθηκαν μαζί εξόριστοι στην Ελβετία, μία χώρα που για πολύ καιρό αποτέλεσε μαγνήτη των κατατρεγμένων αλλά και πατρίδα του πιο δυναμικού αναρχικού κινήματος στα χρόνια που ακολούθησαν την Παρισινή Κομμούνα ανάμεσα στο 1877 και το 1881. Οι Κροπότκιν και Ρεκλύ εργάστηκαν από κοινού και για ένα διάστημα, έζησαν μαζί παραμένοντας φίλοι για μία ζωή παρά τα σύνορα και τις θάλασσες που κατά καιρούς τους χώριζαν. Η συγχώνευση των απόψεών τους παρήγαγε μία νέα κατανόηση του αναρχικού ιδεώδους, θεμελιωμένου με πιο στερεό τρόπο στην επιστήμη και τη φύση.

Ο ίδιος ο Ρεκλύ, προπάτορας αυτού που αργότερα ονομάστηκε από τον Μπούκτσιν κοινωνική οικολογία, υπήρξε φυσικά και κομμουνάρος (μέλος της Παρισινής Κομμούνας) κουβαλώντας ένα τουφέκι, που ποτέ δεν χρησιμοποίησε στη μάχη, για την υπεράσπιση του Παρισιού. Όταν συνελήφθη μετά την καταστολή της Κομμούνας, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε 10ετή εξορία, εξέλιξη που ενίσχυσε τον ριζοσπαστισμό του και κατέστησε εντελώς αδύνατο για αυτόν να δουλέψει εντός του συστήματος ξανά. Ο ίδιος επέλεξε την Ελβετία για την εξορία του, στην οποία είχαν διαφύγει πολλοί κομμουνάροι.

Ο Ρεκλύ παρότι κατείχε ένα διεθνές ανάστημα ως γεωγράφος, δεν άνηκε σε καμία σχολή ή κόμμα. Υποστήριζε τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τις απελευθερωτικές συνέπειες της επιστήμης, όπως τη συγκρότηση της θεωρίας της αλληλοβοήθειας. Η στροφή προς την επιστήμη του Ρεκλύ και του Κροπότκιν αποτέλεσαν σταθμό στον ευρωπαϊκό αναρχισμό. Υπήρξε ευρύτερος, εκπληκτικά ανεκτικός στην προθυμία του να σχετίζεται και με μη αναρχικούς ανθρώπους. Έγραψε χαρακτηριστικά: “Όσο για τους αναρχικούς, εμείς ποτέ δεν πρόκειται να διαχωρίσουμε τους εαυτούς μας από τον κόσμο για να χτίσουμε ένα εκκλησάκι κρυμμένο σε κάποια μεγάλη έρημο. Εδώ είναι το πεδίο της μάχης, και παραμένουμε στις θέσεις μας έτοιμοι να δώσουμε τη βοήθειά μας όπου μπορεί να χρειάζεται περισσότερο. …[Ο]ύτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε συγγραφείς της δυστυχίας μας δίνοντας την ψήφο και την επιρροή μας σε υποψήφιο. Είναι εύκολο για εμάς να μη δεχτούμε τίποτα από την εξουσία, να μην αποκαλέσουμε κανέναν ‘αφέντη’, αλλά ούτε και να ονομάσουμε ‘αφεντικό’ τον εαυτό μας. Ας παραμείνουμε στις θέσεις μας ως απλοί πολίτες και ας διατηρήσουμε αποφασιστικά και σε κάθε περίσταση της ποιότητα του ίσου μεταξύ των πολιτών”. (Elisée Reclus, “An Anarchist on Anarchy” on Contemporary Review (τ. 45, 1884).

Ακολουθεί το κείμενο του Σταύρου Καραγεωργάκη (περιοδικό Ευτοπία, τεύχος 21ο, Οκτώβρης 2012):

ΕΛΙΖΕ ΡΕΚΛΥ: ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ

Το όνομα του Ελιζέ Ρεκλύ δεν είναι σίγουρα το πρώτο που συναντά κάποιος ο οποίος μελετά τον αναρχισμό. Ενώ κυκλοφορούν σε πάρα πολλές γλώσσες μεταφρασμένα κείμενα των Μπακούνιν και Κροπότκιν, δεν συμβαίνει το ίδιο με του Ρεκλύ. Ακόμα και οι μελετητές της αναρχικής σκέψης και δράσης ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με τον Ρεκλύ, σε σχέση με τους δύο ρώσους αναρχικούς. Το κενό αυτό φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστούμε ότι ο Ελιζέ Ρεκλύ συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που γοητεύουν: θεωρητικός, οργανωτής, επαναστάτης του οδοφράγματος, επιστήμονας διεθνούς κύρους. Μια απάντηση γύρω από την παραμέληση του γάλλου αναρχικού δίνει ο ιστορικός του αναρχισμού George Woodcock, γράφοντας ότι ο Ρεκλύ απέφυγε επιμελώς να γίνει έμβλημα του αναρχισμού όπως άλλοι, διατηρώντας πάντα ένα χαμηλό προφίλ και παραμένοντας ένας σύντροφος ανάμεσα σε άλλους συντρόφους.1 Σ’ αυτό συναινούν πολλές μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρουν ότι επρόκειτο για έναν σεμνό αγωνιστή, που προσπαθούσε να αποφεύγει την αυτοπροβολή και αναλάμβανε την οποιαδήποτε αποστολή, όσο ασήμαντη κι αν ήταν.2

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Ρεκλύ γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1830 σε μια μικρή πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Γιος ενός πάστορα, και ένα από τα δεκατέσσερα παιδιά της οικογένειας Ρεκλύ.3 Η μητέρα, η οποία προέρχονταν από μια ευκατάστατη οικογένεια ίδρυσε σχολείο στο οποίο δίδασκε η ίδια. Απ’ αυτήν την οικογένεια θα ξεπηδήσουν κάποια πολύ ανήσυχα μυαλά και δύο σπουδαίοι αναρχικοί. Όχι μόνο ο Ελιζέ Ρεκλύ, αλλά και ο αδερφός του Ελί Ρεκλύ, σημαντικός συνοδοιπόρος του Ελιζέ, υπήρξε αναρχικός και ανθρωπολόγος. Γι’ αυτά τα δύο αδέρφια θα γράψει το 1871 ο Μπακούνιν «δύο λόγιοι και ταυτοχρόνως οι πιο σεμνοί, ευγενικοί, ανιδιοτελείς, γνήσιοι κι αφοσιωμένοι στις βασικές τους αρχές».4 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιβάλλον που μεγαλώνουν τα παιδιά –αν και θρησκευτικό– δεν φαίνεται να είναι ασφυκτικό, χάρη στον εξαιρετικό πατέρα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ιστορία που αναφέρει ο Κροπότκιν για τον πατέρα Ρεκλύ:

Μια μέρα, ενώ βρισκόταν στην ηλικία των 70, είδε στα χωράφια έναν νέο χωρικό που έθαβε ένα άλογο που είχε πεθάνει από τη νόσο του άνθρακα. «Είσαι νέος», είπε ο γέροντας «και ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου. Εγώ είμαι γέρος. Γύρνα σπίτι! Θα θάψω εγώ το ζώο». Ο χωρικός αρνήθηκε ενώ αυτός επέμεινε· και δούλεψε με το φτυάρι μόνος του όλη την ημέρα. Το σούρουπο το βαρύ ζώο είχε θαφτεί.5

Η ελευθερία που έπνεε στο σπίτι των Ρεκλύ φαίνεται ότι τελικά νίκησε το θρησκευτικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεκατρία από τα δεκατέσσερα παιδιά (με εξαίρεση την Νοεμί) καταλήγουν στην αθεΐα.6

Μάλιστα, εκτός από τα αδέρφια Ελιζέ και Ελί που ασπάζονται τον αναρχισμό, ο Πωλ Ρεκλύ, γιος του Ελί, θα ασχοληθεί με το πολιτικό έργο του πατέρα και του θείου και θα σώσει ένα σημαντικό αρχείο. Ακόμα και ο Ζακ, γιος του Πωλ (εγγονός του Ελί), έζησε για χρόνια στην Κίνα και συνέβαλε στην εκεί διάδοση των αναρχικών ιδεών.7

Ο επιστήμονας

Ο Ρεκλύ ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους γεωγράφους του 19ου αιώνα. Αν και ο πατέρας είχε στείλει τα αδέρφια Ελί και Ελιζέ να σπουδάσουν θεολογία, προκειμένου να γίνουν προτεστάντες ιερείς, αυτοί εγκατέλειψαν τις σπουδές τους και το Μοντομπάν, και καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής με τα πόδια έφτασαν στο Βερολίνο προκειμένου να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του γεωγράφου Καρλ Ρίττερ (Carl Ritter). Ο Ελιζέ γράφει στον αδερφό του Ελί το 1855:

(…) η μοναδική μου σοβαρή μελέτη είναι η γεωγραφία, και θεωρώ πολύ καλύτερο να παρατηρώ τη φύση από κοντά παρά να τη φαντάζομαι μέσα στο σπουδαστήριο. Καμιά με αυτόν τον τρόπο ωραία περιγραφή δεν μπορεί να είναι αληθινή, αφού δεν μπορεί να αναπαράγει τη ζωή του τοπίου, τη ροή των υδάτων, το θρόισμα των φύλλων, το κελάιδισμα των πουλιών, την ευωδία των λουλουδιών…8

Η αρχική φυσιολατρική στάση του Ρεκλύ στην πορεία σχηματοποιείται σε μια ολιστική αντίληψη για τη φύση, με την παρατήρηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ειδών και των οικοσυστημάτων. Στην πορεία, ο Ρεκλύ θα συμπεριλάβει το φιλοπεριβαλλοντικό σ’ εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να διέπουν την αναρχική κοινωνία. Όπως το θέτει ωραία ο Graham Purchase, το όραμά του Ρεκλύ αντιπροσωπεύει μια «σύγχρονη, επιστημονικώς καταρτισμένη και πραγματικά συνολική σύλληψη της κοινωνικο-οικολογικής αρμονίας: καλώντας την ανθρωπότητα να φτιάξει τις πόλεις και τις βιομηχανίες της σε συμφωνία με τη φυσική και τοπική βιογεωγραφία της Γης, και δουλεύοντας ενωμένα για μια παγκόσμια ομοσπονδία οικολογικών περιοχών».9

Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι δύο –Ρεκλύ και Κροπότκιν– από τους τέσσερις πιο σημαντικούς αναρχικούς του 19ου αιώνα ήταν γεωγράφοι. Ο Ρεκλύ παρέμενε ένας ακούραστος γεωγράφος που ταξίδευε συνεχώς προκειμένου να εργάζεται. Το έργο του τεράστιο, με πιο εντυπωσιακό την 19τομη Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία, η οποία δημοσιεύτηκε σε διάστημα 19 ετών, δηλαδή μεταξύ 1875 και 1894, και του εξασφάλισε τη διεθνή καταξίωση. Για την ολοκλήρωση αυτού του τιτάνιου έργου ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κολομβία και πολλές ακόμα χώρες. Πέρασε και από την Ελλάδα. Πάντως τα στοιχεία που δίνει στο κεφάλαιο για την Ελλάδα από την Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία –το οποίο περιλαμβάνεται σ’ αυτό το αφιέρωμα– δείχνει ότι γνώριζε καλά και την πολιτική κατάσταση της χώρας.10

Ο Νεττλάου αναφέρει ότι στις 6 Απριλίου του 1883 βρίσκεται στη Σμύρνη, όπου και εντυπωσιάζεται από τη φιλοξενία των Ελλήνων. Χαρακτηρίζει μάλιστα τους Τούρκους ως τον «πιο καθυστερημένο λαό της γης» λόγω της έντονης θρησκευτικότητάς τους. Αυτός ο χαρακτηρισμός του μάλλον απηχεί και τις αντι-οθωμανικές τάσεις των επαναστατικών κύκλων της εποχής που εναντιώνονταν στον ανατολίτικο δεσποτισμό, και κάποιοι εκ των οποίων πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (μεταξύ των οποίων και ο Τσιπριάνι). Από εκεί θα περάσει στην Αθήνα, την Κόρινθο και την Κέρκυρα.11 Το συνολικό γεωγραφικό έργο του Ρεκλύ περιλαμβάνει κάποιες χιλιάδες σελίδες. Εκτός από την 19τομη Γεωγραφία έγραψε επίσης δεκάδες άρθρα και βιβλία, μεταξύ των οποίων η Ιστορία ενός βουνού και το τρίτομο Ο άνθρωπος και η Γη. Γνωρίζουμε ότι για την παραγωγή αυτού του τεράστιου επιστημονικού έργου ο Ρεκλύ δούλευε ακούραστα από τις 6 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ.12 Ως επιστέγασμα της επιστημονικής του δουλειάς, το 1892 η Γεωγραφική Εταιρία του Παρισιού τού απένειμε το βασιλικό χρυσό μετάλλιο για τη συνολική του προσφορά.

Ο αναρχικός

Ο Ρεκλύ διαβάζει Προυντόν και γοητεύεται από τον αναρχισμό. Αποκάλεσε τον εαυτό του αναρχικό για πρώτη φορά το 1851, σε ηλικία των 21 ετών.13 Είναι η χρονιά που δημοσιεύει το άρθρο «Development of Liberty in the World,» κείμενο που αναπτύσσει τις πρώτες πολιτικές του απόψεις. Έκτοτε, ο Ρεκλύ αναπτύσσει συστηματική αναρχική δράση, δημοσιεύοντας κείμενα, συμμετέχοντας σε δράσεις, ενώ δεν παραλείπει να συναντήσει και να συνάψει σχέσεις με τα μεγάλα ονόματα της αναρχικής σκέψης, τον Προυντόν και τον Μπακούνιν. Ο Ρεκλύ γνώρισε τον Μπακούνιν το 1864, και έκτοτε διατήρησαν επαφές. Φαίνεται επίσης να συνδέθηκε και με το σχέδιο της μυστικής Διεθνής Αδελφότητας που οργάνωνε ο δεύτερος. Είναι πιθανό, όπως αναφέρει ο Dana Ward, η επίδραση του Μπακούνιν να σκλήρυνε κι άλλο τις αναρχικές του πεποιθήσεις, οδηγώντας τον περισσότερο στη δράση.14 Γνωρίζουμε άλλωστε πόση μεγάλη επίδραση ασκούσε στους αναρχικούς οι επαφές τους με τον χειμαρρώδη Μπακούνιν.

Μάλιστα, ο Ρεκλύ είχε επαφές και με τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος επέμενε στον εκδότη του να ανατεθεί στον γεωγράφο η μετάφραση του Κεφαλαίου του στα γαλλικά. Μετά τον θάνατο του Μπακούνιν όμως, όταν ο Ρεκλύ είχε γίνει πλέον μια από τις σημαίνουσες μορφές του αναρχικού κινήματος, ο Μαρξ φαίνεται να δυσπιστεί απέναντί του. Πράγματι, ήταν ευρέως γνωστό ότι ο Ρεκλύ διατηρούσε επαφές με τον Μπακούνιν, κάτι που το μαρτυρούν άλλωστε και οι αστυνομικές αναφορές της εποχής.15 Μάλιστα ο Ρεκλύ διάβασε επικήδειο στην κηδεία του πρώτου και υπήρξε μέλος διεθνούς επιτροπής για την έκδοση των γραπτών του. Ο Ρεκλύ μαζί με τον Καφιέρο ήταν αυτοί που ονόμασαν Θεός και Κράτος κάποια χειρόγραφα που κυκλοφόρησαν στα γαλλικά ως μπροσούρα το 1882,16 κάνοντας ευρέως γνωστή τη σκέψη του Μπακούνιν. Αυτό άλλωστε θεωρείται σήμερα και το πιο γνωστό βιβλίο του Μπακούνιν. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νεττλάου για την έκδοση αυτή, ο Ρεκλύ «και τις δύο φορές που άπλωσε τα χέρια του στις μπερδεμένες δεσμίδες χειρογράφων, το 1878 και το 1880, ήταν επιτυχημένες, φέρνοντας στο φως ένα απόσπασμα για την Κομμούνα και αυτό που ο ίδιος ονόμασε Dieu et l’ Etat (Θεός και Κράτος)».17

Βαθιά φιλία όμως φαίνεται ότι συνέδεε τους δύο αναρχικούς γεωγράφους, τον Ρεκλύ και τον Κροπότκιν. Οι δύο τους πάντα συνεργάζονταν, αλληλογραφούσαν συνεχώς (δυστυχώς ο Κροπότκιν κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας τους για λόγους ασφαλείας18) και πέρασαν και ένα διάστημα μαζί στο Κλάρενς, για το οποίο δημοσιεύουμε σ’ αυτό το αφιέρωμα και το άρθρο «Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881» του Dana Ward.19 Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρεκλύ έσπευσε να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του Κροπότκιν –τη Σοφία– αμέσως μετά τη δεύτερη σύλληψη του συντρόφου της, οι οποίοι μάλιστα πενθούσαν τον θάνατο του αδερφού της που είχε πεθάνει λίγες ώρες πριν.20 Μάλιστα και ο αδερφός του Ελιζέ, ο Ελί, συμπαραστάθηκε στη Σοφία, και τη φιλοξενούσε στο σπίτι του στο Παρίσι όλο το διάστημα που ο Κροπότκιν ήταν φυλακισμένος στο Clairvaux, μια μικρή επαρχία δίπλα στην γαλλική πρωτεύουσα. Η Σοφία είχε προτιμήσει να μετακομίσει εκεί, προκειμένου να μπορεί να βλέπει τον Κροπότκιν στο επισκεπτήριο (τον πρώτο χρόνο τής επέτρεπαν να τον βλέπει μία φόρα το δίμηνο!).21

Πολύ σημαντική άλλωστε ήταν και η συνεισφορά του Ρεκλύ στη διεύθυνση αλλά και την υλική στήριξη της εφημερίδας Le Revolté, μετά τη σύλληψη του Κροπότκιν. Αργότερα ο ίδιος θα ζητήσει από τον Jean Grave22 να πάει στη Γενεύη για να αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας.23 Η επιλογή του Ρεκλύ αποδείχτηκε ορθή, αφού με τη διεύθυνση του Grave το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας απογειώθηκε, φτάνοντας για παράδειγμα τα 6.000 φύλλα για το τεύχος 42, τον Ιούλιο του 1889.24

Ποιο ήταν όμως το γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση των αναρχικών απόψεων του Ρεκλύ; Είναι αναμφίβολα η συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, δηλαδή 20 χρόνια αφότου είχε αποκαλέσει τον εαυτό του «αναρχικό». Το 1871, λοιπόν, συμμετέχει στην κομμούνα μαζί με τα αδέρφια του Ελί και Πωλ. Ωστόσο μόνο αυτός από τα τρία αδέρφια θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στις φυλακές, μαζί με άλλους κομμουνάρους, μετά από μια πορεία μέσω Βερσαλλιών προκειμένου να διαπομπευτούν. Να πώς περιγράφει την πορεία ο Ρεκλύ σε γράμμα που έστειλε στον Κροπότκιν:

Καθώς εμείς πατήσαμε το πόδι μας στις Βερσαλλίες, το πλήθος των αστών με τις κυρίες του μας υποδέχτηκε με κάθε είδους προσβολές, ενώ εμείς, με δεμένα τα χέρια, τραβιόμασταν μακριά τους. Ένας άντρας –εγώ νόμισα ότι αναγνώρισα σε αυτόν ένα μέλος της… [μιας εταιρίας λογίων]– μου έδωσε ένα σφοδρό κτύπημα στο κεφάλι και φώναξε: ω, ο αχρείος! Η γυναίκα του με χτύπησε με την ομπρέλα της. Μετά απ’ όλη την καταπόνηση της προηγούμενης νύχτας, έπεσα λιπόθυμος…25

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή ο Ρεκλύ βίωσε πολύ δύσκολες στιγμές αφού οι συνθήκες ήταν πέρα για πέρα απάνθρωπες·26 Κατάφερε όμως κι εκεί να μη χάσει το ενδιαφέρον του για τη γεωγραφία και την πολιτική. Μέσα στη φυλακή παρέδιδε μαθήματα ανάγνωσης, γεωγραφίας και αγγλικών στους συγκρατούμενούς του. Στη δίκη του καταδικάζεται σε 10ετή εξορία και τον Μάρτιο του 1872 27 απελευθερώνεται και εξορίζεται στην Ελβετία, μετά από διεθνή κινητοποίηση για την απελευθέρωσή του μέσω της συλλογής υπογραφών από επιστημονικές εταιρίες. Μεταξύ των ανθρώπων που υπέγραψαν για την απελευθέρωση του Ρεκλύ ήταν ο Δαρβίνος και ο Γουάλας (A.R. Wallace). Τότε, ο Ρεκλύ ήταν ήδη αρκετά γνωστός για το γεωγραφικό του έργο και κάποια κείμενά του είχαν μεταφραστεί ήδη σε άλλες γλώσσες. Μετά την απελευθέρωσή του αναπτύσσει πολύ σημαντική πολιτική δράση ως εξόριστος στην Ελβετία αφού εκεί έρχεται σε επαφή με την Ομοσπονδία της Γιούρα και γίνεται ένα από τα βασικά της μέλη.28

Ωστόσο, αξίζει να δούμε τώρα και τη συμβολή του Ρεκλύ στην ίδια την εξέλιξη της αναρχικής θεωρίας. Ο Ρεκλύ ήταν ένας απ’ αυτούς που διαμόρφωσαν την αναρχική θεωρία, και συγκεκριμένα το ρεύμα του αναρχοκομμουνισμού, και γι’ αυτό έχει δίκιο η Fleming που υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι απλώς ακολούθησε το ρεύμα του μπακουνισμού.29 Ο Ρεκλύ χρησιμοποίησε τον όρο «αναρχοκομμουνισμός» πρώτη φορά δημοσίως τον Μάρτιο του 1876,30 ενώ ένα μήνα πριν, ο Φρανσουά Ντυμαρτερέ (Francois Dumartheray) είχε αναφέρει –μάλλον για πρώτη φορά– τον όρο «αναρχικός κομμουνισμός» σε μπροσούρα που κυκλοφόρησε στην Γενεύη για λογαριασμό μιας ομάδας προσφύγων από τη Λυών, και έφερε τον τίτλο «Προς τους χειρώνακτες εργαζομένους οπαδούς της πολιτικής δράσης».31 Την ίδια χρονιά ο όρος χρησιμοποιήθηκε και υπερασπίστηκε από το ιταλικό τμήμα της διεθνούς και συγκεκριμένα από τους Μαλατέστα, Καφιέρο και Κόστα.32 Μάλιστα ο Κροπότκιν σε μια επιστολή του παραδέχεται ότι συμφώνησε με τον Ρεκλύ και τον Καφιέρο να χρησιμοποιούν και στην εφημερίδα Le Revolté (Ο Εξεγερμένος) τον όρο «κομμουνιστές αναρχικοί».33

Το κείμενο «Η αναρχία από έναν αναρχικό»(1884) χαρακτηρίζεται από τον Νεττλάου ως η πρώτη πρωτότυπη δημοσίευση στα αγγλικά του ρεύματος του αναρχοκομμουνισμού.34 Εκεί, χωρίς να έχουμε πραγματικά μια συστηματική παρουσίαση αυτού του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, δίνονται κάποιες γενικές γραμμές, κυρίως μέσα από την κριτική που ασκείται στα δεινά που επιφέρει ο καπιταλισμός. Υπάρχει όμως ένα γενικό όραμα της αναρχοκομμουνιστικής κοινωνίας:

Οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές το έχουν αισθανθεί· και μετά από κάθε προσωρινό θρίαμβο η γενναιοδωρία του νικητή εξάλειφε τις απειλές του παρελθόντος. Είναι ένα σταθερό γεγονός ότι σε όλα τα σημαντικά λαϊκά κινήματα, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο όνομα κάποιας ιδέας με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, και πάνω απ’ όλα, με την αίσθηση μιας νέας αξιοπρέπειας, η ψυχή γεμίζει με ανώτερα και πλούσια συναισθήματα. Τη στιγμή που η αστυνομία, τόσο η πολιτειακή όσο και η αστική, παύει τα καθήκοντά της και οι μάζες γίνονται οι κύριοι των δρόμων, η ηθική ατμόσφαιρα αλλάζει, ο καθένας αισθάνεται τον εαυτό του υπεύθυνο για την ευημερία και την ικανοποίηση όλων. Η παρενόχληση ατόμων γίνεται σχεδόν ανήκουστη, ακόμη και οι επαγγελματίες εγκληματίες σταματούν τη θλιβερή σταδιοδρομία τους, διότι και αυτοί αισθάνονται ότι κάτι σπουδαίο κινείται στον αέρα.

Αχ! Αν οι επαναστάτες, αντί να υπακούν μιαν αόριστη ιδέα, όπως έκαναν σχεδόν πάντα στο παρελθόν, είχαν διαμορφώσει έναν σαφή στόχο, ένα μελετημένο σύστημα κοινωνικής καθοδήγησης, εάν είχαν θελήσει να θεσπίσουν μια νέα κατάσταση στην οποία κάθε πολίτης μπορεί να είχε τη σιγουριά για το ψωμί, τη δουλειά, την εκπαίδευση και την ελεύθερη ανάπτυξη της ύπαρξής του, τότε δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος να ανοίξουν διάπλατα όλες οι πύλες των φυλακών και να πουν στους δυστυχείς τους οποίους έκλεινε μέσα: «Πηγαίνετε, αδελφοί και αδελφές και μην αμαρτήσετε πια».35

Το κείμενο αυτό πάντως έχει πολλαπλή χρήση. Αποσκοπεί στο να ξεκαθαρίσει τι είναι αναρχία, αλλά κυρίως στο να καταδικάσει την αδικία, την ανισότητα, τη φτώχεια και την εκμετάλλευση που βλέπει ο Ρεκλύ στο καπιταλιστικό κράτος, τον παραλογισμό και τη δουλοπρέπεια που συνεπάγεται η μοναρχία, την εξαθλίωση που φέρνει η φεουδαρχία. Επίσης στηλιτεύει τη χριστιανική ηθική, αντιπαρατάσσοντας τη χριστιανική ελεημοσύνη με την σοσιαλιστική αδερφοσύνη. Με λίγα λόγια το κείμενο, όπως είναι λογικό, κινείται στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής κριτικής στην κεφαλαιοκρατία του 19ου αιώνα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι είναι γραμμένο από την αναρχική σκοπιά.

Το δεύτερο σημαντικότερο κείμενο του Ρεκλύ είναι το «Εξέλιξη και Επανάσταση» (1880), το οποίο σημειώνει σειρά επανεκδόσεων ως μπροσούρα, και θα αποτελέσει τη βάση για το βιβλίο Η εξέλιξη, η επανάσταση και το αναρχικό ιδεώδες (1897). Το κείμενο αυτό μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο και δημοσιεύτηκε σε μορφή χειρογράφου από την εφημερίδα Επί τα Πρόσω.36 Σ’ αυτό το κείμενο ο Ρεκλύ, μεταξύ άλλων, τονίζει την εμπιστοσύνη του στον ρόλο των επιστημών· για την ακρίβεια, ο Ρεκλύ στο «Εξέλιξη και επανάσταση» προσπαθεί κατά κάποιον τρόπο να επιστημονικοποιήσει τον αναρχισμό, δείχνοντας τη σύνδεση μεταξύ εξέλιξης και της επανάστασης. Οι επιστήμες, αναφέρει ο Ρεκλύ σ’ αυτό το κείμενο, προσφέρουν νέες γνώσεις οι οποίες είναι χρήσιμες για όλους. Ακόμα και αν θέλει η άρχουσα τάξη να κρατήσει την γνώση για τον εαυτό της, αυτό είναι αδύνατο, έτσι το αποτέλεσμα των επιστημονικών ανακαλύψεων είναι ανοιχτό και στους εργάτες, σημειώνει ο γάλλος συγγραφέας στο συγκεκριμένο άρθρο του. Το κείμενό του μάλιστα κλείνει με έναν τρόπο που τονίζει για ακόμη μια φορά την σύνδεση, στη σκέψη του Ρεκλύ, της επαναστατικής αλλαγής με τη γνώση και την επιστημονική πρόοδο:

(…) η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα γονατισμένη και συντετριμμένη. Εάν το κεφάλαιο συνεχίσει να υπάρχει, τότε θα έρθει ώρα να κλάψουμε για τη χρυσή εποχή της ανθρωπότητας. Εκείνη τη στιγμή κοιτάζοντας προς τα πίσω θα δούμε την αγάπη, τη συναδέλφωση και την ελπίδα, που πλημμύρισαν τη γη με χαρά και με γλύκα, να χάνονται σαν ένα φως που σβήνει σιγά-σιγά. Όσον αφορά εμάς που συνηθίζουν να μας αποκαλούν «οι σύγχρονοι βάρβαροι», η επιθυμία μας είναι η δικαιοσύνη για όλους. Τι παλιάνθρωποι που είμαστε να απαιτούμε για όλους όσους πρόκειται να γεννηθούν τα μέσα αυτοσυντήρησης, την ελευθερία και την πρόοδο!37

Ο Ρεκλύ, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Μπακούνιν ο οποίος διατηρούσε μια επιφυλακτική στάση απέναντι στη σπουδαιότητα των επιστημών, όχι μόνο δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση το ίδιο το κύρος των επιστημών, αλλά και τη συμβολή τους στην επαναστατική αλλαγή, αλλά δεν παρέκλινε ποτέ και από το προσωπικό του επιστημονικό έργο. Η ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη του στις επιστήμες είναι και ένα από τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η Fleming στο άρθρο της “Μεταξύ θρησκείας και επιστήμης: ο αναρχικός Elisée Reclus”.38 «Επαγγελλόμαστε μια νέα πίστη», είπε το 1892, «και όταν αυτή η πίστη, που είναι μαζί και επιστήμη, γίνει η πίστη όλων όσων αναζητούν την αλήθεια, θα βρει τη θέση της στον πραγματικό κόσμο, αφού ο πρώτος νόμος της ιστορίας είναι ότι η κοινωνία διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ιδεώδη της».39

Φυσικά μιλώντας για την πολιτική θεωρία του Ρεκλύ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την υπεράσπιση από την πλευρά του μιας ηθικής εκτίμησης των άλλων ζώων. Ξέρουμε ότι, τουλάχιστον από 25 χρόνων, ήταν χορτοφάγος40 και ότι διατήρησε αυτές τις διατροφικές του συνήθειες μέχρι τον θάνατό του, αν και το κείμενό του για τη χορτοφαγία δημοσιεύτηκε πολύ αργά, όταν ήταν 71 ετών.41 Γι’ αυτόν, ο σεβασμός των μη ανθρώπινων ζώων ήταν κάτι αξεδιάλυτο από την υπεράσπιση της αναρχικής κοινωνίας:

«Όσον αφορά εμένα, περιλαμβάνω και τα ζώα στο ιδεώδες μου για τη σοσιαλιστική αλληλεγγύη».42

Δεν παραβλέπει ωστόσο το δέσιμο των ανθρώπων με την κτηνοτροφική παραγωγή, γι’ αυτό στο κείμενό του «Η αναρχία από έναν αναρχικό» δεν την αποκλείει από την αναρχική κοινωνία.

Οι γάμοι του και θάνατός του

Ο Ρεκλύ, παρά τον πλούτο της πολιτικής του δράσης και του επιστημονικού του έργου, δεν ήταν ένας ερημίτης. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος Κλαρίς πέθανε πολύ νωρίς, ωστόσο έκανε μ’ αυτήν δύο κόρες. Η δεύτερή του γυναίκα Φάννυ πέθανε από επιλόχειο πυρετό (το 1874) και κατόπιν πέθανε και το παιδί. Η τρίτη σύζυγος του Ρεκλύ, η Ερμάνς, υπήρξε βοτανολόγος και εντομολόγος και τον συνόδευε σε όλα τα ταξίδια που έκανε προκειμένου να γράψει την Νέα Παγκόσμια Γεωγραφία. Ο Ρεκλύ ήδη από το 1880 είχε αρχίσει να έχει προβλήματα με την καρδιά του. Το 1904, μετά το θάνατο του αδερφού του, τον ταλαιπωρούσε έντονα η στηθάγχη. Τελικά, πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1905. Όπως είχε ζητήσει πριν από τον θάνατό του, θάφτηκε δίπλα στον αδερφό του τον Ελί και δεν έγινε καμία απολύτως εκδήλωση για την κηδεία του, στην οποία παρέστη μόνο ο ανιψιός του Πωλ (γιος του Ελί).

Ας κλείσουμε με λίγα λόγια του Κροπότκιν για τον Ρεκλύ:

Τελικά γι’ αυτόν, ο οποίος γνώριζε τόσο καλά όλα τα διασκορπισμένα έθνη πάνω στη Γη, τα οποία μας δείχνουν τα στάδια που διανύει η ανθρωπότητα, και ο οποίος μπορούσε να διατηρεί μέσα στο πνεύμα του το μακρύ δρόμο των μαρτυρίων της ανθρωπότητας, γι’ αυτόν η Αναρχία δεν ήταν απλά το όνειρο ενός ερωτευμένου. Αυτή ήταν το τέλος, το κλειδί της ιστορίας της ανθρωπότητας, της επιστήμης.43

Εργογραφία του Ρεκλύ στα ελληνικά

Καφιέρο, Κάρλο & Ρεκλύ, Ελιζέ, “Πρόλογος,” στο Μπακούνιν, Μιχαήλ, Θεός και Κράτος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1986, σσ. 17-20.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Εξέλιξις και εξέγερσις,” Επί τα Πρόσω, χειρόγραφο, 1890 ή 1898.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Περί χορτοφαγίας,” Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 56-61.

Ρεκλύ, Ελιζέ, “Ποινή του θανάτου,” στο De Sechelles, Αι καταχρήσεις της ποινικής δικονομίας, Αθήνα, 1880, σσ. 121-132.44

Για τον Ρεκλύ στα ελληνικά:

Καραγεωργάκης, Σταύρος, “Ο χορτοφάγος Ελιζέ Ρεκλύ, Εισαγωγικά σχόλια για το άρθρο «Περί χορτοφαγίας» του Ρεκλύ”, Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 52-55.

Νεττλάου, Μαξ, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Νεττλάου, Μαξ, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005: Πολύ σημαντική βιογραφία που στηρίχτηκε στην αλληλογραφία (κυρίως με τον αδερφό του επίσης αναρχικό Ελί Ρεκλύ) και τα έργα του Ρεκλύ, αλλά και με συνεντεύξεις που πήρε ο Νεττλάου από συγγενικά πρόσωπα του γάλλου γεωγράφου. Στην αποτελεσματικότητα βέβαια αυτού του έργου συνετέλεσε το γεγονός ότι ο Νεττλάου ήταν σχεδόν σύγχρονος του Ρεκλύ, κάτι που διευκόλυνε το έργο του.

Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988: Όχι τόσο εκτενής και λεπτομερειακή βιογραφία, όπως του Νεττλάου, σε κάθε περίπτωση όμως πιο ολοκληρωμένη δουλειά καθώς η συγγραφέας αξιοποίησε ένα διαφορετικό πλήθος πληροφοριών απ’ αυτό του Νεττλάου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι χρησιμοποιεί ως πηγές και τα αστυνομικά αρχεία, τα οποία παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον μιας και η αστυνομία συνέλλεγε εξόχως ενδιαφέρουσες πληροφορίες τόσο για την προσωπική, όσο και για την πολιτική, ζωή του Ρεκλύ, του Κροπότκιν, και άλλων αγωνιστών.

Clark, John P. & Martin, Camille (eds.), Anarchy, geography, modernity: The radical social thought of Elisée Reclus, Lexington Books, Maryland, 2004: Ο γνωστός αναρχικός θεωρητικός και πρώην κοινωνικός οικολόγος John Clark συνυπογράφει αυτό το βιβλίο, όπου το πρώτο μισό περιέχει πρωτότυπα κείμενα μελέτες για το έργο του Ρεκλύ και το δεύτερο επιλεγμένα κείμενα του ίδιου του γάλλου αναρχικού.

Ιshill, Joseph, Elisée and Elie Reclus: In Memoriam, Oriole Press, Berkeley Heights, N.J., 1927: Εξαιρετικό αφιέρωμα στον Ρεκλύ που περιλαμβάνει κείμενα από πολλούς ανθρώπους που γνώριζαν ή μελέτησαν τον Ρεκλύ, μεταξύ των οποίων του Κροπότκιν, του Γκέντες, του Νεττλάου. Το βιβλίο είναι σπάνιο μιας και τυπώθηκε σε μόλις 290 αντίτυπα και περιέχει πλήθος εξαιρετικά σημαντικών φωτογραφιών της οικογένειας Ρεκλύ. Όλο το υλικό υπάρχει στο διαδίκτυο από το Anarchy Archives του Dana Ward: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bright/reclus/ishill/frontpiece.html

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Woodcock, George, “Elisee Reclus: An Introduction,” στο Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988, σσ. 11-12.
2 Ward, Dana, “Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881,” στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
3 Ο Νεττλάου αναφέρει τα ονόματα δεκατριών παιδιών, γράφοντας όμως ότι ο Πωλ Ρεκλύ υποστήριζε ότι τα αδέρφια ήταν δεκατέσσερα. Ο Κροπότκιν ωστόσο σε μία από τις δύο νεκρολογίες που έγραψε για τον Ελιζέ Ρεκλύ υποστηρίζει ότι τα αδέρφια ήταν δώδεκα. Βλ. Nettlau, Max, Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας Αναρχικός και Λόγιος, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αγρίνιο, 2005, σ. 22, Kropotkin, Peter, “Elisee Reclus, Obituary,” The Geographical Journal, Vol. 26, No. 3 (Sep., 1905), σ. 337.
4 Nettlau, σ. 125.
5 Ishill, Joseph, Elisée and Elie Reclus: In Memoriam. Including: tributes, appreciations and essays by Elie Faure, Prof. Albert Heim, Jean Grave [and others]fragments, letters and woodcuts by Louis Moreau (Berkeley Heights, NY: Oriole Press, 1927), σ. 55. Παρατίθεται στο Ward, Dana, “Αλχημεία στο Κλάρενς: Κροπότκιν και Ρεκλύ, 1877-1881,” στο παρόν τεύχος.
6 Nettlau, σ. 24 (υποσημείωση).
7 Dirlik, Arif, “Vision and Revolution, Anarchism in Chinese Revolutionary Thought on the Eve of the 1911 Revolution,”Modern China, Vol. 12, No. 2(Apr., 1986), σ. 124 (υποσημείωση), Avrich, Paul, Anarchist Voices, An Oral History of Anarchism in America, AK Press, Oakland, 2005, σ. 408.
8 Nettlau, σ. 70.
9 Purchase, Graham, Anarchism and Ecology, Black Rose Books, Montreal-New York, 1997, σ. 56.
10 Reclus, Elisée, “Το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας” (1876). Δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
11 Nettlau, σ. 254.
12 Kropotkin, “Elisee Reclus, Obituary,”ό.π., σ. 343.
13 Fleming, Marie, The Geography of Freedom, The Odyssey of Elisee Reclus, Black Rose Books, Montreal-New York, 1988, σ. 21.
14 Ward, Dana, ό.π.15 Αυτή που ανέσυρε τα συγκεκριμένα αρχεία είναι η Fleming. Βλ. The Geogra-phy of Freedom, ό.π.
16 Για την ελληνική μετάφραση βλ. Μπακούνιν, Μιχαήλ, Θεός και Κράτος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1986.
17 Nettlau, σ. 205.
18 Nettlau, σ. 363.
19 Ward, ό.π.
20 Κροπότκιν, Πιότρ, Οι Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη, μτφρ. Γεωργία Γιαννακοπούλου & Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, σ. 254.
21 Woodcock, George & Avakumovic, Ivan, Peter Kropotkin, From Prince to Rebel, Black Rose Books, Montreal-New York, 1990, σ. 195.
22 Για τον Jean Grave βλέπε τη βιογραφία: Patsouras, Louis, The Anarchism of Jean Grave, Editor, Journalist and Militant, Black Rose Books, Montreal-New York, 2003.
23 Fleming, ό.π., σ. 137.
24 Nataf, Andre, Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στην Γαλλία (1880-1910), μτφρ. Γεώργιος Σπανός, Παπαδήμας, Αθήνα, 1994, σ. 146.
25 Nettlau, σ. 174.
26 Fleming, ό.π., σ. 84.
27 Fleming, σ. 82. Σύμφωνα με τον Κροπότκιν απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Βλ. Kropotkin, Peter, “Elisee Reclus, Obituary,” The Geo-graphical Journal, ό.π., σ. 339.
28 Fleming, ό.π., σ. 97.
29 Fleming, ό.π., σ. 102.
30 Nettlau, Μαξ, Ιστορία της Αναρχίας, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995, σσ. 162-3.
31 Για μια κατατοπιστική συλλογή περί αναρχοκομμουνισμού βλέπε: Συλλογικό, Αναρχοκομμουνισμός: Η διερεύνηση του μέλλοντος στο παρόν, Κόκκινο Νήμα, Αθήνα, 2004.
32 Για το αναρχικό ιταλικό τμήμα της πρώτης διεθνούς βλέπε: Pernicone, Nunzio, “Η ιταλική ομοσπονδία της διεθνούς (1872-1874), Ευτοπία 20, Οκτώβρης 2011, σσ. 46-66.
33 Woodcock, George & Avakumovic, Ivan, σ. 317-8.
34 Nettlau, σ. 249.
35 Reclus, Elisée, “Η αναρχία από έναν αναρχικό”, στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
36 Νούτσος, Παναγιώτης (επ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τόμος Α ́, Γνώση, Αθήνα, 1990, σ.σ. 159, 279.
37 Reclus, Elisée, “Εξέλιξη και επανάσταση”, μτφρ. Βασίλης Κορολής & Μάρι-ος Λωτός. Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.
38 Δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της Ευτοπίας.
39 Reclus, Elisée, Πρόλογος στο Κροπότκιν, Η Κατάκτηση του ψωμιού.
40 Από γράμμα στη μητέρα του στις 13 Νοεμβρίου του 1955. Βλ. Nettlau, σ. 80.
41 Δημοσιεύτηκε το 1901. Ελληνική μετάφραση: Ρεκλύ, Ελιζέ, “Περί χορτοφα-γίας,” Ευτοπία 18, Γενάρης 2010, σσ. 56-61.
42 Nettlau, σ. 261.
43 Nettlau, ό.π., σ. 366.
44 Υπάρχει αντίτυπο στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης.

*Εμείς πήραμε το κείμενο και τη φωτογραφία από εδώ: https://www.aftoleksi.gr/2023/07/04/elize-rekly-enas-paramelimenos-protoporos-tis-anarchias/?fbclid=IwAR16tTbQXEbFMwmSMMsXLe_4Hw3rGDaUxB2_y3MIjXaO-La...6I9nQ

elisee_reclus.jpg

Υγειονομική φροντίδα στον Ισ&a

Η υγειονομική φροντίδα στον Ισπανικό εμφύλιο - Μια σύντομη αναφορά

Πολλά έχουν γραφτεί για τον Ισπανικό εμφύλιο και θα συνεχίζονται να λέγονται διότι υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες να ειπωθούν, αλλά και γιατί δεν έχουν εξεταστεί επαρκώς. Πολλές φορές άγνωστες πτυχές, όχι τόσο προσιτές στο ευρύ κοινό δεν αναδεικνύονται ή παραλείπονται λόγω της ιδιαιτερότητας και της εξειδίκευσής τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η υγειονομική περίθαλψη κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να κάνω μια σύντομη αναφορά.

Αν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος στον οποίο οι απώλειες που προκλήθηκαν από άμεση στρατιωτική δράση ήταν περισσότερες από αυτές που προκλήθηκαν από ασθένεια, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι ήταν ο πρώτος στον οποίο οι απώλειες αμάχων ξεπέρασαν αυτές των μαχητών.

Οι συμπάθειες της εργατικής τάξης ήταν συντριπτικά προς τις διάφορες αριστερές ομάδες αλλά και τους αναρχικούς που αποτελούσαν την δημοκρατική πλευρά. Αυτό ίσχυε γενικά για τα αγγλόφωνα έθνη. Πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι ήταν μεταξύ εκείνων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από πολλές χώρες που πήγαν στην Ισπανία για να ενταχθούν στον Ρεπουμπλικανικό στρατό, σε αντίθεση με έναν μικρό αριθμό που, μερικές φορές υποκινούμενος από θρησκευτικό ζήλο, προσφέρθηκε εθελοντικά στους Εθνικιστές. Μεταξύ των πρώτων ήταν πολλοί γιατροί και νοσοκόμες, οι οποίοι συχνά υπηρέτησαν με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες ή με τις μονάδες ασθενοφόρων που είχαν δημιουργηθεί από την Ισπανική Επιτροπή Ιατρικής Βοήθειας ή με τον Ρεπουμπλικανικό στρατό.

Η εξέγερση που ξεκίνησε με το στρατιωτικό πραξικόπημα στο οποίο οι εθνικιστικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Φραντσίσκο Φράνκο, απέκτησαν σύντομα τον έλεγχο σημαντικών περιοχών της χώρας. Στον αντίποδα η δημοκρατική κυβέρνηση (Ρεπουμπλικάνοι) απάντησε συγχωνεύοντας την πολιτοφυλακή και τους ξένους εθελοντές σε έναν λαϊκό στρατό. Τι συνέβη όμως στον ιατρικό κλάδο;

Εκτός από την οργανωμένη στρατιωτική ιατρική, η οποία υποστήριξε σχεδόν εξ ολοκλήρου τους εθνικιστές από την αρχή, οι πολίτες γιατροί στην πλειονότητά τους συνέχισαν να ασκούν το επάγγελμά τους όπου κι αν βρίσκονταν κατά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, αδιαφορώντας για τις πολιτικές πεποιθήσεις των ασθενών τους. Αρκετοί δε εκτελέσθηκαν ως «ύποπτοι» από τους εθνικιστές επειδή θεωρείτο ότι ήταν Ελευθεροτέκτονες, αλλά και από το δημοκρατικό στρατόπεδο επειδή θεωρούνταν Καθολικοί. Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι η διάκριση μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ιατρικής είναι θολή και μπερδεμένη ειδικά στην δημοκρατική πλευρά γιατί τα κινητά νοσοκομεία του στρατού στην πρώτη γραμμή δέχονταν άρρωστους και τραυματισμένους πολίτες και οι τραυματίες στρατιώτες συχνά αναπτύσσονταν για να φυλάξουν πολιτικά νοσοκομεία.

Δεν χωράει αμφιβολία, όμως, ότι οι μεγαλύτερες πρόοδοι στην ιατρική πρακτική που προέκυψαν στον πόλεμο σχετίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με τη ρεπουμπλικανική πλευρά. Οι Ρεπουμπλικάνοι γνώρισαν τον πρώτο μαζικό αεροπορικό βομβαρδισμό αμάχων πληθυσμών. Επιπλέον, η Βαρκελώνη και η Μαδρίτη, τα δύο κέντρα με τις ισχυρότερες παραδόσεις επιστημονικών επιτευγμάτων στη χώρα, παρέμειναν στα χέρια της κυβέρνησης μέχρι τα τελευταία στάδια του πολέμου.

Οι τέσσερις κύριοι τομείς στους οποίους προχώρησε η ιατρική επιστήμη κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου είναι η θεραπεία τραυμάτων, η ανάπτυξη τραπεζών αίματος, η αντιμετώπιση ιατρικών ασθενειών (ειδικά σε σχέση με τον υποσιτισμό) και η οργάνωση ιατρικής υποστήριξης στις ένοπλες δυνάμεις.

Η διαχείριση των σοβαρών τραυματισμών συνδέεται άμεσα με το όνομα του Josep Trueta Raspall, ο οποίος στο ξέσπασμα του πολέμου είχε μόλις διοριστεί καθηγητής και επικεφαλής τμήματος χειρουργικής στο Hospital de la Santa Creu i Sant Pau στη Βαρκελώνη. Τον Μάρτιο του 1938, ιταλικά αεροσκάφη με βάση τη Μαγιόρκα βομβάρδιζαν τη Βαρκελώνη κάθε δύο ώρες για τρεις ημέρες, και το νοσοκομείο της Trueta φρόντισε 2200 θύματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Κατάγματα των μακριών οστών είχαν τρομακτικά ποσοστά γάγγραινας, ακρωτηριασμού και θανάτου.
Υπήρχαν τέσσερις βασικές αρχές της μεθόδου που επινόησε ο Trueta για τη διαχείρισή τους.
1.Άμεση χειρουργική επέμβαση: εφόσον ήταν δυνατόν, η χειρουργική επέμβαση λάμβανε χώρα εντός οκτώ ωρών, επομένως η οργάνωση της μεταφοράς στα χειρουργικά κέντρα ήταν ζωτικής σημασίας. Η χειρουργική επέμβαση συνίστατο σε καθαρισμό, με εκτομή όλων των νεκρών, μολυσμένων ή κατεστραμμένων ιστών και μυών, αλλά συνάμα και τη διατήρηση του δέρματος και των οστών όπου ήταν δυνατόν.
2.Καθαρισμός της πληγής: αυτό γινόταν με σαπούνι και νερό και μια βούρτσα νυχιών, με λίγο βάμμα ιωδίου. Αν και ο πόλεμος συνέπεσε με την εισαγωγή σουλφοναμιδίων, ο Trueta φαίνεται να χρησιμοποίησε σουλφανιλαμίδη μόνο στην μειοψηφία περιπτώσεων.
3.Επίδεση τραυμάτων: με στεγνή, αποστειρωμένη γάζα.
4. Αντιμετώπιση καταγμάτων: Ακινητοποίηση σε γύψο μέχρι να γίνει ένωση. Ο γύψος άλλαζε μόνο εάν γινόταν υγρός και μαλακός ή δύσοσμος.
Ως αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήταν ότι σε σύνολο 1073 τραυματιών υπήρχαν μόνο έξι θάνατοι και 976 «καλά αποτελέσματα» όσον αφορά τη διατήρηση και τη λειτουργία των άκρων, μια δραματική βελτίωση σε σχέση με το παρελθόν. Το έργο του έφερε επανάσταση στην ορθοπεδική πρακτική και έσωσε αμέτρητεςα ζωές στις πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν διεθνώς.
Εκτός από την τραυματολογία υπήρξε αναμφισβήτητη πρόοδος στη τεχνική της μετάγγιση αίματος. Και εδώ οι μέθοδοι έκυψαν από τους βομβαρδισμούς της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης και τις μάχες γύρω από τη Μαδρίτη. Ο Καναδός κομμουνιστής χειρουργός Norman Bethune και ο γενικός ιατρός Reginald Saxton, έκαναν ηρωικές προσπάθειες για να διασφαλίσουν ότι αίμα ήταν διαθέσιμο για επείγουσα χρήση στα νοσοκομεία της πρώτης γραμμής των Ρεπουμπλικανών αλλά και για την ασφαλή χορήγησή του. Όμως, ήταν ο Καταλανός Frederico Durán Jordá, ο οποίος αντιλήφθηκε πρώτος την κρίσιμη σημασία της ύπαρξης μεγάλων αποθεμάτων αίματος από την αρχή των εχθροπραξιών και μέχρι το καλοκαίρι του 1938 ήταν υπεύθυνος μιας ιδιαίτερα αποτελεσματικής υπηρεσίας αιμοδοσίας στη Βαρκελώνη με κατάλογο περίπου 14.000 δωρητών, αριθμός που υπερδιπλασιάστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου. Συνολικά συγκεντρώθηκαν περίπου 9000 λίτρα κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι δωρητές έλαβαν πιστοποιητικά που τους επέτρεπαν σε επιπλέον τροφή. Επιπλέον, ο Durán μπόρεσε να κάνει εξετάσεις για σύφιλη και ελονοσία, και μάλιστα απέκτησε μια συσκευή ακτίνων Χ για να αποφύγει τη χρήση ατόμων με φυματίωση ως δότες. Με την τεχνική που ανέπτυξε ο Durán δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε μια αμπούλα που είχε σχεδιάσει για να αποφεύγει τη διεπαφή αίματος-αέρα και έτσι να ελαχιστοποιεί την αιμόλυση λόγω της ανακίνησης που ήταν αναπόφευκτη κατά τη μεταφορά.
Η Ισπανία την εποχή εκείνη δεν θεωρείται αναπτυγμένη χώρα και η ελονοσία φαίνεται να ήταν η κύρια ιατρική κατάσταση που οδήγησε στην εισαγωγή ασθενών στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπήρξαν εκπληκτικά λίγες μεγάλες επιδημίες ασθενειών μέχρι τα τέλη του πολέμου. Αλλά μετά την πτώση της Βαρκελώνης, η υγεία του πληθυσμού της Καταλονίας ήταν δεινή, με εκτεταμένες διατροφικές ελλείψεις. Αλλά και στην Μαδρίτη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα με 300-400 θανάτους από την πείνα καθημερινά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το νικοτινικό οξύ ήταν πολύ αποτελεσματικό για τις εγκεφαλικές εκδηλώσεις της πελλάγρας και ότι η παραισθησία-σύνδρομο αιτιοκρατίας που προκαλείται από ανεπάρκεια θειαμίνης (αργότερα ονομάστηκε «κάψιμο ποδιών» από τους Ευρωπαίους αιχμαλώτους των Ιαπώνων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) ήταν πολύ συχνή.

Γίνεται πλέον εμφανές ότι η ιατρική δραστηριότητα άνθισε στη συγκριτικά φιλελεύθερη ατμόσφαιρα των μεγάλων Ρεπουμπλικανικών πόλεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η εθνικιστική πλευρά δεν έχει να υποδείξει αντίστοιχα επιτεύγματα αν και στο τέλος ήταν αυτή που επικράτησε. Αν και νικήσανε με την στρατιωτική τους δύναμη, η παρακαταθήκη που έμεινε είναι αυτή των «ηττημένων». Ο ισπανικός εμφύλιος αποτέλεσε την σύγκρουση δυο τελείως αντίθετων κόσμων και η υγειονομική περίθαλψη δεν θα μπορούσε ως πρακτική να μην ακολουθήσει αντίθετο δρόμο.

Χρέος όλων μας είναι να φροντίσουμε η παρακαταθήκη όχι μόνο να παραμείνει ζωντανή, αλλά να υπερασπισθεί τα επιτεύγματά της από την παραπληροφόρηση και των αναθεωρητισμό που επικρατεί στη σημερινή εποχή.

health_spain.jpg

Tambov ενάντια στον μπολσεβικισμό

8 Julio 2023 at 12:04
1920: Η εξέγερση του Tambov ενάντια στον μπολσεβικισμό

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία του 1917-1921 θεωρείται μια αντιπαράθεση μεταξύ του Λευκού και του Κόκκινου στρατού. Και τα δύο κινήματα προώθησαν αυταρχικές και κρατιστικές ιδέες, πραγματοποίησαν βίαιη κινητοποίηση, λεηλάτησαν, τρομοκρατούσαν και περιόρισαν την ελευθερία του πληθυσμού, που ανάγκασε τους αγρότες και εργάτες να ενωθούν σε αντάρτικες μονάδες για την αντίσταση τόσο της λευκής όσο και της κόκκινης δικτατορίας. Αυτοί οι άνθρωποι πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, έκαναν αναγκαστικές συμμαχίες τόσο με Μπολσεβίκους όσο και με μοναρχικούς, αλλά πάντα υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους και έκαναν πόλεμο «εναντίον όλων». Μιλάμε για τον λεγόμενο Πράσινο Στρατό, που ήταν ξεχωριστό, τρίτο μέρος στον εμφύλιο.

Το 1918-1921 οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν την πολιτική του «στρατιωτικού κομμουνισμού» στα κατεχόμενα εδάφη. Στις κατεχόμενες περιοχές έγιναν εκλογές για τα αγροτικά συμβούλια, αλλά τα πολιτικά δικαιώματα των αγροτών ήταν περιορισμένα, σε κάποιους δεν επετράπη καν να συμμετάσχουν στις εκλογές. Όπως αναφέρεται σε επιστολή προς τον J. Stalin, μέλος του Μποροτιστικού Κόμματος, M. Poloz: «Στάλθηκαν διαταγές στις τοπικές αρχές να εκλέγονται μόνο κομμουνιστές στο συνέδριο, τα συνέδρια έγιναν σε ατμόσφαιρα στρατιωτικού τρόμου. Οι εκλογές για το συνέδριο γίνονται σύμφωνα με το πλειοψηφικό σύστημα, δηλαδή δημιουργείται τεχνητά πλειοψηφία πολλών ψήφων, πράγμα που σημαίνει ότι η μειοψηφία στερείται κάθε αντιπροσώπευσης... Ως αποτέλεσμα, καθαρά κομμουνιστικές εκλογές, αλλά έντονη συγκίνηση μεταξύ των πληθυσμού, που κάποτε ήταν ενθουσιασμένος με τους μπολσεβίκους». Επίσης, κατασχέθηκαν σιτηρά από αγρότες, έγινε βίαιη κολεκτιβοποίηση, και το κράτος πήρε τη γη υπό τον έλεγχό του αντί να τη μοιράσει στους αγρότες. Οι απλοί αγρότες δεν ήθελαν να χαρίσουν τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τους για το τίποτα, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για αυτούς να ταΐσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους.

Τέτοιες ενέργειες των Μπολσεβίκων προκάλεσαν δυσαρέσκεια στον τοπικό πληθυσμό: ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου 1919, στα εδάφη όπου σχηματίστηκε ο σοβιετικός μηχανισμός, έγινε αισθητή η αύξηση της πολιτικής έντασης και η σταδιακή απώλεια των θέσεων τους από τους Μπολσεβίκους, η οποία οδήγησε σε διώξεις της αντιπολίτευσης και συστηματικές «εκκαθαρίσεις» των Σοβιετικών. Σύντομα ξεκίνησαν οι εξεγέρσεις των αγροτών. Τέτοιοι επαναστάτες ονομάζονταν «Πράσινος Στρατός» γιατί συχνά χρησιμοποιούσαν το πράσινο χρώμα και διάφορους συνδυασμούς με αυτό στα πανό τους, καθώς και επειδή συχνά κρύβονταν στα δάση. Το πράσινο κίνημα έγινε πιο διαδεδομένο κατά τα έτη 1919-1921 ως αυθόρμητη αντίσταση της αγροτιάς στα φιλοτμήματα, που με όπλα άρπαξαν «πλεονάσματα» ψωμιού χωρίς αποζημίωση, στις καταστολές και τις μεθόδους διαχείρισης που ενστάλαξαν οι Μπολσεβίκοι στα χωριά.

Στους «πράσινους» περιλαμβάνονται και ο αντάρτικος στρατός του Μαχνό και οι αντάρτες του Ταμπόφ. Με μια ευρύτερη έννοια, οι ένοπλοι σχηματισμοί που δεν ήταν ούτε λευκοί ούτε κόκκινοι ονομάζονταν «Πράσινος Στρατός». Για παράδειγμα, ο Λευκορώσος στρατηγός Stanislav Bulak-Balakhovych, ο οποίος πολέμησε πρώτα στο πλευρό των κόκκινων και μετά στο πλευρό των λευκών, αποκαλούσε τον εαυτό του πράσινο. Ή ο Ουκρανός Ataman Zeleny (D.Terpylo), ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του UNR ενάντια στο Hetmanate, μετά το οποίο προσπάθησε να ενωθεί με τους Μπολσεβίκους ενάντια στο UNR, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και άρχισε να διεξάγει ανταρτοπόλεμο ενάντια στους κόκκινους και του λευκούς. Ανάλογα με την τάση συγκεκριμένων πράσινων σχηματισμών να υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη επίσημη πλευρά, εμφανίστηκαν λευκοπράσινο ή κόκκινο-πράσινο.

Αν και αυτοί οι χαρακτηρισμοί μπορούσαν να καταγράψουν μόνο μια προσωρινή, στιγμιαία τακτική γραμμή ή συμπεριφορά που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις, και όχι μια σαφή πολιτική θέση.

Οι εξεγέρσεις των αγροτών είχαν έντονες εθνικές και περιφερειακές διαφορές, πολλές ιδεολογικές αποχρώσεις, αλλά προέβαλαν μια σειρά από τα ακόλουθα ενιαία αιτήματα:
1. Μαύρη αναδιανομή κοινοτικής γης.
2. Το τέλος της διανομής αγαθών και το μονοπώλιο του κράτους στα σιτηρά και άλλα τρόφιμα, επιστροφή στην ελεύθερη τοπική αγορά.
3. Ελεύθερα συμβούλια, δηλ. αυτοδιοίκηση. Αυτό σήμαινε συμβούλια χωρίς κομμουνιστές παντού.
4. Δεν επιβλήθηκαν άνωθεν κρατικές φάρμες και κομμούνες, που συχνά ταυτίζονταν με την εισαγωγή νέας δουλοπαροικίας.
5. Σεβασμός στη θρησκεία, στα τοπικά και εθνικά ήθη και έθιμα.
Τα βασικά συνθήματα των «πράσινων» ήταν:
- "Χτυπάμε τα κόκκινα μέχρι να ασπρίσουν, χτυπάμε τα άσπρα μέχρι να ροδοκοκκινίσουν"
- "Θέλουμε κομμουνισμό χωρίς μπολσεβίκους!"
- "Για Σοβιέτ χωρίς Μπολσεβίκους!"
"Μακριά η κομμούνα και υπέρ της διανομής!”

Οι αγροτικές μονάδες διοικούνταν από αταμάν, οι οποίοι ήταν κυρίως ντόπιοι αγρότες, αλλά είχαν στρατιωτική εμπειρία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ανταρτικά τμήματα συχνά μετανάστευαν από το μέτωπο στο χωριό και αντίστροφα, γίνονταν επιδρομές την άνοιξη-καλοκαίρι και το φθινόπωρο, για τον χειμώνα οι χωρικοί διασκορπίζονταν στα σπίτια τους. Γενικά, τα αποσπάσματα είχαν έναν μικρό μόνιμο πυρήνα από τους πιο έμπειρους επαναστάτες, στους οποίους ένας ή ο άλλος αριθμός αγροτών εντάχθηκε αν χρειαζόταν. Προϊόντα διατροφής και ζωοτροφές για άλογα αγοράζονταν από αγρότες σε τιμές αγοράς, χρήματα για αυτό ζητήθηκαν από τους Μπολσεβίκους. Τα σιτηρά και η ζάχαρη ανταλλάσσονταν ή δίνονταν δωρεάν στους αγρότες, τα κουρασμένα άλογα άλλαζαν δωρεάν και αρκετά συχνά, γεγονός που επέτρεπε στους «πράσινους» να παραμείνουν πολύ ευέλικτοι. Το 1919, υπήρχαν τουλάχιστον 20.000 στρατιώτες με 7 κανόνια και 95 πολυβόλα στις ανταρτικές μονάδες της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας. Το 1920, ο αριθμός των επαναστατών τριπλασιάστηκε. Όλοι οι σημαντικοί ηγέτες του επαναστατικού κινήματος έδρασαν ανεξάρτητα, δεν τους ένωνε ένα κοινό πρόγραμμα, σχέδιο ή τακτική.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ TAMBOV

Χαρακτηριστικό παράδειγμα πράσινης αντίστασης είναι η εξέγερση των αγροτών στην επαρχία Tambov. Η περιοχή Tambov ήταν η πιο «αγροτική» επαρχία, οι κάτοικοι της πόλης αποτελούσαν μόνο το 8% του πληθυσμού και η βιομηχανία ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη. Ακόμη και στην αρχή της επανάστασης, η αγροτιά κατέλαβε τα κτήματα των γαιοκτημόνων και τα μοίρασε μεταξύ τους. Αλλά οι αγρότες δεν μπορούσαν να απολαύσουν τους καρπούς αυτής της γης, οι Μπολσεβίκοι πήραν το μεγαλύτερο μέρος του ψωμιού στο μέτωπο λόγω της έλλειψης. «Έδωσαν τη γη, μα εσύ αφαιρείς το ψωμί μέχρι το τελευταίο σιτάρι: να τραφείς με τέτοια γη! Ένας άνθρωπος έχει μόνο έναν ορίζοντα από τη γη», είπε ένας από τους αγρότες στον κομμουνιστή Ντβάνοφ. Η επαρχία Ταμπόφ ήταν «ψωμί», άρα υπέφερε όλο το βάρος της επισιτιστικής δικτατορίας.

Ήδη τον Οκτώβριο του 1918, 50 prodzagons (5.000 στρατιώτες) δρούσαν στην επαρχία, καμία άλλη επαρχία δεν γνώρισε τέτοια κλίμακα κατασχέσεων. Η περιοχή Tambov μετατράπηκε στο επίκεντρο της αγροτικής αναταραχής. Το 1920, η περιοχή Tambov επλήγη από ξηρασία και μαζεύτηκαν μόνο 12 εκατομμύρια λίβρες ψωμιού. Εν τω μεταξύ, η διανομή της παραγωγής δεν μειώθηκε, φτάνοντας τα 11,5 εκατομμύρια poods. Ήδη τον Αύγουστο ξεκίνησε εξέγερση στο χωριό Καμιάνκα, όταν οι χωρικοί αρνήθηκαν να δώσουν ψωμί. Αφοπλίστηκαν 65 «πρόδρομοι».

Η φωτιά της εξέγερσης εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχία με μια ευκινησία ακατανόητη για τις τοπικές αρχές, γιατί πίστευαν ότι είχαν να κάνουν με συμμορίες ληστών, και όχι με λαϊκή αγανάκτηση. Ήδη τον Σεπτέμβριο, ο αριθμός των επαναστατών έφτασε τους 4.000 ένοπλους αγρότες και άλλους 10.000 αγρότες με δίκρανα και δρεπάνια. Την εξέγερση ηγήθηκε ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας Α. Αντόνοφ. Οι αντάρτες επιτέθηκαν σε μονάδες των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, αφαίρεσαν τουφέκια, πολυβόλα, κανόνια και άλογα. Μερικοί Κόκκινοι αρνήθηκαν να επιτεθούν στους χωρικούς και πήγαν στο πλευρό τους, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.

Εν τω μεταξύ, ήδη τον Νοέμβριο, οι αντάρτες του Tambov ένωσαν όλες τις δυνάμεις τους υπό μια ενιαία διοίκηση και δημιούργησαν τον Ενωμένο Παρτιζικό Στρατό της Περιφέρειας Tambov, ανέπτυξαν το σύνταγμά τους, τη στρατιωτική τους στολή και τα διακριτικά τους. Δημιουργήθηκε επίσης η «Ένωση Εργαζομένων Αγροτών», η οποία ασχολήθηκε με την ταραχή άλλων αγροτών. Η εξέγερση έφτασε στο μέγιστο εύρος της μέχρι τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1921, όταν ο αριθμός των ανταρτών έφτασε τις 50 χιλιάδες άτομα, ενωμένοι σε δύο στρατούς (αποτελούμενοι από 14 πεζούς, 5 συντάγματα ιππικού και 1 ξεχωριστή ταξιαρχία με 25 πολυβόλα και 5 κανόνια).

Οι αντάρτες κατέστρεψαν 60 κρατικές φάρμες, πήραν τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της επαρχίας Tambov (μόνο οι πόλεις παρέμειναν στα χέρια των Μπολσεβίκων), παρέλυσαν την κυκλοφορία στον σιδηρόδρομο Ryazan-Ural και απέκρουσαν επιτυχώς τις προσπάθειες των μπολσεβίκων στρατευμάτων να εισβάλουν στο έδαφος της εξέγερση, προκαλώντας τους βαριές απώλειες. Τέτοιες ενέργειες των αγροτών ανάγκασαν την κομμουνιστική ηγεσία να σκεφτεί την ακύρωση της πολιτικής του «στρατιωτικού κομμουνισμού» και τη μετάβαση στην ΝΕΠ.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1921, με βάση την απόφαση του Λαϊκού Επιτροπείου Τροφίμων, η εφαρμογή της διανομής τροφίμων σταμάτησε στην επικράτεια της επαρχίας Tambov και τον Μάρτιο του 1921, το 10ο Συνέδριο του RCP (b) αποφάσισε να να ακυρώσει τη διανομή τροφίμων στη χώρα, αντί της οποίας θεσπίστηκε πάγιος φόρος τροφίμων. Αυτό στέρησε από τους αγρότες το κίνητρο να συνεχίσουν τον αγώνα, γεγονός που έκανε τους εξεγερμένους ευάλωτους.

Στις 20 Μαΐου 1921, η Προσωρινή Λαϊκή Δημοκρατία της Παρτιζάνικης Επικράτειας του Ταμπόφ (με το δικαίωμα σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης) ανακηρύχθηκε από τον Τοκμάκοφ, ο οποίος ηγήθηκε της διοίκησης των παρτιζάνων και του STS και του τοπικού πληθυσμού σε μια συγκέντρωση στο χωριό του Karai-Saltykov, στην περιοχή Kirsanovsky. Ένα από τα πιο ενεργά μέλη της αντίστασης, ο αγρότης Shendyapin, ορίστηκε ως επικεφαλής της δημοκρατίας. Όμως οι μάχες με τους Κόκκινους συνεχίστηκαν, η επαρχία είχε μεγάλη αξία «ψωμιού», οπότε οι Μπολσεβίκοι δεν επρόκειτο να την αφήσουν ήσυχη. Πυροβολικό, αεροπορία, τεθωρακισμένα οχήματα και χημικά όπλα - χλώριο E56 χρησιμοποιήθηκαν κατά των ανταρτών. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αέρια για να «καπνίσουν» τα αποσπάσματα των ανταρτών από τα δάση ελήφθη στις 9 Ιουνίου 1921 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής υπό την προεδρία του V. A. Antonov-Ovsienko. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα με δακρυγόνο χλωροπικρίνη.

Έχουν καταγραφεί τρεις περιπτώσεις χρήσης τους. Ειδικότερα, στο ημερολόγιο μάχης της μεραρχίας πυροβολικού της ταξιαρχίας της Στρατιωτικής Περιφέρειας Zavolga, καταγράφεται ότι στις 13 Ιουλίου 1921, δαπανήθηκαν στη μάχη: χειροβομβίδες τριών ιντσών – 160, σκάγια – 69, χημικές χειροβομβίδες. – 47. Στις 3 Αυγούστου, ο διοικητής της μπαταρίας του Πυροβολικού Πυροβολικού του Μπέλγκοροντ ανέφερε στον αρχηγό πυροβολικού του 6ου τμήματος μάχης, ότι κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του νησιού στη λίμνη Κίπετς, εκτοξεύτηκαν 65 σκάγια, 49 χειροβομβίδες και 59 χημικές οβίδες. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν από τους Μπολσεβίκους τον Μάιο-Ιούνιο του 1921, οι χημικές οβίδες οδήγησαν στο θάνατο όχι μόνο των ανταρτών, αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Μέχρι το καλοκαίρι του 1921, οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών ηττήθηκαν. Στις αρχές Ιουλίου, η ηγεσία της εξέγερσης εξέδωσε διαταγή, σύμφωνα με την οποία οι μάχιμες μονάδες προτάθηκαν να χωριστούν σε ομάδες, κρυφτείτε στα δάση και πηγαίνετε σε κομματικές ενέργειες ή σκορπίστε στα σπίτια. Η εξέγερση διαλύθηκε σε μια σειρά από μικρά απομονωμένα κελιά και οι αντάρτες επέστρεψαν στις τακτικές των ανταρτών, που χρησιμοποιήθηκαν ενεργά μέχρι τον Αύγουστο του 1921. Οι χωριστές αψιμαχίες στην περιοχή Tambov συνεχίστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1922, σταδιακά να μηδενίζονται.

Δυστυχώς, οι αγροτικές μονάδες διαλύθηκαν, άρχισαν να αλληλεπιδρούν ενεργά μόνο στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Το πράσινο κίνημα ήταν πρώτα απ' όλα μια απάντηση, μια προσπάθεια προσαρμογής της ζωής του σε συνθήκες κρατικής επιθετικότητας. Οι μαζικές πράσινες διαδηλώσεις ήταν μια ισχυρή δύναμη, αλλά είχαν αδύναμες οργανωτικές δυνατότητες. Οι αντάρτες ήταν επίσης ελάχιστα οπλισμένοι, χωρίς συχνά τουφέκια και πυρομαχικά. Αυτό οδήγησε στην τελική καταστολή των αντισοβιετικών αγροτικών διαδηλώσεων από τους Μπολσεβίκους. Αλλά δεν συνέβη αμέσως, οι αγρότες αντιστάθηκαν και ο Πράσινος Στρατός καταπνίγηκε εντελώς μόνο το 1924, αν και ορισμένες περιοχές άντεξαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20.

Το αντάρτικο κίνημα των «πράσινων» ήταν μια σημαντική δύναμη που μπορούσε να αντιταχθεί στους μπολσεβίκους, οι αντάρτες μπόρεσαν να υπονομεύσουν σημαντικά τις δυνάμεις τους και επιπλέον να νικήσουν το κίνημα των λευκών και τους ξένους επεμβατικούς.

*Το κείμενο πάρθηκε από τη σελίδα του συντρόφου Παναγιώτη Γιαννικάκη στο Facebook.

tambov.jpg

Απόπειρες αναρχικής οργάνωσ&am

Προλογικό σημείωμα στο νέο βιβλίο του συντρόφου Δημήτρη Τρωαδίτη “απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στην δεκαετία του 1980 στον ελλαδικό χώρο.“…

Με την νέα αυτή εργασία ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης, φέρνει στην επιφάνεια άγνωστα και παραμελημένα ντοκουμέντα της ιστορικής διαδρομής του εγχώριου αναρχικού κινήματος, αναψηλαφώντας κινήσεις, διεργασίες και ζυμώσεις στις απαρχές της σύγχρονης εμφάνισής του την δεκαετία του ‘80. Μέσα σ’ αυτά αποκαλύπτονται ορισμένες πρώτες οργανωτικές προσπάθειες καθώς και κείμενα ομάδων που επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν με κατεστημένες παθογένειες και να διανοίξουν δρόμους κινηματικής συγκρότησης, περιδιαβαίνοντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αναρχικής οργάνωσης.

Όπως μαρτυρούν τα ίδια τα ντοκουμέντα, οι οργανωτικές αυτές αξιώσεις μόνο εύκολες δεν ήταν. Είχαν να αναμετρηθούν τόσο με τις αντιοργανωτικές τάσεις, όσο και με ιδιομορφίες του ελλαδικού αναρχισμού, που έβλεπαν την ενασχόληση με την οργάνωση ως μια «κουραστική» και «χρονοβόρα» διαδικασία που αν μη τι άλλο θα ξεβόλευε από τις ριζωμένες αφορμαλιστικές συνήθειες. Η οργάνωση αναγνωριζόταν ως «εχθρός» μιας μποέμικης, εναλλακτικής αντίληψης του αγώνα που αδιαφορούσε για το πολιτικό αποτέλεσμα και απαξίωνε την σημασία της ανάπτυξης λαϊκών ερεισμάτων για την οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής, βλέποντας την σχέση με τα κινήματα πιο πολύ ως απόρροια μιας ατομικιστικής βλέψης βίωσης ενός τάχα αντισυμβατικού βίου, συνυφασμένου είτε με μουσικές μόδες και πολιτισμικές αντικουλτούρες, είτε μέσα από έναν στείρο και εν πολλοίς απολίτικο «αντιμπατσισμό». Άραγε, πόσο πολύ διαφέρει εκείνη η περίοδος από την σημερινή;

Είναι αλήθεια ότι η οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο έχει περάσει από χίλια κύματα και η μελέτη της διαδρομής της, αποτελεί ένα αναγκαίο πεδίο για την άντληση καίριων συμπερασμάτων στο σήμερα. Γιατί, φαίνεται τελικά, ότι αντί να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, μέσα από διαλεκτικά άλματα και πολιτικές αναβαθμίσεις, έχουμε οδεύσει αρκετά βήματα πίσω. Παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος, παρά την ύπαρξη σοβαρών κριτικών θέσεων κατά του οργανωτικού κατακερματισμού, της υπεραυτονόμησης των ομάδων και των ευκαιριακών μεταξύ τους συνεργασιών, τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά, αντίθετα, τα προβλήματα παγιώθηκαν. Και μάλιστα παγιώθηκαν σε βαθμό που η προβληματική σύσταση του πολιτικού μας χώρου να γίνεται αντιληπτή ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας» ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα συντρόφων/ισσών, ενώ η δράση μέσα σε αυτόν, να εφορμάται περισσότερο με όρους «lifestyle» και ως μια πρόκληση του ατόμου να διάγει μια σύντομη, νεανική περιπετειώδη περιπλάνηση.

Υπό αυτή την διαστρεβλωμένη θέαση της ύπαρξης, της δράσης και του ιστορικού ρόλου του αναρχικού κινήματος, οι ομάδες ως αυτόνομοι οργανισμοί αποσυνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συνεργαζόμενοι ευκαιριακά, η απουσία συνεκτικής οργάνωσης των αναρχικών δυνάμεων καθώς και οι αντικρουόμενες, εκφυλιστικές και αντιαναρχικές στον πυρήνα τους θεωρήσεις που έχουν εισβάλει στην αναρχική σκέψη απ’ τα έξω, αποτιμώνται ως το απαύγασμα μιας δήθεν ελευθεριακότητας που απεχθάνεται τις δομές και ως μια συνθήκη τάχα προϊόν της αναρχικής θεώρησης, η οποία ταυτίζεται πιο πολύ με το χάος των πρωτόγονων κοινωνιών. Μια ταύτιση που είθισται να εκφέρεται με έναν τρόπο παραπλήσιο, με αυτόν που οι εχθροί του αναρχισμού από όλο το φάσμα των εξουσιαστικών ιδεολογιών τον κατηγορούν είτε για «αφέλεια» ή πίστη σε μια προπολιτισμική φυσική οργάνωση της κοινωνίας.

Στον αντίποδα όλων αυτών των παρανοήσεων, στέκεται το καυτό ιστορικό διακύβευμα της εποχής, που άπτεται της διερεύνησης εκείνων των τρόπων που θα συμβάλλουν στην απεμπλοκή του αναρχισμού από τις συστηματικές διαστρεβλώσεις, που όχι μόνο επιτίθενται στον πυρήνα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του και τους προταγματικούς του σκοπούς για μια άλλη κοινωνία, αλλά και στην ίδια την αιματοβαμμένη του ιστορία, ως εμπροσθοφυλακής της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή. Τόσο η αναρχική κοσμοθεωρία, όσο και η επαναστατική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, στο διάβα της οποίας η οργάνωση ταυτίστηκε με την επαναστατική δράση και τα μεγάλα αναρχικά κινήματα, που ποτέ δεν θα είχαν γεννηθεί χωρίς την ύπαρξη μαζικών αναρχικών οργανώσεων, αποδεικνύουν με σαφήνεια ότι η πολιτική στράτευση στις γραμμές του αναρχισμού συνεπιφέρει ευθύνες και ταυτίζεται με την ανάγκη για οργάνωση.

Η οργάνωση για τους αναρχικούς είναι έννοια συνυφασμένη με τους κοινωνικούς δεσμούς και η αναρχική θεώρηση έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε μια χαλαρή σχέση μεταξύ των ατόμων ούτε απλώς το άθροισμα των ατόμων, όπως αντιδιασταλτικά υποστηρίζει η φιλελεύθερη παράδοση. Ο άνθρωπος, όντας φύσει κοινωνικό ον δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, πόσο μάλλον να φτάσει στην ευημερία έξω από την κοινωνία, και μόνο μέσα σε αυτήν μπορεί να πραγματώσει την ελευθερία του και να αναπτύξει την ατομικότητά του. Το ερώτημα είναι, ποια είναι αυτή η κοινωνία στην οποία η ελευθερία όλων συνεπάγεται την ελευθερία του καθενός και πώς η ισότητα μέσα σε μια κοινωνία διασφαλίζεται αρμονικά, με τρόπο που η ανάπτυξή της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ανάπτυξη για όλα τα μέλη της;

Η κοσμοθεωρία και το σύστημα οργάνωσης του αναρχισμού δεν μπορούν να συλληφθούν ξεκομμένα από την κοινωνία. Είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών και πιο συγκεκριμένα, καρποί της σοσιαλιστικής σκέψης του 19ου αιώνα και του εργατικού κινήματος. Η συμβατότητα του αναρχισμού με την οργάνωση τεκμαίρεται απ’ τον κοινωνικό του χαρακτήρα και είναι εσωτερικά συνδεδεμένη με τρόπο αξεδιάλυτο. Η έννοια του αναρχισμού ισοδυναμεί με την έννοια της οργάνωσης και, μάλιστα, οργάνωσης ανώτερου επιπέδου και όχι μοριακών μορφών οργάνωσης μικρών και αυτονομημένων κοινοτήτων. Η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε δεν ενσαρκώνεται σε αυτονομημένες μεταξύ τους κοινότητες αποκομμένες η μία από την άλλη ούτε ο αναρχισμός εκφράζει προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, από την πλευρά του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Αναγνωρίζουμε ότι καμία οικονομική και κοινωνική οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κατά τέτοιον τρόπο στις εποχές που διανύουμε και στις μαζικές βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ούτε η οργάνωσή μας στο τώρα ούτε το επαναστατικό μας πρόγραμμα, δεν μπορεί να αντανακλά ένα μοντέλο προπολιτισμικής κοινωνίας αποσυνδεδεμένων κοινοτήτων.

Ο τρόπος που οργανωνόμαστε στο τώρα, είναι μικρογραφικό προεικόνισμα των μελλοντικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε. Η οργάνωσή μας σήμερα θα πρέπει να συμβαδίζει και να έρχεται σε συμφωνία με το κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης το οποίο προτείνουμε. Αν η στρατηγική μας και ο οραματικός μας ορίζοντας αποβλέπουν στην οικοδόμηση μιας ελευθεριακής φεντεραλιστικής κοινωνίας, τότε φεντεραλιστική οφείλει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ίσων, τότε ισότιμη θα πρέπει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν παλεύουμε για την ελευθερία, δεν ξεχνάμε στιγμή τα λόγια του Μπακούνιν, ότι η ελευθερία γεννιέται μόνο μέσα από την ελευθερία. Αλλά κι αν θέλουμε την οργάνωση μιας αναρχικής κοινωνίας σε μια μεγάλη οικουμενική επικράτεια, τότε και η οργάνωσή μας στο τώρα, δεν μπορεί να παραπέμπει σε μικρής εμβέλειας «μικροκοινωνίες». Οφείλει να είναι μαζική, ομόσπονδη, ενιαία και να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα τα οποία προκρίνουμε για την κοινωνική οργάνωση που αγωνιζόμαστε να επικρατήσει.

Στο πλαίσιο της εν εξελίξει πολιτικής και ταξικής πάλης, η οργάνωση είναι η αναγκαία συνένωση των αγωνιστών/τριών, τόσο στις ειδικές αναρχικές οργανώσεις όσο και στις κοινωνικές/ταξικές οργανώσεις. Μέσα σ’ αυτές προετοιμάζεται η αυριανή κοινωνία και μέσα από αυτές, διεξάγεται ο αγώνας που οδηγεί σε αυτήν. Η απουσία τέτοιων οργανώσεων όχι μόνο δεν συνιστά κάποια πεμπτουσία της ελευθεριακής σκέψης, αντίθετα στέκεται ανταγωνιστικά στα διδάγματά της και ενσαρκώνει τους παράγοντες της στρατηγικής της ήττας. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, το ζήτημα της οργάνωσης υπήρξε πάντοτε πρωταρχικό και θεμελιακό ζήτημα. Υπαρξιακό διακύβευμα για την νίκη του αγώνα αλλά και για τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του. Η επαναστατική ιστορία του αναρχισμού καταμαρτυρά, ότι χωρίς την ύπαρξη της σταθερής και στρατηγικής δράσης της οργάνωσής του, ως επαναστατικής εμπροσθοφυλακής στην κοινωνική και ταξική πάλη, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική διείσδυση των αναρχικών ιδεών στην καρδιά του λαού και της εργατικής τάξης, ούτε μια συστηματική επεξεργασία των επαναστατικών προταγμάτων, με τρόπο που να μετασχηματίσει τις αναρχικές προτάσεις από ένα σύνολο γενικών οραμάτων σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση ικανή να πείσει για τον ρεαλισμό τους.

Ανάμεσα στην εποχή που αναδεικνύει το πόνημα του συντρόφου Τρωαδίτη και την σημερινή μεσολάβησαν κορυφαίες ευκαιρίες για την πρωταγωνιστική ανάδειξη του αναρχισμού στην ταξική και κοινωνική πάλη, που όμως πέρασαν αναξιοποίητες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας τέτοιων οργανώσεων. Οι ανεπάρκειες ως προς την μορφή (οργάνωση) και ως προς το περιεχόμενο (θέσεις, προτάσεις και στρατηγική) υποβίβασαν τις αναρχικές δυνάμεις σε ρόλο πολιτικού ακολούθου των εξελίξεων, ως μια ουρά είτε της σοσιαλδημοκρατικής, είτε της κομμουνιστικής αριστεράς. Ως κατακερματισμένες δυνάμεις διαμαρτυρίας που τρέχουν πίσω απ’ τα γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να τα καθορίσουν και προβάλλοντας μεγάλη αδυναμία ή ακόμη και ολοφάνερη αδιαφορία για να επηρεάσουν τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες, στα μάτια των οποίων το πολιτικό σύστημα απονομιμοποιήθηκε και οι συστημικές δυνάμεις απαξιώθηκαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται, δεν συνάντησαν μια επαναστατική αντιπρόταση που να μπορεί να τους εμπνεύσει προς μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και γι’ αυτό το ιστορικό κενό, έχουμε όλοι τις ευθύνες μας.

Τα όρια του αφορμαλισμού, του «εξεγερσιασμού» και της δράσης χωρίς δομή και πρόγραμμα, αποκρυσταλλώθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά την εξέγερση του 2008, την εκδήλωση της ελληνικής έκφρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης υπό την μορφή της κρίσης χρέους λίγο αργότερα και την πρώτη φάση της αδίστακτης μνημονιακής ληστείας του εργαζόμενου λαού, που διαδραματίστηκε κατά την διετία 2010-12 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ο εγχώριος αναρχισμός περιορίστηκε στην έκφραση μιας υγιούς αλλά και ορισμένες φορές, αποπολιτικοποιημένης «εξεγερτικότητας» που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τις λαϊκές ανάγκες, πολλώ δε μάλλον να παραθέσει επεξεργασμένη, σύγχρονη και κοινωνικά γειώσιμη πρόταση και να ζωντανέψει στην καρδιά των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων ανθρώπων την ελπίδα για μια κοινωνική αλλαγή, για μια Κοινωνική Επανάσταση. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τη δράση του ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και οργής, ανυψώνοντας το θεωρητικό, οργανωτικό και πρακτικό του επίπεδο στο ύψος της αναγκαιότητας των εποχών, οικοδομώντας επαναστατική στρατηγική και βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.

Σημείο τομής για την εξέλιξη του εγχώριου αναρχισμού και το πλήρες ξεσκέπασμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδυναμιών, υπήρξε, το δίχως άλλο, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας το 2015. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής καθώς συνοδεύτηκε από εκτεταμένη κινηματική συρρίκνωση, ραγδαία ενσωμάτωση δυνάμεων, οξυμένες ενδοκινηματικές ρήξεις και επισφράγισμα ανεπίλυτων εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ανταγωνισμών. Πολλοί, μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν, άλλοι αφομοιώθηκαν σε ενδοσυστημικές λύσεις αναζήτησης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού», ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσχώρησαν στις αποτυχημένες προτάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ότι στην πολιτική, όπως και στην φύση, κενά δεν υπάρχουν. Αν δεν υπάρχει επαναστατική αντιπρόταση η κεφαλαιοποίηση των αγώνων δεν θα αργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η απουσία οργάνωσης αλλά και στιβαρής ιδεολογικής συγκρότησης, πάντα ανοίγει τον δρόμο στον συμβιβασμό, την συνθηκολόγηση και τέλος, στην αντεπαναστατική αναθεώρηση αρχών και σκοπών.

Η αποστασιοποίηση απ’ τις καταστατικές διακηρύξεις του αναρχισμού, η ώσμωση με εξωγενείς θεωρίες, είτε απ’ το μαρξιστικό είτε απ’ το φιλελεύθερο φάσμα, η απομάκρυνση από τις ιστορικές αναρχικές κοινωνικές προτάσεις με την ταυτόχρονη υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων «νησίδων ελευθερίας» ή βίωσης τάχα «αντισυμβατικών δρόμων» με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική στο απυρόβλητο, οδήγησαν ακριβώς στην κινηματική κατάσταση, που μέχρι σήμερα παλεύουμε για να ξορκίσουμε, να αντιπαλέψουμε και να υπερβούμε. Δεν λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, θα είναι ρηξιακή και προϋποθέτει την ανάληψη πολλαπλών καθηκόντων. Μέσα σ’ αυτά τα καθήκοντα, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την ανάπτυξη ενός νέου κινηματικού πόλου, διακριτού απ’ τις μαρξιστικές προσμίξεις και τις μεταμοντέρνες αντιαναρχικές τάσεις, ο οποίος, μέσα στην πορεία διαμόρφωσής του, θα συγκεράσει διαλεκτικά την θεωρητική εργασία με την πρακτική πάλη, την επεξεργασία αναλύσεων, θέσεων και προτάσεων με την εφαρμογή μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον αναρχικό πολιτικό αγώνα και παράλληλα, μέσα στο εργατικό-κοινωνικό κίνημα.

Αξιολογώντας τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης, ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού παλεύουμε για την διαμόρφωση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την εκ νέου προβολή της ιστορικής αναγκαιότητας της οργάνωσης των αναρχικών το επόμενο διάστημα και την προώθηση μιας βαθιάς, ολόπλευρης, επαναστατικής κινηματικής αναβάθμισης των αναρχικών δυνάμεων. Από την μια, σχεδιάζουμε την δημιουργία μιας Αναρχικής Οργάνωσης Δυτικών Προαστίων ως μετεξέλιξη του υπάρχοντος πολιτικού μας πυρήνα, που καλύπτει μονάχα έναν μικρό Δήμο των δυτικών συνοικιών και ταυτόχρονα προτάσσουμε την ιδέα μιας γενικής αναρχικής οργάνωσης πανελλαδικού χαρακτήρα. Χωρίς ποτέ να αφήνουμε για αύριο τις άμεσες αγωνιστικές αναγκαιότητες του τώρα, μέσα απ’ τις οποίες θα γεννηθούν και οι προοπτικές για εκείνο το ιστορικό άλμα, που θα αφήσει πίσω τον υπάρχοντα «χώρο», μεταβαίνοντας διαλεκτικά σε ένα μαζικό, οργανωμένο, με πλατιά επιρροή αναρχικό κίνημα.

Οι θέσεις μας προέρχονται απ’ τα έγκατα της αναρχικής σκέψης και κατευθύνονται προς την ανανέωσή της, για το πέρασμα απ’ τον κλασικό στον νεότερο αναρχισμό, χωρίς διαστρεβλώσεις του ιδεολογικού πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεωρίας και χωρίς αντεπαναστατικές αναθεωρήσεις. Οι θέσεις μας πηγάζουν απ’ την μπακουνική διάκριση της δράσης των αναρχικών στις πολιτικές οργανώσεις και την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στις εργατικές και κοινωνικές οργανώσεις (οργανωτικός δυισμός). Απηχούν τα συμπεράσματα της Dielo Truda για την ήττα των αναρχικών στην Ρωσία του 1917 και εμπνέονται απ’ το οργανωτικό ρεύμα του πλατφορμισμού, συνεκτιμώντας και τις ενστάσεις του Μαλατέστα. Αφουγκράζονται τα αναρχοσυνδικαλιστικά επιχειρήματα για τον ρόλο των συνδικάτων, μελετώντας συνάμα τους παράγοντες της ήττας στα μαυροκόκκινα χρόνια στην Ισπανία και την αδυναμία της FAI να λειτουργήσει ως διακριτή ειδική αναρχική οργάνωση σε σύμπνοια με την CNT. Είναι ταυτόχρονα ανοιχτές στην λήψη θετικών σημείων από πιο πρόσφατες μορφές αναρχικής οργάνωσης (π.χ. εσπεσιφισμός) και αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των μορφών αναρχικής οργάνωσης του παρελθόντος και του σήμερα, προσβλέποντας εμπροσθοβαρώς στην υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου, που στη βάση της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας, θα ενσαρκώσει μια σύγχρονη αναρχική οργάνωση.

Έχοντας υπόψιν αυτές μας τις επεξεργασίες και αξιώσεις, κόντρα στον καθιερωμένο αφορμαλισμό και τις πολιτικές ανεπάρκειες που χρόνια τώρα εμποδίζουν το ιστορικό, ρηξιακό και επαναστατικό άλμα από «χώρο» σε «κίνημα», εκτιμάμε ότι ο σύντροφος Τρωαδίτης μας έκανε την τιμή να εκδώσουμε από κοινού και να προλογίσουμε το νέο του βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να μην αποδεχτούμε με μεγάλη χαρά αυτή την πρόσκληση. Εργασίες σαν αυτή του συντρόφου Τρωαδίτη, με την παράθεση και προβολή των ντοκουμέντων που φέρνει στο φως για την ιστορία του κινήματός μας και τις οργανωτικές διεργασίες του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα προωθητικές τόσο ως γνώση όσο και ως εργαλείο άντλησης διδαγμάτων για το σήμερα, στην πορεία αναζήτησης και οικοδόμησης μιας νέας οργανωτικής και κινηματικής προοπτικής.

Η γνώση και η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τους αγωνιστές και αναγκαία όπλα στο εγχείρημα διάνοιξης νέων δρόμων απαλλαγμένων από τα λάθη και τις αδυναμίες που προέρχονται από παλιά και εκτείνονται έως τις μέρες μας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε πως το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των όρων συγκρότησης του εν Ελλάδι αναρχικού χώρου και είναι πολύτιμο για κάθε ενεργή συντρόφισσα και κάθε ενεργό σύντροφο. Είναι όμως και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία και την δράση του εγχώριου αναρχισμού, μια πολύ καλή πηγή. Φυσικά, θα πρέπει ως απαραίτητη σημείωση να ξεκαθαρίσουμε, ότι τα κείμενα αυτά, παρότι σε μεγάλο βαθμό καταπιάνονται με προβλήματα που μας απασχολούν ακόμα, θα πρέπει να διαβαστούν λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν.

Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού

https://protaanka.espivblogs.net/

1980.jpg

  • No hay más artículos
❌