Γιατί χρειαζόμαστε μια επανάσταση
Επανάσταση είναι ο πλήρης μετασχηματισμός του τρόπου με τον οποίο ζούμε, εργαζόμαστε και σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Οι περισσότερες επαναστάσεις είναι πολιτικές επαναστάσεις.
Αναδιατάσσουν το ποιος μας κυβερνά, αλλά αφήνουν ανέγγιχτες τις βαθύτερες δομές της καταπίεσης. Μια κοινωνική επανάσταση προχωράει παραπέρα, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, μοιράζονται οι πόροι και κατανέμεται η εξουσία.
Μια κοινωνική επανάσταση περιγράφει την εργατική τάξη που παίρνει τον συλλογικό έλεγχο της παραγωγής, της διανομής και της καθημερινής ζωής. Είναι οι άνθρωποι της δουλειάς που παίρνουν τώρα τις αποφάσεις, στους χώρους εργασίας και στις κοινότητές τους. Είναι ένας κόσμος χτισμένος με βάση την αρχή: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Για κάποιους, αυτό ακούγεται ουτοπικό. Αλλά αυτό που είναι πραγματικά ουτοπικό είναι η πεποίθηση ότι μπορούμε να ψηφίσουμε ή να μεταρρυθμιστούμε για να ξεφύγουμε από ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση.
Ο καπιταλισμός δεν είναι προβληματικός
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που βασίζεται στην ανισότητα, τον εξαναγκασμό και την ατελείωτη ανάπτυξη. Η βία του είναι τόσο θεαματική όσο και καθημερινή: βόμβες που πέφτουν σε ένα μέρος, πείνα σε ένα άλλο, ειδοποιήσεις έξωσης που στέλνονται σιωπηλά με email ενώ τα σπίτια μένουν άδεια.
Ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται να είναι κακοδιαχειρισμένος για να καταστρέψει ζωές. Δεν μπορεί να γίνει πράσινος, ηθικός ή δίκαιος. Δεν μπορεί να σταματήσει τη λεηλασία της γης, της εργασίας, του πλανήτη, γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς λεηλασία: λίθιο από αποικιοκρατούμενα εδάφη, εργασία από εξαντλημένα σώματα.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν
Κάθε μεταρρύθμιση που κερδίσαμε, έπρεπε να την αποσπάσουμε από τα χέρια του κεφαλαίου. Είναι παραχωρήσεις, όχι δώρα, που επιβάλλονται από τον οργανωμένο, διαρκή αγώνα της εργατικής τάξης. Όταν αυτός ο αγώνας εξασθενεί, το κεφάλαιο παίρνει πίσω όλα όσα το αναγκάσαμε να παραχωρήσει.
Γι' αυτό υποστηρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις αλλά απορρίπτουμε τον ρεφορμισμό. Η πεποίθηση ότι αυτό το σύστημα μπορεί σταδιακά να μετατραπεί σε κάτι δίκαιο είναι παγίδα. Αγωνιζόμαστε για μεταρρυθμίσεις όχι για να μπαλώσουμε τον καπιταλισμό, αλλά για να χτίσουμε την εμπιστοσύνη, την οργάνωση και τη δύναμη μέσα στην εργατική τάξη, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και να διαλύσουμε το ίδιο το σύστημα.
Το κεφάλαιο δεν θα φύγει ήσυχα
Η άρχουσα τάξη θα αντισταθεί σε οτιδήποτε απειλεί τον έλεγχό της με όλη τη βία που μπορεί να συγκεντρώσει. Θα εγκαταλείψουν κάθε δημοκρατικό πρόσχημα και θα απελευθερώσουν την πλήρη δύναμη του κράτους για να προστατεύσουν τον πλούτο τους. Αν αυτό σημαίνει να κλείσουν τα κοινοβούλια, να υποστηρίξουν φασιστικά πραξικοπήματα ή να πνίξουν στο αίμα μαζικά κινήματα, δεν θα διστάσουν.
Αυτό δεν συνοδεύεται πάντα από σφαίρες. Το κεφάλαιο λιμοκτονεί επίσης για να υποταχθεί μέσω κυρώσεων, παγίδων χρέους και οικονομικών αποκλεισμών. Όταν διακυβεύεται το κέρδος, κανένας νόμος, σύνταγμα ή εκλογή δεν είναι ιερός.
Η ιστορία το αποδεικνύει αυτό. Από τη Χιλή μέχρι την Ινδονησία και την Αυστραλία, τη στιγμή που ένα κίνημα γίνεται πραγματική απειλή για το κεφάλαιο, οι μάσκες πέφτουν.
Στη Χιλή, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε προσπάθησε να φέρει τον σοσιαλισμό μέσω της κάλπης. Γι' αυτό τον αντιμετώπισαν με τανκς και πυροβολισμούς. Η CIA υποστήριξε ένα πραξικόπημα, ο στρατός κατέλαβε την εξουσία και χιλιάδες εργάτες και φοιτητές συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Τα όνειρα ενός «δημοκρατικού» σοσιαλισμού θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους.
Στην Ινδονησία, οι ΗΠΑ εξόπλισαν και υποστήριξαν το στρατό του στρατηγού Suharto, καθώς αυτός πραγματοποίησε μια από τις πιο φρικιαστικές σφαγές του 20ού αιώνα. Πάνω από ένα εκατομμύριο κομμουνιστές, συνδικαλιστές και οποιοσδήποτε ήταν ύποπτος για συμπάθεια προς αυτοούς σφαγιάστηκαν για να προστατευθούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Οι Αυστραλοί διπλωμάτες και πολιτικοί είχαν πλήρη επίγνωση της κλίμακας της βίας. Την επαίνεσαν ως «μεγάλη νίκη», ενώ παρείχαν προπαγάνδα, πληροφορίες και διπλωματική κάλυψη στο καθεστώς.
Στην ίδια την Αυστραλία, διατηρήθηκε το ίδιο μοτίβο. Ακόμη και οι ήπιες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Whitlam προκάλεσαν πανικό. Οι επενδύσεις στέρεψαν, τα μέσα ενημέρωσης έγιναν εχθρικά και ο συνήθως τελετουργικός Γενικός Κυβερνήτης παρενέβη για να απολύσει την κυβέρνηση Whitlam.
Γιατί λοιπόν επανάσταση;
Κανένας νόμος δεν μπορεί να καταργήσει τον καπιταλισμό. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να μας βγάλει από την κλιματική κατάρρευση. Καμία γραφειοκρατία δεν μπορεί να διαλύσει το σύστημα που δημιούργησε αυτή την κρίση.
Χρειαζόμαστε μια επανάσταση όχι επειδή είμαστε ιδεαλιστές, αλλά επειδή είμαστε ρεαλιστές. Η φτώχεια, ο ιμπεριαλισμός και η οικολογική κατάρρευση δεν είναι σφάλματα του συστήματος. Είναι το σύστημα.
Η επανάσταση δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια διαδικασία ρήξης και ανοικοδόμησης. Αν θέλουμε έναν κόσμο οργανωμένο γύρω από τη ζωή αντί για το κέρδος, πρέπει να οικοδομηθεί από την αρχή, μέσω της συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό χρησιμοποιώντας το κράτος, αλλά το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Ξανά και ξανά, οι αριστεροί που εισέρχονται στο κράτος βρίσκουν τον εαυτό τους να συντρίβεται, να συνεταιρίζεται ή να μετασχηματίζεται. Ακόμη και εκείνοι με ειλικρινείς προθέσεις αλλάζουν από τους ίδιους τους θεσμούς που ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν. Όσο περισσότερο απορροφώνται οι ριζοσπάστες, τόσο περισσότερο μοιάζουν με αυτό στο οποίο κάποτε αντιτάχθηκαν.
Τα μέσα διαμορφώνουν τους σκοπούς. Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τις ταξικές δομές για να οικοδομήσετε μια αταξική κοινωνία.
Ο δρόμος μπροστά μας είναι φτιαγμένος από τις επιλογές και τους αγώνες που αναλαμβάνουμε σήμερα, γιατί τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε διαμορφώνουν τον κόσμο που δημιουργούμε. Ξεκινά με την αναγνώριση ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι και ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε έτσι. Η εργατική τάξη έχει ήδη τη δύναμη να αλλάξει τα πάντα. Αυτή η δύναμη αυξάνεται μόνο όταν οργανωνόμαστε συνειδητά, συλλογικά και από τα κάτω.
*Το κείμενο είναι από το πρώτο τεύχος του Picket Line, οργάνου της Anarchist Communist Federation (ACF). Σε ηλεκτρονική μορφή βρίσκεται εδώ: https://ancomfed.org/2025/04/why-we-need-a-revolution/ Μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.
Η Κομμούνα της Στράντζας
Η Κομμούνα της Στράντζας και ο Μιχαήλ Γκερντζίκοφ
Του Γιάβορ Ταρίνσκι
Στις 26 Ιανουαρίου του 1877, γεννιέται ο Βούλγαρος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ, ιδρυτής της Κεντρικής Επαναστατικής Μακεδονικής Επιτροπής και μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης (αργότερα ΕΜΕΟ ή ВМРО). Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του μακεδονικού απελευθερωτικoύ αγώνα του 19ου-20ού αιώνα. Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητάς του αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του στην ίδρυση της Κομμούνας της Στράντζας, γνωστής επίσης και ως Δημοκρατία της Στράντζας. Πρόκειται για άλλο ένα κομμάτι της βαλκανικής ιστορίας το οποίο θάβεται από την επίσημη ιστοριογραφία. Είναι άλλο ένα στιγμιότυπο από την ιστορία των από-τα-κάτω, όπως η άγνωστη περίπτωση του νησιού Άντα Καλέ. Τέτοιες στιγμές της ιστορίας είναι σημαντικές ώστε να μπορέσουμε να ξαναφανταστούμε τα Βαλκάνια, όχι ως το σημερινό προπύργιο των εθνικισμών και του σοβινισμού, αλλά ως μια δυνατότητα ειρηνικής και αλληλέγγυας συνύπαρξης.
Η Κομμούνα της Στράντζας υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα, με ξεκάθαρα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, στο εν λόγω βουνό που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική Βουλγαρία και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Η δημιουργία της ανακηρύχθηκε στα μέσα Αυγούστου του 1903, εν μέσω της εξέγερσης του Ίλιντεν –ενός αυτονομιστικού αγροτικού ξεσηκωμού ενάντια στην οθωμανική διοίκηση και υπέρ μιας αυτόνομης πολυεθνικής Μακεδονίας–, από αντάρτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης, της οποίας τότε διοικητής είναι ο μεγάλος και σπουδαίος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ. Η Κομμούνα αυτή περιλάμβανε τις πόλεις Βασιλικό, Αγαθούπολη καθώς και άλλους μικρότερους οικισμούς και χωριά στο βουνό Στράντζα.
Έπειτα από μία σειρά επιτυχημένων μαζικών τοπικών εξεγέρσεων, υποστηριζόμενων από αντάρτικες ενέργειες, μεγάλο τμήμα της ανατολικής Θράκης βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών του Γκερντζίκοφ.
Γύρω από την ορεινή περιοχή της Στράντζας και για τρεις εβδομάδες ο κόσμος γιορτάζει.
Ιδρύεται μια νέα κοινότητα, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης. Όλα τα ζητήματα σε πόλεις και χωριά φέρονται σε λαϊκές ψηφοφορίες και οι παλιές διαμάχες μεταξύ των ντόπιων βουλγαρικών και ελληνικών πληθυσμών έχουν μείνει πίσω. Καίγονται τα όλα φορολογικά μητρώα. Για περισσότερο από 20 ημέρες η Κομμούνα της Στράντζας λειτουργεί με έναν εντελώς ελευθεριακό τρόπο, με την απουσία κάθε είδους κρατικής εξουσίας.
Αυτό γίνεται εμφανές και από τη στρατιωτική δομή των ανταρτών. Το ηγετικό της όργανο δεν είναι κάποιου είδους στρατιωτικό αρχηγείο, αλλά το «Κύριο Συντονιστικό Μαχητικό Σώμα». Με αυτόν τον τρόπο, οι αντάρτες υποδεικνύουν δύο πράγματα –ότι αυτό το όργανο έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα (δηλαδή όσο διαρκούν οι μάχες) και δεύτερον, ότι έχει καθαρά συντονιστικό ρόλο στην επανάσταση. Ο Χρίστο Στογιάνοφ, μαθητής του Γκερντζίκοφ, αναφέρει πως οι αντάρτες δεν το ονόμασαν «αρχηγείο» γιατί δεν ήθελαν να «βρομάει» μιλιταρισμό.[1]
Ένα ελευθεριακό στοιχείο της εξέγερσης αυτής είναι το ότι δεν τίθεται ποτέ ζήτημα συγκεντρωτισμού της εξουσίας. Οι άνθρωποι των απελευθερωμένων οικισμών δημιουργούν συμβούλια/επιτροπές αντί της εκλογής δημάρχων/αντιπροσώπων. Ο ρόλος των πρώτων είναι να συντονίζουν, ενώ των δεύτερων να κυβερνούν. Αυτά τα συμβούλια και οι επιτροπές λειτουργούν υπό τον έλεγχο του επαναστατημένου λαού, καθώς η πραγματική εξουσία έχει ανακτηθεί από αυτόν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της στάσης του Γκερντζίκοφ για τη ριζική ενδυνάμωση του λαού και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία που ξεσπά 15 χρόνια μετά. Και οι δύο βλέπουν τον ρόλο των ανταρτών τους ως υποστηρικτικό και προσωρινό. Το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης επαφίεται στα συμβούλια των τοπικών πληθυσμών. Σε ένα από τα κάλεσματά τους [2], οι μαχνοβίτες γράφουν ότι «Ο επαναστατικός-εξεγερτικός στρατός στοχεύει στο να βοηθήσει τους αγρότες και τους εργάτες […] μην επεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή […] (και) καλεί τους εργάτες στην πόλη και στα περίχωρά της να προχωρήσουν στην αυτοοργάνωση […]»
Όσον αφορά τον τρόπο αναδιανομής της Κομμούνας της Στράντζας, ο Γκερντζίκοφ, αφού περιέγραψε τις πρώτες στρατιωτικές νίκες της εξέγερσης, γράφει: «Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εσωτερικά με κάποιο τρόπο… Ο πληθυσμός ήταν χαρούμενος, στα χωριά οι άνθρωποι γιόρταζαν. Δεν υπήρχε “δικό μου-δικό σου”: στα δάση είχαμε ετοιμάσει αποθήκες. Όλες οι σοδειές συγκεντρώνονταν σε αυτά τα κοινά κτίρια. Και τα βοοειδή ήταν πλέον κοινά… Γράψαμε μια ανακοίνωση στα ελληνικά, στην οποία δηλώναμε ότι δεν πολεμάμε για να αποκαταστήσουμε το βουλγαρικό βασίλειο και να καταλάβουμε εδάφη, αλλά μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ότι οι Έλληνες χρειάζονται επίσης αυτά, ας μας στηρίξουν ηθικά και υλικά…»[3]
Στα απομνημονεύματά του [4] ο Γκερντζίκοφ θυμάται ένα συγκεκριμένο παράδειγμα απαλλοτρίωσης και αναδιανομής αγαθών: στην πόλη Αγαθούπολη υπήρχε ένα εργοστάσιο αλατιού, όπου εκείνη την εποχή αποθηκεύονταν πάνω από 200.000 κιλά αλάτι. Τα χωριά της περιοχής ήταν φτωχά και είχαν ανάγκη από αλάτι, και έτσι ο Γκερτζίκοφ και οι αντάρτες του εισέβαλαν στο εργοστάσιο και το άφησαν ανοιχτό για να πάρουν οι χωρικοί το αλάτι και να το μοιράσουν οι ίδιοι.
Η Κομμούνα της Στράντζας λειτούργησε από την αρχή της εξέγερσης και έως τα τέλη Αυγούστου 1903, όταν το τεράστιο κύμα του οθωμανικού στρατού αποτελούμενο από 40.000 στρατιώτες –καλά οπλισμένο με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό– συντρίβει την αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού.
Ο Γκερντζίκοφ, και κάποιοι από τους αντάρτες του, καταφέρνουν να διαφύγουν στη Βουλγαρία. Εκεί ο αναρχικός θα συνεχίσει να προπαγανδίζει τις ιδέες του μέσα από εφημερίδες που θα εκδώσει όπως η «Ελεύθερη Κοινωνία», η «Αντιεξουσία» και άλλες. Το 1910, ο Γκερντζίκοφ μαζί με έναν άλλο αναρχικό –τον Πάβελ Ντελιράντεφ– θα γράψουν την αντιμιλιταριστική μπροσούρα «Πόλεμος ή Επανάσταση». Το 1912 θα ηγηθεί και πάλι μιας αντάρτικης ομάδας στην περιοχή της Στράντζας, αυτή τη φορά κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα, το 1919, θα είναι μεταξύ των συνιδρυτών της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών στη Βουλγαρία.
Μετά την εγκαθίδρυση του μοναρχοφασιστικού πραξικοπήματος το 1923, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζήσει στο Βελιγράδι, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Με την αλλαγή καθεστώτος στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο Γκερτζίκοφ επιστρέφει στη Βουλγαρία και καλεί τους συντρόφους του να υποστηρίξουν το νέο σοσιαλιστικό σύστημα, μόνο για να απογοητευτεί πολύ σύντομα από αυτό και να ανακαλέσει την υποστήριξή του. Το 1947, μάλιστα, θα αρνηθεί κατηγορηματικά να προταθεί ο ίδιος από το καθεστώς για απονομή βραβείου για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Ίλιντεν.[5] Θεωρεί ανήθικο να βραβευτεί από μια εξουσία που κρατά τους συντρόφους του αναρχικούς υπό κράτηση. Η αποφυλάκισή τους θα ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για αυτόν. Θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα το 1947 στην πόλη της Σόφιας.
[1] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html
[2] „Към цялото трудещо се население на град Александровск и околността му“, 7 октомври 1919 г.
[3] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html
[4] http://macedonia.kroraina.com/ilpr1968/ilpr1968_5.html
[5] http://macedonia.kroraina.com/giliev/mg/mg_predg.htm
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Георги Хаджиев: Националното освобождение и безвластният федерализъм (София: Артиздат-5, 1992).
Михаил Герджиков: “Въ Македония и Одринско: Спомени на Михаилъ Герджиковъ” в Материяли за историята на македонското освободително движение, книга IX (София: Македонски Наученъ Институтъ, 1927).
Христо Силянов: Спомени от Странджа. Бележки по Преображенското въстание в Одринско — 1903 г. (София: Полиграфи а.д., 1934).
Надежда Недкова, Евдокия Петрова (съст.): Михаил Γерджиков и подвигът на тракийци 1903 г. (София: Университетско издателство „Св. Климент Охридски“, 2002).
https://www.aftoleksi.gr/2022/01/26/kommoyna-tis-strantzas-o-michail-gkerntzikof/?fbclid=IwAR2sEIB08s6Q5yDVznqqPkLtBlEWHvJc1KO4h3QlJ7f9tnL3n6Odd49zuyU
Του Γιάβορ Ταρίνσκι
Στις 26 Ιανουαρίου του 1877, γεννιέται ο Βούλγαρος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ, ιδρυτής της Κεντρικής Επαναστατικής Μακεδονικής Επιτροπής και μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης (αργότερα ΕΜΕΟ ή ВМРО). Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του μακεδονικού απελευθερωτικoύ αγώνα του 19ου-20ού αιώνα. Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητάς του αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του στην ίδρυση της Κομμούνας της Στράντζας, γνωστής επίσης και ως Δημοκρατία της Στράντζας. Πρόκειται για άλλο ένα κομμάτι της βαλκανικής ιστορίας το οποίο θάβεται από την επίσημη ιστοριογραφία. Είναι άλλο ένα στιγμιότυπο από την ιστορία των από-τα-κάτω, όπως η άγνωστη περίπτωση του νησιού Άντα Καλέ. Τέτοιες στιγμές της ιστορίας είναι σημαντικές ώστε να μπορέσουμε να ξαναφανταστούμε τα Βαλκάνια, όχι ως το σημερινό προπύργιο των εθνικισμών και του σοβινισμού, αλλά ως μια δυνατότητα ειρηνικής και αλληλέγγυας συνύπαρξης.
Η Κομμούνα της Στράντζας υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα, με ξεκάθαρα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, στο εν λόγω βουνό που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική Βουλγαρία και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Η δημιουργία της ανακηρύχθηκε στα μέσα Αυγούστου του 1903, εν μέσω της εξέγερσης του Ίλιντεν –ενός αυτονομιστικού αγροτικού ξεσηκωμού ενάντια στην οθωμανική διοίκηση και υπέρ μιας αυτόνομης πολυεθνικής Μακεδονίας–, από αντάρτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης, της οποίας τότε διοικητής είναι ο μεγάλος και σπουδαίος αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκοφ. Η Κομμούνα αυτή περιλάμβανε τις πόλεις Βασιλικό, Αγαθούπολη καθώς και άλλους μικρότερους οικισμούς και χωριά στο βουνό Στράντζα.
Έπειτα από μία σειρά επιτυχημένων μαζικών τοπικών εξεγέρσεων, υποστηριζόμενων από αντάρτικες ενέργειες, μεγάλο τμήμα της ανατολικής Θράκης βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών του Γκερντζίκοφ.
Γύρω από την ορεινή περιοχή της Στράντζας και για τρεις εβδομάδες ο κόσμος γιορτάζει.
Ιδρύεται μια νέα κοινότητα, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης. Όλα τα ζητήματα σε πόλεις και χωριά φέρονται σε λαϊκές ψηφοφορίες και οι παλιές διαμάχες μεταξύ των ντόπιων βουλγαρικών και ελληνικών πληθυσμών έχουν μείνει πίσω. Καίγονται τα όλα φορολογικά μητρώα. Για περισσότερο από 20 ημέρες η Κομμούνα της Στράντζας λειτουργεί με έναν εντελώς ελευθεριακό τρόπο, με την απουσία κάθε είδους κρατικής εξουσίας.
Αυτό γίνεται εμφανές και από τη στρατιωτική δομή των ανταρτών. Το ηγετικό της όργανο δεν είναι κάποιου είδους στρατιωτικό αρχηγείο, αλλά το «Κύριο Συντονιστικό Μαχητικό Σώμα». Με αυτόν τον τρόπο, οι αντάρτες υποδεικνύουν δύο πράγματα –ότι αυτό το όργανο έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα (δηλαδή όσο διαρκούν οι μάχες) και δεύτερον, ότι έχει καθαρά συντονιστικό ρόλο στην επανάσταση. Ο Χρίστο Στογιάνοφ, μαθητής του Γκερντζίκοφ, αναφέρει πως οι αντάρτες δεν το ονόμασαν «αρχηγείο» γιατί δεν ήθελαν να «βρομάει» μιλιταρισμό.[1]
Ένα ελευθεριακό στοιχείο της εξέγερσης αυτής είναι το ότι δεν τίθεται ποτέ ζήτημα συγκεντρωτισμού της εξουσίας. Οι άνθρωποι των απελευθερωμένων οικισμών δημιουργούν συμβούλια/επιτροπές αντί της εκλογής δημάρχων/αντιπροσώπων. Ο ρόλος των πρώτων είναι να συντονίζουν, ενώ των δεύτερων να κυβερνούν. Αυτά τα συμβούλια και οι επιτροπές λειτουργούν υπό τον έλεγχο του επαναστατημένου λαού, καθώς η πραγματική εξουσία έχει ανακτηθεί από αυτόν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της στάσης του Γκερντζίκοφ για τη ριζική ενδυνάμωση του λαού και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία που ξεσπά 15 χρόνια μετά. Και οι δύο βλέπουν τον ρόλο των ανταρτών τους ως υποστηρικτικό και προσωρινό. Το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης επαφίεται στα συμβούλια των τοπικών πληθυσμών. Σε ένα από τα κάλεσματά τους [2], οι μαχνοβίτες γράφουν ότι «Ο επαναστατικός-εξεγερτικός στρατός στοχεύει στο να βοηθήσει τους αγρότες και τους εργάτες […] μην επεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή […] (και) καλεί τους εργάτες στην πόλη και στα περίχωρά της να προχωρήσουν στην αυτοοργάνωση […]»
Όσον αφορά τον τρόπο αναδιανομής της Κομμούνας της Στράντζας, ο Γκερντζίκοφ, αφού περιέγραψε τις πρώτες στρατιωτικές νίκες της εξέγερσης, γράφει: «Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εσωτερικά με κάποιο τρόπο… Ο πληθυσμός ήταν χαρούμενος, στα χωριά οι άνθρωποι γιόρταζαν. Δεν υπήρχε “δικό μου-δικό σου”: στα δάση είχαμε ετοιμάσει αποθήκες. Όλες οι σοδειές συγκεντρώνονταν σε αυτά τα κοινά κτίρια. Και τα βοοειδή ήταν πλέον κοινά… Γράψαμε μια ανακοίνωση στα ελληνικά, στην οποία δηλώναμε ότι δεν πολεμάμε για να αποκαταστήσουμε το βουλγαρικό βασίλειο και να καταλάβουμε εδάφη, αλλά μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ότι οι Έλληνες χρειάζονται επίσης αυτά, ας μας στηρίξουν ηθικά και υλικά…»[3]
Στα απομνημονεύματά του [4] ο Γκερντζίκοφ θυμάται ένα συγκεκριμένο παράδειγμα απαλλοτρίωσης και αναδιανομής αγαθών: στην πόλη Αγαθούπολη υπήρχε ένα εργοστάσιο αλατιού, όπου εκείνη την εποχή αποθηκεύονταν πάνω από 200.000 κιλά αλάτι. Τα χωριά της περιοχής ήταν φτωχά και είχαν ανάγκη από αλάτι, και έτσι ο Γκερτζίκοφ και οι αντάρτες του εισέβαλαν στο εργοστάσιο και το άφησαν ανοιχτό για να πάρουν οι χωρικοί το αλάτι και να το μοιράσουν οι ίδιοι.
Η Κομμούνα της Στράντζας λειτούργησε από την αρχή της εξέγερσης και έως τα τέλη Αυγούστου 1903, όταν το τεράστιο κύμα του οθωμανικού στρατού αποτελούμενο από 40.000 στρατιώτες –καλά οπλισμένο με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό– συντρίβει την αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού.
Ο Γκερντζίκοφ, και κάποιοι από τους αντάρτες του, καταφέρνουν να διαφύγουν στη Βουλγαρία. Εκεί ο αναρχικός θα συνεχίσει να προπαγανδίζει τις ιδέες του μέσα από εφημερίδες που θα εκδώσει όπως η «Ελεύθερη Κοινωνία», η «Αντιεξουσία» και άλλες. Το 1910, ο Γκερντζίκοφ μαζί με έναν άλλο αναρχικό –τον Πάβελ Ντελιράντεφ– θα γράψουν την αντιμιλιταριστική μπροσούρα «Πόλεμος ή Επανάσταση». Το 1912 θα ηγηθεί και πάλι μιας αντάρτικης ομάδας στην περιοχή της Στράντζας, αυτή τη φορά κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα, το 1919, θα είναι μεταξύ των συνιδρυτών της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών στη Βουλγαρία.
Μετά την εγκαθίδρυση του μοναρχοφασιστικού πραξικοπήματος το 1923, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζήσει στο Βελιγράδι, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Με την αλλαγή καθεστώτος στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο Γκερτζίκοφ επιστρέφει στη Βουλγαρία και καλεί τους συντρόφους του να υποστηρίξουν το νέο σοσιαλιστικό σύστημα, μόνο για να απογοητευτεί πολύ σύντομα από αυτό και να ανακαλέσει την υποστήριξή του. Το 1947, μάλιστα, θα αρνηθεί κατηγορηματικά να προταθεί ο ίδιος από το καθεστώς για απονομή βραβείου για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Ίλιντεν.[5] Θεωρεί ανήθικο να βραβευτεί από μια εξουσία που κρατά τους συντρόφους του αναρχικούς υπό κράτηση. Η αποφυλάκισή τους θα ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για αυτόν. Θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα το 1947 στην πόλη της Σόφιας.
[1] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html
[2] „Към цялото трудещо се население на град Александровск и околността му“, 7 октомври 1919 г.
[3] http://www.savanne.ch/svoboda/anarchy/history/IlindPreobr.html
[4] http://macedonia.kroraina.com/ilpr1968/ilpr1968_5.html
[5] http://macedonia.kroraina.com/giliev/mg/mg_predg.htm
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Георги Хаджиев: Националното освобождение и безвластният федерализъм (София: Артиздат-5, 1992).
Михаил Герджиков: “Въ Македония и Одринско: Спомени на Михаилъ Герджиковъ” в Материяли за историята на македонското освободително движение, книга IX (София: Македонски Наученъ Институтъ, 1927).
Христо Силянов: Спомени от Странджа. Бележки по Преображенското въстание в Одринско — 1903 г. (София: Полиграфи а.д., 1934).
Надежда Недкова, Евдокия Петрова (съст.): Михаил Γерджиков и подвигът на тракийци 1903 г. (София: Университетско издателство „Св. Климент Охридски“, 2002).
https://www.aftoleksi.gr/2022/01/26/kommoyna-tis-strantzas-o-michail-gkerntzikof/?fbclid=IwAR2sEIB08s6Q5yDVznqqPkLtBlEWHvJc1KO4h3QlJ7f9tnL3n6Odd49zuyU
mihail_gerdzhikov.jpg

strandzha.png

strandzha1.jpg

Απόπειρες αναρχικής οργάνωσ&am
Προλογικό σημείωμα στο νέο βιβλίο του συντρόφου Δημήτρη Τρωαδίτη “απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στην δεκαετία του 1980 στον ελλαδικό χώρο.“…
Με την νέα αυτή εργασία ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης, φέρνει στην επιφάνεια άγνωστα και παραμελημένα ντοκουμέντα της ιστορικής διαδρομής του εγχώριου αναρχικού κινήματος, αναψηλαφώντας κινήσεις, διεργασίες και ζυμώσεις στις απαρχές της σύγχρονης εμφάνισής του την δεκαετία του ‘80. Μέσα σ’ αυτά αποκαλύπτονται ορισμένες πρώτες οργανωτικές προσπάθειες καθώς και κείμενα ομάδων που επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν με κατεστημένες παθογένειες και να διανοίξουν δρόμους κινηματικής συγκρότησης, περιδιαβαίνοντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αναρχικής οργάνωσης.
Όπως μαρτυρούν τα ίδια τα ντοκουμέντα, οι οργανωτικές αυτές αξιώσεις μόνο εύκολες δεν ήταν. Είχαν να αναμετρηθούν τόσο με τις αντιοργανωτικές τάσεις, όσο και με ιδιομορφίες του ελλαδικού αναρχισμού, που έβλεπαν την ενασχόληση με την οργάνωση ως μια «κουραστική» και «χρονοβόρα» διαδικασία που αν μη τι άλλο θα ξεβόλευε από τις ριζωμένες αφορμαλιστικές συνήθειες. Η οργάνωση αναγνωριζόταν ως «εχθρός» μιας μποέμικης, εναλλακτικής αντίληψης του αγώνα που αδιαφορούσε για το πολιτικό αποτέλεσμα και απαξίωνε την σημασία της ανάπτυξης λαϊκών ερεισμάτων για την οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής, βλέποντας την σχέση με τα κινήματα πιο πολύ ως απόρροια μιας ατομικιστικής βλέψης βίωσης ενός τάχα αντισυμβατικού βίου, συνυφασμένου είτε με μουσικές μόδες και πολιτισμικές αντικουλτούρες, είτε μέσα από έναν στείρο και εν πολλοίς απολίτικο «αντιμπατσισμό». Άραγε, πόσο πολύ διαφέρει εκείνη η περίοδος από την σημερινή;
Είναι αλήθεια ότι η οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο έχει περάσει από χίλια κύματα και η μελέτη της διαδρομής της, αποτελεί ένα αναγκαίο πεδίο για την άντληση καίριων συμπερασμάτων στο σήμερα. Γιατί, φαίνεται τελικά, ότι αντί να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, μέσα από διαλεκτικά άλματα και πολιτικές αναβαθμίσεις, έχουμε οδεύσει αρκετά βήματα πίσω. Παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος, παρά την ύπαρξη σοβαρών κριτικών θέσεων κατά του οργανωτικού κατακερματισμού, της υπεραυτονόμησης των ομάδων και των ευκαιριακών μεταξύ τους συνεργασιών, τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά, αντίθετα, τα προβλήματα παγιώθηκαν. Και μάλιστα παγιώθηκαν σε βαθμό που η προβληματική σύσταση του πολιτικού μας χώρου να γίνεται αντιληπτή ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας» ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα συντρόφων/ισσών, ενώ η δράση μέσα σε αυτόν, να εφορμάται περισσότερο με όρους «lifestyle» και ως μια πρόκληση του ατόμου να διάγει μια σύντομη, νεανική περιπετειώδη περιπλάνηση.
Υπό αυτή την διαστρεβλωμένη θέαση της ύπαρξης, της δράσης και του ιστορικού ρόλου του αναρχικού κινήματος, οι ομάδες ως αυτόνομοι οργανισμοί αποσυνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συνεργαζόμενοι ευκαιριακά, η απουσία συνεκτικής οργάνωσης των αναρχικών δυνάμεων καθώς και οι αντικρουόμενες, εκφυλιστικές και αντιαναρχικές στον πυρήνα τους θεωρήσεις που έχουν εισβάλει στην αναρχική σκέψη απ’ τα έξω, αποτιμώνται ως το απαύγασμα μιας δήθεν ελευθεριακότητας που απεχθάνεται τις δομές και ως μια συνθήκη τάχα προϊόν της αναρχικής θεώρησης, η οποία ταυτίζεται πιο πολύ με το χάος των πρωτόγονων κοινωνιών. Μια ταύτιση που είθισται να εκφέρεται με έναν τρόπο παραπλήσιο, με αυτόν που οι εχθροί του αναρχισμού από όλο το φάσμα των εξουσιαστικών ιδεολογιών τον κατηγορούν είτε για «αφέλεια» ή πίστη σε μια προπολιτισμική φυσική οργάνωση της κοινωνίας.
Στον αντίποδα όλων αυτών των παρανοήσεων, στέκεται το καυτό ιστορικό διακύβευμα της εποχής, που άπτεται της διερεύνησης εκείνων των τρόπων που θα συμβάλλουν στην απεμπλοκή του αναρχισμού από τις συστηματικές διαστρεβλώσεις, που όχι μόνο επιτίθενται στον πυρήνα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του και τους προταγματικούς του σκοπούς για μια άλλη κοινωνία, αλλά και στην ίδια την αιματοβαμμένη του ιστορία, ως εμπροσθοφυλακής της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή. Τόσο η αναρχική κοσμοθεωρία, όσο και η επαναστατική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, στο διάβα της οποίας η οργάνωση ταυτίστηκε με την επαναστατική δράση και τα μεγάλα αναρχικά κινήματα, που ποτέ δεν θα είχαν γεννηθεί χωρίς την ύπαρξη μαζικών αναρχικών οργανώσεων, αποδεικνύουν με σαφήνεια ότι η πολιτική στράτευση στις γραμμές του αναρχισμού συνεπιφέρει ευθύνες και ταυτίζεται με την ανάγκη για οργάνωση.
Η οργάνωση για τους αναρχικούς είναι έννοια συνυφασμένη με τους κοινωνικούς δεσμούς και η αναρχική θεώρηση έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε μια χαλαρή σχέση μεταξύ των ατόμων ούτε απλώς το άθροισμα των ατόμων, όπως αντιδιασταλτικά υποστηρίζει η φιλελεύθερη παράδοση. Ο άνθρωπος, όντας φύσει κοινωνικό ον δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, πόσο μάλλον να φτάσει στην ευημερία έξω από την κοινωνία, και μόνο μέσα σε αυτήν μπορεί να πραγματώσει την ελευθερία του και να αναπτύξει την ατομικότητά του. Το ερώτημα είναι, ποια είναι αυτή η κοινωνία στην οποία η ελευθερία όλων συνεπάγεται την ελευθερία του καθενός και πώς η ισότητα μέσα σε μια κοινωνία διασφαλίζεται αρμονικά, με τρόπο που η ανάπτυξή της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ανάπτυξη για όλα τα μέλη της;
Η κοσμοθεωρία και το σύστημα οργάνωσης του αναρχισμού δεν μπορούν να συλληφθούν ξεκομμένα από την κοινωνία. Είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών και πιο συγκεκριμένα, καρποί της σοσιαλιστικής σκέψης του 19ου αιώνα και του εργατικού κινήματος. Η συμβατότητα του αναρχισμού με την οργάνωση τεκμαίρεται απ’ τον κοινωνικό του χαρακτήρα και είναι εσωτερικά συνδεδεμένη με τρόπο αξεδιάλυτο. Η έννοια του αναρχισμού ισοδυναμεί με την έννοια της οργάνωσης και, μάλιστα, οργάνωσης ανώτερου επιπέδου και όχι μοριακών μορφών οργάνωσης μικρών και αυτονομημένων κοινοτήτων. Η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε δεν ενσαρκώνεται σε αυτονομημένες μεταξύ τους κοινότητες αποκομμένες η μία από την άλλη ούτε ο αναρχισμός εκφράζει προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, από την πλευρά του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Αναγνωρίζουμε ότι καμία οικονομική και κοινωνική οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κατά τέτοιον τρόπο στις εποχές που διανύουμε και στις μαζικές βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ούτε η οργάνωσή μας στο τώρα ούτε το επαναστατικό μας πρόγραμμα, δεν μπορεί να αντανακλά ένα μοντέλο προπολιτισμικής κοινωνίας αποσυνδεδεμένων κοινοτήτων.
Ο τρόπος που οργανωνόμαστε στο τώρα, είναι μικρογραφικό προεικόνισμα των μελλοντικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε. Η οργάνωσή μας σήμερα θα πρέπει να συμβαδίζει και να έρχεται σε συμφωνία με το κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης το οποίο προτείνουμε. Αν η στρατηγική μας και ο οραματικός μας ορίζοντας αποβλέπουν στην οικοδόμηση μιας ελευθεριακής φεντεραλιστικής κοινωνίας, τότε φεντεραλιστική οφείλει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ίσων, τότε ισότιμη θα πρέπει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν παλεύουμε για την ελευθερία, δεν ξεχνάμε στιγμή τα λόγια του Μπακούνιν, ότι η ελευθερία γεννιέται μόνο μέσα από την ελευθερία. Αλλά κι αν θέλουμε την οργάνωση μιας αναρχικής κοινωνίας σε μια μεγάλη οικουμενική επικράτεια, τότε και η οργάνωσή μας στο τώρα, δεν μπορεί να παραπέμπει σε μικρής εμβέλειας «μικροκοινωνίες». Οφείλει να είναι μαζική, ομόσπονδη, ενιαία και να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα τα οποία προκρίνουμε για την κοινωνική οργάνωση που αγωνιζόμαστε να επικρατήσει.
Στο πλαίσιο της εν εξελίξει πολιτικής και ταξικής πάλης, η οργάνωση είναι η αναγκαία συνένωση των αγωνιστών/τριών, τόσο στις ειδικές αναρχικές οργανώσεις όσο και στις κοινωνικές/ταξικές οργανώσεις. Μέσα σ’ αυτές προετοιμάζεται η αυριανή κοινωνία και μέσα από αυτές, διεξάγεται ο αγώνας που οδηγεί σε αυτήν. Η απουσία τέτοιων οργανώσεων όχι μόνο δεν συνιστά κάποια πεμπτουσία της ελευθεριακής σκέψης, αντίθετα στέκεται ανταγωνιστικά στα διδάγματά της και ενσαρκώνει τους παράγοντες της στρατηγικής της ήττας. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, το ζήτημα της οργάνωσης υπήρξε πάντοτε πρωταρχικό και θεμελιακό ζήτημα. Υπαρξιακό διακύβευμα για την νίκη του αγώνα αλλά και για τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του. Η επαναστατική ιστορία του αναρχισμού καταμαρτυρά, ότι χωρίς την ύπαρξη της σταθερής και στρατηγικής δράσης της οργάνωσής του, ως επαναστατικής εμπροσθοφυλακής στην κοινωνική και ταξική πάλη, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική διείσδυση των αναρχικών ιδεών στην καρδιά του λαού και της εργατικής τάξης, ούτε μια συστηματική επεξεργασία των επαναστατικών προταγμάτων, με τρόπο που να μετασχηματίσει τις αναρχικές προτάσεις από ένα σύνολο γενικών οραμάτων σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση ικανή να πείσει για τον ρεαλισμό τους.
Ανάμεσα στην εποχή που αναδεικνύει το πόνημα του συντρόφου Τρωαδίτη και την σημερινή μεσολάβησαν κορυφαίες ευκαιρίες για την πρωταγωνιστική ανάδειξη του αναρχισμού στην ταξική και κοινωνική πάλη, που όμως πέρασαν αναξιοποίητες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας τέτοιων οργανώσεων. Οι ανεπάρκειες ως προς την μορφή (οργάνωση) και ως προς το περιεχόμενο (θέσεις, προτάσεις και στρατηγική) υποβίβασαν τις αναρχικές δυνάμεις σε ρόλο πολιτικού ακολούθου των εξελίξεων, ως μια ουρά είτε της σοσιαλδημοκρατικής, είτε της κομμουνιστικής αριστεράς. Ως κατακερματισμένες δυνάμεις διαμαρτυρίας που τρέχουν πίσω απ’ τα γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να τα καθορίσουν και προβάλλοντας μεγάλη αδυναμία ή ακόμη και ολοφάνερη αδιαφορία για να επηρεάσουν τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες, στα μάτια των οποίων το πολιτικό σύστημα απονομιμοποιήθηκε και οι συστημικές δυνάμεις απαξιώθηκαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται, δεν συνάντησαν μια επαναστατική αντιπρόταση που να μπορεί να τους εμπνεύσει προς μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και γι’ αυτό το ιστορικό κενό, έχουμε όλοι τις ευθύνες μας.
Τα όρια του αφορμαλισμού, του «εξεγερσιασμού» και της δράσης χωρίς δομή και πρόγραμμα, αποκρυσταλλώθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά την εξέγερση του 2008, την εκδήλωση της ελληνικής έκφρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης υπό την μορφή της κρίσης χρέους λίγο αργότερα και την πρώτη φάση της αδίστακτης μνημονιακής ληστείας του εργαζόμενου λαού, που διαδραματίστηκε κατά την διετία 2010-12 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ο εγχώριος αναρχισμός περιορίστηκε στην έκφραση μιας υγιούς αλλά και ορισμένες φορές, αποπολιτικοποιημένης «εξεγερτικότητας» που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τις λαϊκές ανάγκες, πολλώ δε μάλλον να παραθέσει επεξεργασμένη, σύγχρονη και κοινωνικά γειώσιμη πρόταση και να ζωντανέψει στην καρδιά των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων ανθρώπων την ελπίδα για μια κοινωνική αλλαγή, για μια Κοινωνική Επανάσταση. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τη δράση του ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και οργής, ανυψώνοντας το θεωρητικό, οργανωτικό και πρακτικό του επίπεδο στο ύψος της αναγκαιότητας των εποχών, οικοδομώντας επαναστατική στρατηγική και βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.
Σημείο τομής για την εξέλιξη του εγχώριου αναρχισμού και το πλήρες ξεσκέπασμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδυναμιών, υπήρξε, το δίχως άλλο, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας το 2015. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής καθώς συνοδεύτηκε από εκτεταμένη κινηματική συρρίκνωση, ραγδαία ενσωμάτωση δυνάμεων, οξυμένες ενδοκινηματικές ρήξεις και επισφράγισμα ανεπίλυτων εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ανταγωνισμών. Πολλοί, μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν, άλλοι αφομοιώθηκαν σε ενδοσυστημικές λύσεις αναζήτησης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού», ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσχώρησαν στις αποτυχημένες προτάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ότι στην πολιτική, όπως και στην φύση, κενά δεν υπάρχουν. Αν δεν υπάρχει επαναστατική αντιπρόταση η κεφαλαιοποίηση των αγώνων δεν θα αργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η απουσία οργάνωσης αλλά και στιβαρής ιδεολογικής συγκρότησης, πάντα ανοίγει τον δρόμο στον συμβιβασμό, την συνθηκολόγηση και τέλος, στην αντεπαναστατική αναθεώρηση αρχών και σκοπών.
Η αποστασιοποίηση απ’ τις καταστατικές διακηρύξεις του αναρχισμού, η ώσμωση με εξωγενείς θεωρίες, είτε απ’ το μαρξιστικό είτε απ’ το φιλελεύθερο φάσμα, η απομάκρυνση από τις ιστορικές αναρχικές κοινωνικές προτάσεις με την ταυτόχρονη υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων «νησίδων ελευθερίας» ή βίωσης τάχα «αντισυμβατικών δρόμων» με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική στο απυρόβλητο, οδήγησαν ακριβώς στην κινηματική κατάσταση, που μέχρι σήμερα παλεύουμε για να ξορκίσουμε, να αντιπαλέψουμε και να υπερβούμε. Δεν λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, θα είναι ρηξιακή και προϋποθέτει την ανάληψη πολλαπλών καθηκόντων. Μέσα σ’ αυτά τα καθήκοντα, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την ανάπτυξη ενός νέου κινηματικού πόλου, διακριτού απ’ τις μαρξιστικές προσμίξεις και τις μεταμοντέρνες αντιαναρχικές τάσεις, ο οποίος, μέσα στην πορεία διαμόρφωσής του, θα συγκεράσει διαλεκτικά την θεωρητική εργασία με την πρακτική πάλη, την επεξεργασία αναλύσεων, θέσεων και προτάσεων με την εφαρμογή μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον αναρχικό πολιτικό αγώνα και παράλληλα, μέσα στο εργατικό-κοινωνικό κίνημα.
Αξιολογώντας τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης, ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού παλεύουμε για την διαμόρφωση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την εκ νέου προβολή της ιστορικής αναγκαιότητας της οργάνωσης των αναρχικών το επόμενο διάστημα και την προώθηση μιας βαθιάς, ολόπλευρης, επαναστατικής κινηματικής αναβάθμισης των αναρχικών δυνάμεων. Από την μια, σχεδιάζουμε την δημιουργία μιας Αναρχικής Οργάνωσης Δυτικών Προαστίων ως μετεξέλιξη του υπάρχοντος πολιτικού μας πυρήνα, που καλύπτει μονάχα έναν μικρό Δήμο των δυτικών συνοικιών και ταυτόχρονα προτάσσουμε την ιδέα μιας γενικής αναρχικής οργάνωσης πανελλαδικού χαρακτήρα. Χωρίς ποτέ να αφήνουμε για αύριο τις άμεσες αγωνιστικές αναγκαιότητες του τώρα, μέσα απ’ τις οποίες θα γεννηθούν και οι προοπτικές για εκείνο το ιστορικό άλμα, που θα αφήσει πίσω τον υπάρχοντα «χώρο», μεταβαίνοντας διαλεκτικά σε ένα μαζικό, οργανωμένο, με πλατιά επιρροή αναρχικό κίνημα.
Οι θέσεις μας προέρχονται απ’ τα έγκατα της αναρχικής σκέψης και κατευθύνονται προς την ανανέωσή της, για το πέρασμα απ’ τον κλασικό στον νεότερο αναρχισμό, χωρίς διαστρεβλώσεις του ιδεολογικού πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεωρίας και χωρίς αντεπαναστατικές αναθεωρήσεις. Οι θέσεις μας πηγάζουν απ’ την μπακουνική διάκριση της δράσης των αναρχικών στις πολιτικές οργανώσεις και την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στις εργατικές και κοινωνικές οργανώσεις (οργανωτικός δυισμός). Απηχούν τα συμπεράσματα της Dielo Truda για την ήττα των αναρχικών στην Ρωσία του 1917 και εμπνέονται απ’ το οργανωτικό ρεύμα του πλατφορμισμού, συνεκτιμώντας και τις ενστάσεις του Μαλατέστα. Αφουγκράζονται τα αναρχοσυνδικαλιστικά επιχειρήματα για τον ρόλο των συνδικάτων, μελετώντας συνάμα τους παράγοντες της ήττας στα μαυροκόκκινα χρόνια στην Ισπανία και την αδυναμία της FAI να λειτουργήσει ως διακριτή ειδική αναρχική οργάνωση σε σύμπνοια με την CNT. Είναι ταυτόχρονα ανοιχτές στην λήψη θετικών σημείων από πιο πρόσφατες μορφές αναρχικής οργάνωσης (π.χ. εσπεσιφισμός) και αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των μορφών αναρχικής οργάνωσης του παρελθόντος και του σήμερα, προσβλέποντας εμπροσθοβαρώς στην υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου, που στη βάση της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας, θα ενσαρκώσει μια σύγχρονη αναρχική οργάνωση.
Έχοντας υπόψιν αυτές μας τις επεξεργασίες και αξιώσεις, κόντρα στον καθιερωμένο αφορμαλισμό και τις πολιτικές ανεπάρκειες που χρόνια τώρα εμποδίζουν το ιστορικό, ρηξιακό και επαναστατικό άλμα από «χώρο» σε «κίνημα», εκτιμάμε ότι ο σύντροφος Τρωαδίτης μας έκανε την τιμή να εκδώσουμε από κοινού και να προλογίσουμε το νέο του βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να μην αποδεχτούμε με μεγάλη χαρά αυτή την πρόσκληση. Εργασίες σαν αυτή του συντρόφου Τρωαδίτη, με την παράθεση και προβολή των ντοκουμέντων που φέρνει στο φως για την ιστορία του κινήματός μας και τις οργανωτικές διεργασίες του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα προωθητικές τόσο ως γνώση όσο και ως εργαλείο άντλησης διδαγμάτων για το σήμερα, στην πορεία αναζήτησης και οικοδόμησης μιας νέας οργανωτικής και κινηματικής προοπτικής.
Η γνώση και η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τους αγωνιστές και αναγκαία όπλα στο εγχείρημα διάνοιξης νέων δρόμων απαλλαγμένων από τα λάθη και τις αδυναμίες που προέρχονται από παλιά και εκτείνονται έως τις μέρες μας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε πως το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των όρων συγκρότησης του εν Ελλάδι αναρχικού χώρου και είναι πολύτιμο για κάθε ενεργή συντρόφισσα και κάθε ενεργό σύντροφο. Είναι όμως και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία και την δράση του εγχώριου αναρχισμού, μια πολύ καλή πηγή. Φυσικά, θα πρέπει ως απαραίτητη σημείωση να ξεκαθαρίσουμε, ότι τα κείμενα αυτά, παρότι σε μεγάλο βαθμό καταπιάνονται με προβλήματα που μας απασχολούν ακόμα, θα πρέπει να διαβαστούν λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν.
Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού
https://protaanka.espivblogs.net/
Με την νέα αυτή εργασία ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης, φέρνει στην επιφάνεια άγνωστα και παραμελημένα ντοκουμέντα της ιστορικής διαδρομής του εγχώριου αναρχικού κινήματος, αναψηλαφώντας κινήσεις, διεργασίες και ζυμώσεις στις απαρχές της σύγχρονης εμφάνισής του την δεκαετία του ‘80. Μέσα σ’ αυτά αποκαλύπτονται ορισμένες πρώτες οργανωτικές προσπάθειες καθώς και κείμενα ομάδων που επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν με κατεστημένες παθογένειες και να διανοίξουν δρόμους κινηματικής συγκρότησης, περιδιαβαίνοντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αναρχικής οργάνωσης.
Όπως μαρτυρούν τα ίδια τα ντοκουμέντα, οι οργανωτικές αυτές αξιώσεις μόνο εύκολες δεν ήταν. Είχαν να αναμετρηθούν τόσο με τις αντιοργανωτικές τάσεις, όσο και με ιδιομορφίες του ελλαδικού αναρχισμού, που έβλεπαν την ενασχόληση με την οργάνωση ως μια «κουραστική» και «χρονοβόρα» διαδικασία που αν μη τι άλλο θα ξεβόλευε από τις ριζωμένες αφορμαλιστικές συνήθειες. Η οργάνωση αναγνωριζόταν ως «εχθρός» μιας μποέμικης, εναλλακτικής αντίληψης του αγώνα που αδιαφορούσε για το πολιτικό αποτέλεσμα και απαξίωνε την σημασία της ανάπτυξης λαϊκών ερεισμάτων για την οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής, βλέποντας την σχέση με τα κινήματα πιο πολύ ως απόρροια μιας ατομικιστικής βλέψης βίωσης ενός τάχα αντισυμβατικού βίου, συνυφασμένου είτε με μουσικές μόδες και πολιτισμικές αντικουλτούρες, είτε μέσα από έναν στείρο και εν πολλοίς απολίτικο «αντιμπατσισμό». Άραγε, πόσο πολύ διαφέρει εκείνη η περίοδος από την σημερινή;
Είναι αλήθεια ότι η οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο έχει περάσει από χίλια κύματα και η μελέτη της διαδρομής της, αποτελεί ένα αναγκαίο πεδίο για την άντληση καίριων συμπερασμάτων στο σήμερα. Γιατί, φαίνεται τελικά, ότι αντί να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, μέσα από διαλεκτικά άλματα και πολιτικές αναβαθμίσεις, έχουμε οδεύσει αρκετά βήματα πίσω. Παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος, παρά την ύπαρξη σοβαρών κριτικών θέσεων κατά του οργανωτικού κατακερματισμού, της υπεραυτονόμησης των ομάδων και των ευκαιριακών μεταξύ τους συνεργασιών, τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά, αντίθετα, τα προβλήματα παγιώθηκαν. Και μάλιστα παγιώθηκαν σε βαθμό που η προβληματική σύσταση του πολιτικού μας χώρου να γίνεται αντιληπτή ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας» ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα συντρόφων/ισσών, ενώ η δράση μέσα σε αυτόν, να εφορμάται περισσότερο με όρους «lifestyle» και ως μια πρόκληση του ατόμου να διάγει μια σύντομη, νεανική περιπετειώδη περιπλάνηση.
Υπό αυτή την διαστρεβλωμένη θέαση της ύπαρξης, της δράσης και του ιστορικού ρόλου του αναρχικού κινήματος, οι ομάδες ως αυτόνομοι οργανισμοί αποσυνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συνεργαζόμενοι ευκαιριακά, η απουσία συνεκτικής οργάνωσης των αναρχικών δυνάμεων καθώς και οι αντικρουόμενες, εκφυλιστικές και αντιαναρχικές στον πυρήνα τους θεωρήσεις που έχουν εισβάλει στην αναρχική σκέψη απ’ τα έξω, αποτιμώνται ως το απαύγασμα μιας δήθεν ελευθεριακότητας που απεχθάνεται τις δομές και ως μια συνθήκη τάχα προϊόν της αναρχικής θεώρησης, η οποία ταυτίζεται πιο πολύ με το χάος των πρωτόγονων κοινωνιών. Μια ταύτιση που είθισται να εκφέρεται με έναν τρόπο παραπλήσιο, με αυτόν που οι εχθροί του αναρχισμού από όλο το φάσμα των εξουσιαστικών ιδεολογιών τον κατηγορούν είτε για «αφέλεια» ή πίστη σε μια προπολιτισμική φυσική οργάνωση της κοινωνίας.
Στον αντίποδα όλων αυτών των παρανοήσεων, στέκεται το καυτό ιστορικό διακύβευμα της εποχής, που άπτεται της διερεύνησης εκείνων των τρόπων που θα συμβάλλουν στην απεμπλοκή του αναρχισμού από τις συστηματικές διαστρεβλώσεις, που όχι μόνο επιτίθενται στον πυρήνα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του και τους προταγματικούς του σκοπούς για μια άλλη κοινωνία, αλλά και στην ίδια την αιματοβαμμένη του ιστορία, ως εμπροσθοφυλακής της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή. Τόσο η αναρχική κοσμοθεωρία, όσο και η επαναστατική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, στο διάβα της οποίας η οργάνωση ταυτίστηκε με την επαναστατική δράση και τα μεγάλα αναρχικά κινήματα, που ποτέ δεν θα είχαν γεννηθεί χωρίς την ύπαρξη μαζικών αναρχικών οργανώσεων, αποδεικνύουν με σαφήνεια ότι η πολιτική στράτευση στις γραμμές του αναρχισμού συνεπιφέρει ευθύνες και ταυτίζεται με την ανάγκη για οργάνωση.
Η οργάνωση για τους αναρχικούς είναι έννοια συνυφασμένη με τους κοινωνικούς δεσμούς και η αναρχική θεώρηση έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε μια χαλαρή σχέση μεταξύ των ατόμων ούτε απλώς το άθροισμα των ατόμων, όπως αντιδιασταλτικά υποστηρίζει η φιλελεύθερη παράδοση. Ο άνθρωπος, όντας φύσει κοινωνικό ον δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, πόσο μάλλον να φτάσει στην ευημερία έξω από την κοινωνία, και μόνο μέσα σε αυτήν μπορεί να πραγματώσει την ελευθερία του και να αναπτύξει την ατομικότητά του. Το ερώτημα είναι, ποια είναι αυτή η κοινωνία στην οποία η ελευθερία όλων συνεπάγεται την ελευθερία του καθενός και πώς η ισότητα μέσα σε μια κοινωνία διασφαλίζεται αρμονικά, με τρόπο που η ανάπτυξή της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ανάπτυξη για όλα τα μέλη της;
Η κοσμοθεωρία και το σύστημα οργάνωσης του αναρχισμού δεν μπορούν να συλληφθούν ξεκομμένα από την κοινωνία. Είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών και πιο συγκεκριμένα, καρποί της σοσιαλιστικής σκέψης του 19ου αιώνα και του εργατικού κινήματος. Η συμβατότητα του αναρχισμού με την οργάνωση τεκμαίρεται απ’ τον κοινωνικό του χαρακτήρα και είναι εσωτερικά συνδεδεμένη με τρόπο αξεδιάλυτο. Η έννοια του αναρχισμού ισοδυναμεί με την έννοια της οργάνωσης και, μάλιστα, οργάνωσης ανώτερου επιπέδου και όχι μοριακών μορφών οργάνωσης μικρών και αυτονομημένων κοινοτήτων. Η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε δεν ενσαρκώνεται σε αυτονομημένες μεταξύ τους κοινότητες αποκομμένες η μία από την άλλη ούτε ο αναρχισμός εκφράζει προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, από την πλευρά του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Αναγνωρίζουμε ότι καμία οικονομική και κοινωνική οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κατά τέτοιον τρόπο στις εποχές που διανύουμε και στις μαζικές βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ούτε η οργάνωσή μας στο τώρα ούτε το επαναστατικό μας πρόγραμμα, δεν μπορεί να αντανακλά ένα μοντέλο προπολιτισμικής κοινωνίας αποσυνδεδεμένων κοινοτήτων.
Ο τρόπος που οργανωνόμαστε στο τώρα, είναι μικρογραφικό προεικόνισμα των μελλοντικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε. Η οργάνωσή μας σήμερα θα πρέπει να συμβαδίζει και να έρχεται σε συμφωνία με το κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης το οποίο προτείνουμε. Αν η στρατηγική μας και ο οραματικός μας ορίζοντας αποβλέπουν στην οικοδόμηση μιας ελευθεριακής φεντεραλιστικής κοινωνίας, τότε φεντεραλιστική οφείλει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ίσων, τότε ισότιμη θα πρέπει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν παλεύουμε για την ελευθερία, δεν ξεχνάμε στιγμή τα λόγια του Μπακούνιν, ότι η ελευθερία γεννιέται μόνο μέσα από την ελευθερία. Αλλά κι αν θέλουμε την οργάνωση μιας αναρχικής κοινωνίας σε μια μεγάλη οικουμενική επικράτεια, τότε και η οργάνωσή μας στο τώρα, δεν μπορεί να παραπέμπει σε μικρής εμβέλειας «μικροκοινωνίες». Οφείλει να είναι μαζική, ομόσπονδη, ενιαία και να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα τα οποία προκρίνουμε για την κοινωνική οργάνωση που αγωνιζόμαστε να επικρατήσει.
Στο πλαίσιο της εν εξελίξει πολιτικής και ταξικής πάλης, η οργάνωση είναι η αναγκαία συνένωση των αγωνιστών/τριών, τόσο στις ειδικές αναρχικές οργανώσεις όσο και στις κοινωνικές/ταξικές οργανώσεις. Μέσα σ’ αυτές προετοιμάζεται η αυριανή κοινωνία και μέσα από αυτές, διεξάγεται ο αγώνας που οδηγεί σε αυτήν. Η απουσία τέτοιων οργανώσεων όχι μόνο δεν συνιστά κάποια πεμπτουσία της ελευθεριακής σκέψης, αντίθετα στέκεται ανταγωνιστικά στα διδάγματά της και ενσαρκώνει τους παράγοντες της στρατηγικής της ήττας. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, το ζήτημα της οργάνωσης υπήρξε πάντοτε πρωταρχικό και θεμελιακό ζήτημα. Υπαρξιακό διακύβευμα για την νίκη του αγώνα αλλά και για τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του. Η επαναστατική ιστορία του αναρχισμού καταμαρτυρά, ότι χωρίς την ύπαρξη της σταθερής και στρατηγικής δράσης της οργάνωσής του, ως επαναστατικής εμπροσθοφυλακής στην κοινωνική και ταξική πάλη, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική διείσδυση των αναρχικών ιδεών στην καρδιά του λαού και της εργατικής τάξης, ούτε μια συστηματική επεξεργασία των επαναστατικών προταγμάτων, με τρόπο που να μετασχηματίσει τις αναρχικές προτάσεις από ένα σύνολο γενικών οραμάτων σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση ικανή να πείσει για τον ρεαλισμό τους.
Ανάμεσα στην εποχή που αναδεικνύει το πόνημα του συντρόφου Τρωαδίτη και την σημερινή μεσολάβησαν κορυφαίες ευκαιρίες για την πρωταγωνιστική ανάδειξη του αναρχισμού στην ταξική και κοινωνική πάλη, που όμως πέρασαν αναξιοποίητες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας τέτοιων οργανώσεων. Οι ανεπάρκειες ως προς την μορφή (οργάνωση) και ως προς το περιεχόμενο (θέσεις, προτάσεις και στρατηγική) υποβίβασαν τις αναρχικές δυνάμεις σε ρόλο πολιτικού ακολούθου των εξελίξεων, ως μια ουρά είτε της σοσιαλδημοκρατικής, είτε της κομμουνιστικής αριστεράς. Ως κατακερματισμένες δυνάμεις διαμαρτυρίας που τρέχουν πίσω απ’ τα γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να τα καθορίσουν και προβάλλοντας μεγάλη αδυναμία ή ακόμη και ολοφάνερη αδιαφορία για να επηρεάσουν τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες, στα μάτια των οποίων το πολιτικό σύστημα απονομιμοποιήθηκε και οι συστημικές δυνάμεις απαξιώθηκαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται, δεν συνάντησαν μια επαναστατική αντιπρόταση που να μπορεί να τους εμπνεύσει προς μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και γι’ αυτό το ιστορικό κενό, έχουμε όλοι τις ευθύνες μας.
Τα όρια του αφορμαλισμού, του «εξεγερσιασμού» και της δράσης χωρίς δομή και πρόγραμμα, αποκρυσταλλώθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά την εξέγερση του 2008, την εκδήλωση της ελληνικής έκφρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης υπό την μορφή της κρίσης χρέους λίγο αργότερα και την πρώτη φάση της αδίστακτης μνημονιακής ληστείας του εργαζόμενου λαού, που διαδραματίστηκε κατά την διετία 2010-12 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ο εγχώριος αναρχισμός περιορίστηκε στην έκφραση μιας υγιούς αλλά και ορισμένες φορές, αποπολιτικοποιημένης «εξεγερτικότητας» που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τις λαϊκές ανάγκες, πολλώ δε μάλλον να παραθέσει επεξεργασμένη, σύγχρονη και κοινωνικά γειώσιμη πρόταση και να ζωντανέψει στην καρδιά των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων ανθρώπων την ελπίδα για μια κοινωνική αλλαγή, για μια Κοινωνική Επανάσταση. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τη δράση του ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και οργής, ανυψώνοντας το θεωρητικό, οργανωτικό και πρακτικό του επίπεδο στο ύψος της αναγκαιότητας των εποχών, οικοδομώντας επαναστατική στρατηγική και βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.
Σημείο τομής για την εξέλιξη του εγχώριου αναρχισμού και το πλήρες ξεσκέπασμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδυναμιών, υπήρξε, το δίχως άλλο, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας το 2015. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής καθώς συνοδεύτηκε από εκτεταμένη κινηματική συρρίκνωση, ραγδαία ενσωμάτωση δυνάμεων, οξυμένες ενδοκινηματικές ρήξεις και επισφράγισμα ανεπίλυτων εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ανταγωνισμών. Πολλοί, μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν, άλλοι αφομοιώθηκαν σε ενδοσυστημικές λύσεις αναζήτησης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού», ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσχώρησαν στις αποτυχημένες προτάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ότι στην πολιτική, όπως και στην φύση, κενά δεν υπάρχουν. Αν δεν υπάρχει επαναστατική αντιπρόταση η κεφαλαιοποίηση των αγώνων δεν θα αργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η απουσία οργάνωσης αλλά και στιβαρής ιδεολογικής συγκρότησης, πάντα ανοίγει τον δρόμο στον συμβιβασμό, την συνθηκολόγηση και τέλος, στην αντεπαναστατική αναθεώρηση αρχών και σκοπών.
Η αποστασιοποίηση απ’ τις καταστατικές διακηρύξεις του αναρχισμού, η ώσμωση με εξωγενείς θεωρίες, είτε απ’ το μαρξιστικό είτε απ’ το φιλελεύθερο φάσμα, η απομάκρυνση από τις ιστορικές αναρχικές κοινωνικές προτάσεις με την ταυτόχρονη υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων «νησίδων ελευθερίας» ή βίωσης τάχα «αντισυμβατικών δρόμων» με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική στο απυρόβλητο, οδήγησαν ακριβώς στην κινηματική κατάσταση, που μέχρι σήμερα παλεύουμε για να ξορκίσουμε, να αντιπαλέψουμε και να υπερβούμε. Δεν λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, θα είναι ρηξιακή και προϋποθέτει την ανάληψη πολλαπλών καθηκόντων. Μέσα σ’ αυτά τα καθήκοντα, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την ανάπτυξη ενός νέου κινηματικού πόλου, διακριτού απ’ τις μαρξιστικές προσμίξεις και τις μεταμοντέρνες αντιαναρχικές τάσεις, ο οποίος, μέσα στην πορεία διαμόρφωσής του, θα συγκεράσει διαλεκτικά την θεωρητική εργασία με την πρακτική πάλη, την επεξεργασία αναλύσεων, θέσεων και προτάσεων με την εφαρμογή μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον αναρχικό πολιτικό αγώνα και παράλληλα, μέσα στο εργατικό-κοινωνικό κίνημα.
Αξιολογώντας τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης, ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού παλεύουμε για την διαμόρφωση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την εκ νέου προβολή της ιστορικής αναγκαιότητας της οργάνωσης των αναρχικών το επόμενο διάστημα και την προώθηση μιας βαθιάς, ολόπλευρης, επαναστατικής κινηματικής αναβάθμισης των αναρχικών δυνάμεων. Από την μια, σχεδιάζουμε την δημιουργία μιας Αναρχικής Οργάνωσης Δυτικών Προαστίων ως μετεξέλιξη του υπάρχοντος πολιτικού μας πυρήνα, που καλύπτει μονάχα έναν μικρό Δήμο των δυτικών συνοικιών και ταυτόχρονα προτάσσουμε την ιδέα μιας γενικής αναρχικής οργάνωσης πανελλαδικού χαρακτήρα. Χωρίς ποτέ να αφήνουμε για αύριο τις άμεσες αγωνιστικές αναγκαιότητες του τώρα, μέσα απ’ τις οποίες θα γεννηθούν και οι προοπτικές για εκείνο το ιστορικό άλμα, που θα αφήσει πίσω τον υπάρχοντα «χώρο», μεταβαίνοντας διαλεκτικά σε ένα μαζικό, οργανωμένο, με πλατιά επιρροή αναρχικό κίνημα.
Οι θέσεις μας προέρχονται απ’ τα έγκατα της αναρχικής σκέψης και κατευθύνονται προς την ανανέωσή της, για το πέρασμα απ’ τον κλασικό στον νεότερο αναρχισμό, χωρίς διαστρεβλώσεις του ιδεολογικού πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεωρίας και χωρίς αντεπαναστατικές αναθεωρήσεις. Οι θέσεις μας πηγάζουν απ’ την μπακουνική διάκριση της δράσης των αναρχικών στις πολιτικές οργανώσεις και την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στις εργατικές και κοινωνικές οργανώσεις (οργανωτικός δυισμός). Απηχούν τα συμπεράσματα της Dielo Truda για την ήττα των αναρχικών στην Ρωσία του 1917 και εμπνέονται απ’ το οργανωτικό ρεύμα του πλατφορμισμού, συνεκτιμώντας και τις ενστάσεις του Μαλατέστα. Αφουγκράζονται τα αναρχοσυνδικαλιστικά επιχειρήματα για τον ρόλο των συνδικάτων, μελετώντας συνάμα τους παράγοντες της ήττας στα μαυροκόκκινα χρόνια στην Ισπανία και την αδυναμία της FAI να λειτουργήσει ως διακριτή ειδική αναρχική οργάνωση σε σύμπνοια με την CNT. Είναι ταυτόχρονα ανοιχτές στην λήψη θετικών σημείων από πιο πρόσφατες μορφές αναρχικής οργάνωσης (π.χ. εσπεσιφισμός) και αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των μορφών αναρχικής οργάνωσης του παρελθόντος και του σήμερα, προσβλέποντας εμπροσθοβαρώς στην υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου, που στη βάση της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας, θα ενσαρκώσει μια σύγχρονη αναρχική οργάνωση.
Έχοντας υπόψιν αυτές μας τις επεξεργασίες και αξιώσεις, κόντρα στον καθιερωμένο αφορμαλισμό και τις πολιτικές ανεπάρκειες που χρόνια τώρα εμποδίζουν το ιστορικό, ρηξιακό και επαναστατικό άλμα από «χώρο» σε «κίνημα», εκτιμάμε ότι ο σύντροφος Τρωαδίτης μας έκανε την τιμή να εκδώσουμε από κοινού και να προλογίσουμε το νέο του βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να μην αποδεχτούμε με μεγάλη χαρά αυτή την πρόσκληση. Εργασίες σαν αυτή του συντρόφου Τρωαδίτη, με την παράθεση και προβολή των ντοκουμέντων που φέρνει στο φως για την ιστορία του κινήματός μας και τις οργανωτικές διεργασίες του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα προωθητικές τόσο ως γνώση όσο και ως εργαλείο άντλησης διδαγμάτων για το σήμερα, στην πορεία αναζήτησης και οικοδόμησης μιας νέας οργανωτικής και κινηματικής προοπτικής.
Η γνώση και η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τους αγωνιστές και αναγκαία όπλα στο εγχείρημα διάνοιξης νέων δρόμων απαλλαγμένων από τα λάθη και τις αδυναμίες που προέρχονται από παλιά και εκτείνονται έως τις μέρες μας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε πως το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των όρων συγκρότησης του εν Ελλάδι αναρχικού χώρου και είναι πολύτιμο για κάθε ενεργή συντρόφισσα και κάθε ενεργό σύντροφο. Είναι όμως και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία και την δράση του εγχώριου αναρχισμού, μια πολύ καλή πηγή. Φυσικά, θα πρέπει ως απαραίτητη σημείωση να ξεκαθαρίσουμε, ότι τα κείμενα αυτά, παρότι σε μεγάλο βαθμό καταπιάνονται με προβλήματα που μας απασχολούν ακόμα, θα πρέπει να διαβαστούν λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν.
Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού
https://protaanka.espivblogs.net/
1980.jpg

Αστυνομική δολοφονία στη Γαλ&a
Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Ιουνίου ξέσπασαν επεισόδια στην πόλη της Ναντέρ, με σκοπό καταγγείλουν μια ακόμη δολοφονία από αστυνομικό.
Το όνομά του ήταν Naël και ήταν 17 ετών. Ο Naël δολοφονήθηκε στις 27 Ιουνίου 2023 μέσα στο αυτοκίνητό του, όταν αστυνομικός τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση, επειδή εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Βρισκόταν σε λωρίδα λεωφορείου και προσπάθησε να διαφύγει, αφού η ζωή του απειλούταν από τον αστυνομικό, ο οποίος τον σημάδευε ήδη με το όπλο του.
Η αστυνομία υιοθέτησε αμέσως την εκδοχή ότι το αυτοκίνητο εμβόλισε την αστυνομία, ενώ τα μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να αναφερθούν στο ποινικό μητρώο του θύματος. Ωστόσο, το βίντεο της σκηνής δείχνει ότι οι αστυνομικοί βρίσκονται στην πλευρά του αυτοκινήτου, το οποίο αρχικά ήταν ακίνητο. Επομένως, η ζωή τους δεν απειλήθηκε σε καμία στιγμή.
Η λογική είναι συχνά η ίδια, καθώς επαναλαμβάνονται αυτές οι υποθέσεις. Σκοπός είναι να δείξουν ότι το θύμα ήταν κακός άνθρωπος, “παραβάτης” ή όχι πολύ “κοινωνικά ενταγμένος”. Από τη μία πλευρά, τα ΜΜΕ μεταδίδουν αυτές τις πληροφορίες χωρίς να τις ελέγχουν και συχνά πρόκειται για ψέματα ή υπερβολές. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ακόμη και αν τα γεγονότα ήταν αληθινά, αυτό δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη δολοφονία, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελαφρυντικό για την πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο μοναδικός σκοπός αυτής της αφήγησης είναι να καθιερώσει και να εξομαλύνει κοινωνικά την ατιμωρησία της αστυνομίας σε περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων.
Ξανά και ξανά, χωρίς την παρουσία ενός βίντεο, ο λόγος των θυμάτων είναι άχρηστος. Ή ακριβέστερα, δεν αξίζει τίποτα, όταν στο εδώλιο κάθεται ένα μέλος των δυνάμεων του νόμου και της τάξης, ακόμη και αν πρόκειται για ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται.
Πρόκειται για όχι λιγότερη από τη 13η ανθρωποκτονία που διαπράττεται από αστυνομικούς από την αρχή του έτους μετά από άρνηση συμμόρφωσης του θύματος. Μόνο σε 5 από τους 13 υπεύθυνους αστυνομικούς έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, ενώ οι υπόλοιποι έχουν αφεθεί μέχρι στιγμής ελεύθεροι, χωρίς να τους ασκηθεί δίωξη. Πρόκειται για έναν σημαντικό αριθμό, ο οποίος δεν είναι άσχετος με τον νόμο του 2017 που τροποποιεί το δικαίωμα των αστυνομικών να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει η αύξηση της βίας, ιδίως της ρατσιστικής βίας, όταν όροι όπως “απο-πολιτισμός ή αλλοίωση του πολιτισμού” και “μεγάλη αντικατάσταση” χρησιμοποιούνται στην κορυφή του κράτους, όταν ψηφίζονται ή τίθενται σε ψηφοφορία νόμοι που εισάγουν διακρίσεις. Ποιο είναι το νόημα μιας πολιτικής που οικειοποιείται την ατζέντα των λευκών ρατσιστών;
Αυτός ο κρατικός ρατσισμός κορυφώνεται στους θεσμούς, στην προκειμένη περίπτωση στην αστυνομία. Η βία που ασκεί η αστυνομία γίνεται επιτρεπτή και ανεκτή από την εξουσία, η οποία σπεύδει να δείξει με το δάχτυλο την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά, όπως έγινε μετά την επίθεση στον δήμαρχο του Saint-Brévin, μετά το άνοιγμα ενός κέντρου για αιτούντες άσυλο στην πόλη του.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν ο αστυνομικός πήρε το θάρρος να τραβήξει τη σκανδάλη εξ επαφής, ήταν επειδή δεν πίστευε ότι θα υπήρχαν συνέπειες. Ήταν επειδή, κατά την άποψή του, η ζωή του Naël ήταν άνευ σημασίας στα δικά του μάτια και στα μάτια της κοινωνίας.
Μπορούμε ακόμα να ρίχνουμε την ευθύνη για τις αστυνομικές δολοφονίες αποκλειστικά στα άτομα; Ήταν μόνο ένας κακός αστυνομικός; Όχι. Η ρητορική χρήση της αναφοράς αυστηρά στο πρόβλημα ενός ατόμου που διέπραξε μόνο μια “γκάφα” είναι αφόρητη. Πρόκειται απλώς για μια μορφή ρατσισμού στην οποία το κράτος κάνει ότι δεν βλέπει, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπει τις κρατικές δολοφονίες.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ριζική κριτική της εθνικής αστυνομίας, αυτού του ρατσιστικού και αποικιοκρατικού θεσμού, που έχει καταστεί “γάγγραινα”από την ακροδεξιά και τρομοκρατεί ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού με πλήρη ατιμωρησία.
Τα θύματα του ρατσισμού από την αστυνομία καταγγέλλουν αυτόν τον θεσμό εδώ και χρόνια. Η άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους δεν εξαρτάται από τον ακτιβισμό τους ή την αντίθεσή τους σε μια μεταρρύθμιση, όπως αυτή του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το απλό γεγονός της ύπαρξής τους τους φέρνει αντιμέτωπους με αυτόν τον ρατσιστικό, κατασταλτικό και δολοφονικό, όπως αποδεικνύεται, θεσμό. Οι εξόριστοι υποφέρουν ιδιαίτερα από αυτήν τη βία, είτε στο νεκροταφείο που έχει μετατραπεί η Μεσόγειος, είτε στο Καλαί, είτε στη Μαγιότ, είτε στα κέντρα διοικητικής κράτησης, όπου ο Μοχάμεντ, ένας 59χρονος άνδρας, δολοφονήθηκε πριν από ένα μήνα μετά από ξυλοδαρμό από αστυνομικούς.
Τα εγκλήματα αυτά είναι μέρος ενός μεγάλου καταλόγου που ξεκινάει πριν από 40 χρόνια, αν όχι περισσότερο (θυμόμαστε τα μαζικά εγκλήματα της 17ης Οκτωβρίου 1961). Πολλά ονόματα έρχονται στο μυαλό: Malik Oussekine, Abdel Benahya, Zied και Bouna, Moshin και Lakhamy, Akim Ajimi, Ali Ziri, Mamadou Marega, Wissam El Yamni, Amine Bentounsi, Angelo Garan, Gaye Camara, Liu Shaoyao, Babacar Gaye, Steve Maya Caniço, Claude Jean-Pierre, και πολλοί άλλοι… Από τις μαζικές διαμαρτυρίες με αίτημα την αλήθεια και τη δικαιοσύνη για τον Adama Traoré, εναντίον του οποίου η οικογένειά του έχει υποστεί απίστευτη καταστολή εδώ και 5 χρόνια, και 3 χρόνια μετά τις παγκόσμιες διαμαρτυρίες για τον George Floyd, οι μόνες “απαντήσεις” από το κράτος ήταν αρνήσεις.
Στο σημερινό πλαίσιο της εκτεταμένης καταστολής, πιστεύουμε ότι οι εξεγέρσεις που ξεκίνησαν στη Ναντέρ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού κινήματος. Πρόκειται για τη διεκδίκηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας για τον Naël και τα υπόλοιπα θύματα των αστυνομικών εγκλημάτων. Εμείς στηρίζουμε αυτά τα αιτήματα και συμμετέχουμε στις κινητοποιήσεις οργής.
Οι σκέψεις μας είναι με τους συγγενείς των θυμάτων αυτών των αστυνομικών δολοφονιών.
Προς το παρόν, απαιτούμε δικαιοσύνη και αλήθεια για τον Naël, την κατάργηση των νόμων για την παγκόσμια ασφάλεια, τον αυτονομισμό και τον αφοπλισμό της αστυνομίας.
Ενότητα του λαού απέναντι στο ρατσισμό και την αστυνομική βία!
Μεταφέρουμε εδώ το κάλεσμα της οικογένειας του Naël για μια σιωπηλή πορεία αύριο (29 Ιουνίου) στις 14:00 στη Ναντέρ.
Union Communiste Libertaire (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ένωση)
28/6/2023
*Σύνδεσμος της ελληνικής μετάφρασης: https://www.alerta.gr/archives/30916?fbclid=IwAR19tqO2OoPSfyNsGM_fF_bjYnznQrsvdEv_Pis5B49THI63mnyQJXi7aL8
Το όνομά του ήταν Naël και ήταν 17 ετών. Ο Naël δολοφονήθηκε στις 27 Ιουνίου 2023 μέσα στο αυτοκίνητό του, όταν αστυνομικός τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση, επειδή εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Βρισκόταν σε λωρίδα λεωφορείου και προσπάθησε να διαφύγει, αφού η ζωή του απειλούταν από τον αστυνομικό, ο οποίος τον σημάδευε ήδη με το όπλο του.
Η αστυνομία υιοθέτησε αμέσως την εκδοχή ότι το αυτοκίνητο εμβόλισε την αστυνομία, ενώ τα μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να αναφερθούν στο ποινικό μητρώο του θύματος. Ωστόσο, το βίντεο της σκηνής δείχνει ότι οι αστυνομικοί βρίσκονται στην πλευρά του αυτοκινήτου, το οποίο αρχικά ήταν ακίνητο. Επομένως, η ζωή τους δεν απειλήθηκε σε καμία στιγμή.
Η λογική είναι συχνά η ίδια, καθώς επαναλαμβάνονται αυτές οι υποθέσεις. Σκοπός είναι να δείξουν ότι το θύμα ήταν κακός άνθρωπος, “παραβάτης” ή όχι πολύ “κοινωνικά ενταγμένος”. Από τη μία πλευρά, τα ΜΜΕ μεταδίδουν αυτές τις πληροφορίες χωρίς να τις ελέγχουν και συχνά πρόκειται για ψέματα ή υπερβολές. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ακόμη και αν τα γεγονότα ήταν αληθινά, αυτό δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη δολοφονία, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελαφρυντικό για την πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Ο μοναδικός σκοπός αυτής της αφήγησης είναι να καθιερώσει και να εξομαλύνει κοινωνικά την ατιμωρησία της αστυνομίας σε περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων.
Ξανά και ξανά, χωρίς την παρουσία ενός βίντεο, ο λόγος των θυμάτων είναι άχρηστος. Ή ακριβέστερα, δεν αξίζει τίποτα, όταν στο εδώλιο κάθεται ένα μέλος των δυνάμεων του νόμου και της τάξης, ακόμη και αν πρόκειται για ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται.
Πρόκειται για όχι λιγότερη από τη 13η ανθρωποκτονία που διαπράττεται από αστυνομικούς από την αρχή του έτους μετά από άρνηση συμμόρφωσης του θύματος. Μόνο σε 5 από τους 13 υπεύθυνους αστυνομικούς έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, ενώ οι υπόλοιποι έχουν αφεθεί μέχρι στιγμής ελεύθεροι, χωρίς να τους ασκηθεί δίωξη. Πρόκειται για έναν σημαντικό αριθμό, ο οποίος δεν είναι άσχετος με τον νόμο του 2017 που τροποποιεί το δικαίωμα των αστυνομικών να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει η αύξηση της βίας, ιδίως της ρατσιστικής βίας, όταν όροι όπως “απο-πολιτισμός ή αλλοίωση του πολιτισμού” και “μεγάλη αντικατάσταση” χρησιμοποιούνται στην κορυφή του κράτους, όταν ψηφίζονται ή τίθενται σε ψηφοφορία νόμοι που εισάγουν διακρίσεις. Ποιο είναι το νόημα μιας πολιτικής που οικειοποιείται την ατζέντα των λευκών ρατσιστών;
Αυτός ο κρατικός ρατσισμός κορυφώνεται στους θεσμούς, στην προκειμένη περίπτωση στην αστυνομία. Η βία που ασκεί η αστυνομία γίνεται επιτρεπτή και ανεκτή από την εξουσία, η οποία σπεύδει να δείξει με το δάχτυλο την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά, όπως έγινε μετά την επίθεση στον δήμαρχο του Saint-Brévin, μετά το άνοιγμα ενός κέντρου για αιτούντες άσυλο στην πόλη του.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν ο αστυνομικός πήρε το θάρρος να τραβήξει τη σκανδάλη εξ επαφής, ήταν επειδή δεν πίστευε ότι θα υπήρχαν συνέπειες. Ήταν επειδή, κατά την άποψή του, η ζωή του Naël ήταν άνευ σημασίας στα δικά του μάτια και στα μάτια της κοινωνίας.
Μπορούμε ακόμα να ρίχνουμε την ευθύνη για τις αστυνομικές δολοφονίες αποκλειστικά στα άτομα; Ήταν μόνο ένας κακός αστυνομικός; Όχι. Η ρητορική χρήση της αναφοράς αυστηρά στο πρόβλημα ενός ατόμου που διέπραξε μόνο μια “γκάφα” είναι αφόρητη. Πρόκειται απλώς για μια μορφή ρατσισμού στην οποία το κράτος κάνει ότι δεν βλέπει, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπει τις κρατικές δολοφονίες.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ριζική κριτική της εθνικής αστυνομίας, αυτού του ρατσιστικού και αποικιοκρατικού θεσμού, που έχει καταστεί “γάγγραινα”από την ακροδεξιά και τρομοκρατεί ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού με πλήρη ατιμωρησία.
Τα θύματα του ρατσισμού από την αστυνομία καταγγέλλουν αυτόν τον θεσμό εδώ και χρόνια. Η άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους δεν εξαρτάται από τον ακτιβισμό τους ή την αντίθεσή τους σε μια μεταρρύθμιση, όπως αυτή του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το απλό γεγονός της ύπαρξής τους τους φέρνει αντιμέτωπους με αυτόν τον ρατσιστικό, κατασταλτικό και δολοφονικό, όπως αποδεικνύεται, θεσμό. Οι εξόριστοι υποφέρουν ιδιαίτερα από αυτήν τη βία, είτε στο νεκροταφείο που έχει μετατραπεί η Μεσόγειος, είτε στο Καλαί, είτε στη Μαγιότ, είτε στα κέντρα διοικητικής κράτησης, όπου ο Μοχάμεντ, ένας 59χρονος άνδρας, δολοφονήθηκε πριν από ένα μήνα μετά από ξυλοδαρμό από αστυνομικούς.
Τα εγκλήματα αυτά είναι μέρος ενός μεγάλου καταλόγου που ξεκινάει πριν από 40 χρόνια, αν όχι περισσότερο (θυμόμαστε τα μαζικά εγκλήματα της 17ης Οκτωβρίου 1961). Πολλά ονόματα έρχονται στο μυαλό: Malik Oussekine, Abdel Benahya, Zied και Bouna, Moshin και Lakhamy, Akim Ajimi, Ali Ziri, Mamadou Marega, Wissam El Yamni, Amine Bentounsi, Angelo Garan, Gaye Camara, Liu Shaoyao, Babacar Gaye, Steve Maya Caniço, Claude Jean-Pierre, και πολλοί άλλοι… Από τις μαζικές διαμαρτυρίες με αίτημα την αλήθεια και τη δικαιοσύνη για τον Adama Traoré, εναντίον του οποίου η οικογένειά του έχει υποστεί απίστευτη καταστολή εδώ και 5 χρόνια, και 3 χρόνια μετά τις παγκόσμιες διαμαρτυρίες για τον George Floyd, οι μόνες “απαντήσεις” από το κράτος ήταν αρνήσεις.
Στο σημερινό πλαίσιο της εκτεταμένης καταστολής, πιστεύουμε ότι οι εξεγέρσεις που ξεκίνησαν στη Ναντέρ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού κινήματος. Πρόκειται για τη διεκδίκηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας για τον Naël και τα υπόλοιπα θύματα των αστυνομικών εγκλημάτων. Εμείς στηρίζουμε αυτά τα αιτήματα και συμμετέχουμε στις κινητοποιήσεις οργής.
Οι σκέψεις μας είναι με τους συγγενείς των θυμάτων αυτών των αστυνομικών δολοφονιών.
Προς το παρόν, απαιτούμε δικαιοσύνη και αλήθεια για τον Naël, την κατάργηση των νόμων για την παγκόσμια ασφάλεια, τον αυτονομισμό και τον αφοπλισμό της αστυνομίας.
Ενότητα του λαού απέναντι στο ρατσισμό και την αστυνομική βία!
Μεταφέρουμε εδώ το κάλεσμα της οικογένειας του Naël για μια σιωπηλή πορεία αύριο (29 Ιουνίου) στις 14:00 στη Ναντέρ.
Union Communiste Libertaire (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ένωση)
28/6/2023
*Σύνδεσμος της ελληνικής μετάφρασης: https://www.alerta.gr/archives/30916?fbclid=IwAR19tqO2OoPSfyNsGM_fF_bjYnznQrsvdEv_Pis5B49THI63mnyQJXi7aL8
356647378_669315091906397_7385037275390918927_n.jpg

Βουλγαρία: Ο ελευθεριακός Τύπ&
Βουλγαρία: Ο ελευθεριακός Τύπος στο απόσπασμα
Ο συντάκτης μας Yavor Tarinski συνεχίζει το αφιέρωμά του για το μαύρο ημερολόγιο του ελευθεριακού κινήματος της Βουλγαρίας, επί της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη, το βουλγαρικό αναρχικό κίνημα, πνίγηκε στο αίμα του από την «εξουσία του λαού». Κάθε μήνα δημοσιεύουμε κάποια καθοριστική ημερομηνία της εποχής αυτής. Σήμερα, το 5ο άρθρο της σειράς:
Ιούνιος 1947: το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας κλείνει και την τελευταία νόμιμη ελευθεριακή εφημερίδα «Στόζερ». Εκδίδεται στη Σόφια την περίοδο Νοέμβρης 1946 – Ιούνιος 1947 (σύνολο 32 τεύχη). Η εφημερίδα δεν αυτοπροσδιορίζεται δημοσίως ως αναρχική, αλλά τα βασικά της στελέχη είναι αναρχικοί. Απαγορεύεται από τις κομμουνιστικές αρχές λόγω των δημοσιευμάτων της με ελευθεριακό περιεχόμενο, ενώ όλα τα τεύχη της κατάσχονται.
Το κλείσιμο της «Στόζερ», παρότι ακολουθήθηκε από την έκδοση κάποιων παράνομων αναρχικών φυλλαδίων για ένα μικρό χρονικό διάστημα, σηματοδοτεί το τέλος της διανομής και διάδοσης του μαζικού ελευθεριακού Τύπου. Δεν θα υπάρξουν νέες μαζικές δημοσιεύσεις σε βουλγαρικό έδαφος ως και την πτώση του Κομμουνιστικού Καθεστώτος.
Οι πρώτες βουλγαρικές εφημερίδες με ελευθεριακή κλίση θεωρούνται οι «Φωνή των Βούλγαρων Μεταναστών», «Ανεξαρτησία» και «Σημαία» -όλες τους εκδίδονταν τη δεκαετία του 1870 από τον ελευθεριακό σοσιαλιστή Χρίστο Μπότεφ [1] όσο ζούσε στη Ρουμανία, όπου και προετοίμαζε αντάρτικες ομάδες που θα απελευθέρωναν τον βαλκανικό λαό από τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά από την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878), ξεκινά μια γοργή ανάπτυξη του αναρχικού Τύπου στο εσωτερικό της χώρας. Η πρώτη ανοιχτά αναρχική εφημερίδα ονομάζεται «Αγώνας» και κυκλοφορεί το 1894. Εκδίδεται στο Πλόβντιφ (Φιλιππούπολη) από τον αναρχικό Ντιμίτερ Μποϊκίνοφ (Dimitar Boykinov). Ελευθεριακές εφημερίδες και περιοδικά εκδίδονται σε όλη τη χώρα και όχι μόνο -ομάδες αναρχικών που έχουν μεταναστεύσει εκδίδουν τον δικό τους Τύπο στην Ελβετία («Εκδίκηση» το 1898), στις ΗΠΑ («Υπερασπιστής του Εργάτη» το 1926), στην Αργεντινή («Αντιεξουσία» το 1927) και αλλού.
Με την πάροδο του χρόνου ο αναρχικός Τύπος στη χώρα και στη διασπορά αυξάνεται σε μέγεθος και απεύθυνση. Τον πρώτο χρόνο του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, το 1944, η αναρχοκομμουνιστική μηνιαία εφημερίδα «Η Σκέψη του Εργάτη» φτάνει σε κυκλοφορία τις 30 χιλιάδες αντίτυπα με αρθρογραφία και αναλύσεις που επικρίνουν ανοιχτά το καθεστώς, το Κόμμα και τη Σοβιετική Ένωση. Οι μυστικές υπηρεσίες κατάσχουν συστηματικά τα νέα τεύχη και κυνηγούν τους συντάκτες. Η εντεινόμενη καταστολή των Αρχών οδηγεί στο κλείσιμο της εφημερίδας τον Δεκέμβριο του 1945.
Έπειτα από την απαγόρευση του αναρχικού Τύπου, οι ελευθεριακές εκδόσεις στη Βουλγαρία γίνονται υπόθεση της βουλγαρικής διασποράς. Στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, από το 1952 ως το 1991, η εφημερίδα «Ο Δρόμος μας» εκδίδεται από τον φημισμένο αναρχικό και συγγραφέα Γκέοργκι Χατζίεφ (Georgi Hadjiev). Το 1975-’76 στη Γερμανία κυκλοφορεί το περιοδικό «Κουλτούρα», το οποίο υπερασπιζόταν ανοιχτά τους διωκόμενους αναρχικούς της Βουλγαρίας. Τη δεκαετία του ’80 στο Λονδίνο, εκδίδεται η αναρχική εφημερίδα «Η Θέληση του Λαού». Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος κυκλοφορίας και διακίνησης αναρχικών εντύπων ήταν αναμφισβήτητα το Παρίσι, όπου Βούλγαροι εξόριστοι γίνονταν δεκτοί από την τοπική ελευθεριακή κοινότητα και τους προσφέρονταν βοήθεια για να σταθούν στα πόδια τους. Μεταξύ των πολλών εντύπων υπήρξαν τα «Εσωτερικό Ενημερωτικό Δελτίο», «Προς Υπεράσπιση της Αλήθειας», «Ανατολή», «Λίστα εσωτερικής ενημέρωσης για τους εξόριστους αναρχικούς που γράφουν στα βουλγαρικά», «Αναρχοκομμουνιστική Επανάσταση», «Ο Αναρχικός» και πολλά ακόμη δυνητικά για τα οποία δεν σώζεται κάτι.
Μετά την πτώση του καθεστώτος, η «Ομοσπονδία Αναρχικών Βουλγαρίας» ξαναζωντανεύει από αναρχικούς που επέστρεψαν στη χώρα έπειτα από την εξορία. Τότε ξεκινά η κυκλοφορία της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» η οποία συνεχίζεται ως σήμερα και κάποιες μεταφράσεις αναρχικών κλασικών έργων, αλλά η εκδοτική δραστηριότητα δεν θα φτάσει ποτέ τη μαζικότητα της παλιάς εποχής.
Την τελευταία δεκαετία μία νέα συλλογική πρωτοβουλία προέκυψε με τον εκδοτικό οίκο Anarres. Ο Anarres έχει έναν ελευθεριακό χαρακτήρα και σκοπός του είναι να εισάγει, μέσω των βιβλίων, τις σύγχρονες τάσεις που προκύπτουν στη ριζοσπαστική και δημοκρατική σκέψη ανά τον κόσμο.
Βήματα γίνονται αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς.
Κάποιες εκ των ιστορικών ελευθεριακών εφημερίδων της Βουλγαρίας
Η εφημερίδα «Αντιεξουσία», κυκλοφόρησε ως το 1911 στις πόλεις της Σόφιας και του Ράζγκραντ.
«Η Σκέψη του Εργάτη» κυκλοφορεί αρχικά το 1914-’15 ως συνδικαλιστικό έντυπο. Με το ξεκίνημα του Α’ Π.Π. απαγορεύεται. Ξανακυκλοφορεί το 1919 ως το 1920, αλλά με πιο ριζοσπαστικό και ελευθεριακό χαρακτήρα. Επαναλειτουργεί για ακόμη μία φορά την περίοδο 1944-1945, αυτή τη φορά ως όργανο της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.
«Ελεύθερη Πράξη» (1924-1925) στη Σόφια. Η εφημερίδα προωθεί την ιδέα ενός ενωμένου μετώπου μεταξύ αναρχικών, κομμούνιστών και αγροτών.
«Ελεύθερος Εργάτης» (Απρίλιος 1927-Ιούνιος 1928) στη Σόφια. Σταμάτησε τη λειτουργία της έπειτα από τη σύλληψη του βασικού της συντάκτη Γκεόργκι Κοβάτσεφ.
«Ο Εργάτης». Αναρχοσυνδικαλιστικό δελτίο μεταξύ 1929-1934. Το 1932, το τεύχος 20 εκδόθηκε αποκλειστικά στη γλώσσα Εσπεράντο.
Η «Εργατική Αλληλεγγύη» ήταν η εφημερίδα της Ομοσπονδίας Αυτόνομων Εργατικών Συνδικάτων με αρχική κυκλοφορία το 1933.
(Στα αριστερά) «Ο Δρόμος μας» κυκλοφορεί μεταξύ 1952-1991 σε Παρίσι και Σίδνεϊ. (Στα δεξιά) Το «Ενημερωτικό Δελτίο» κυκλοφορούσε παρανόμως το 1946-1948 από την Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] Χρίστο Μπότεφ (Христо Ботев, 1848-1876): Βούλγαρος ποιητής και επαναστάτης στον αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ευρείες δημοκρατικές-αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις. Σε αυτό φαίνεται να έπαιξαν ρόλο και οι επαφές του με Ρώσους αναρχικούς. Σήμερα γιορτάζεται ως εθνικός ήρωας.
https://www.anarchy.bg/articles/istoriya-na-anarhisticheskiyat-pechat-v-balgariya/
*Αναδημοσίευση από εδώ, όπου μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες των εφημερίδων που παραθέτει ο συντάκτης τυ κειμένου: https://www.aftoleksi.gr/2020/06/14/o-anarchikos-typos-apospasma/?fbclid=IwAR2vvnEULIk_P5XYOEz8X-LVo-MVETNJRFq0WSASzYuR_fPz29LdGSwBt58
Ο συντάκτης μας Yavor Tarinski συνεχίζει το αφιέρωμά του για το μαύρο ημερολόγιο του ελευθεριακού κινήματος της Βουλγαρίας, επί της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη, το βουλγαρικό αναρχικό κίνημα, πνίγηκε στο αίμα του από την «εξουσία του λαού». Κάθε μήνα δημοσιεύουμε κάποια καθοριστική ημερομηνία της εποχής αυτής. Σήμερα, το 5ο άρθρο της σειράς:
Ιούνιος 1947: το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας κλείνει και την τελευταία νόμιμη ελευθεριακή εφημερίδα «Στόζερ». Εκδίδεται στη Σόφια την περίοδο Νοέμβρης 1946 – Ιούνιος 1947 (σύνολο 32 τεύχη). Η εφημερίδα δεν αυτοπροσδιορίζεται δημοσίως ως αναρχική, αλλά τα βασικά της στελέχη είναι αναρχικοί. Απαγορεύεται από τις κομμουνιστικές αρχές λόγω των δημοσιευμάτων της με ελευθεριακό περιεχόμενο, ενώ όλα τα τεύχη της κατάσχονται.
Το κλείσιμο της «Στόζερ», παρότι ακολουθήθηκε από την έκδοση κάποιων παράνομων αναρχικών φυλλαδίων για ένα μικρό χρονικό διάστημα, σηματοδοτεί το τέλος της διανομής και διάδοσης του μαζικού ελευθεριακού Τύπου. Δεν θα υπάρξουν νέες μαζικές δημοσιεύσεις σε βουλγαρικό έδαφος ως και την πτώση του Κομμουνιστικού Καθεστώτος.
Οι πρώτες βουλγαρικές εφημερίδες με ελευθεριακή κλίση θεωρούνται οι «Φωνή των Βούλγαρων Μεταναστών», «Ανεξαρτησία» και «Σημαία» -όλες τους εκδίδονταν τη δεκαετία του 1870 από τον ελευθεριακό σοσιαλιστή Χρίστο Μπότεφ [1] όσο ζούσε στη Ρουμανία, όπου και προετοίμαζε αντάρτικες ομάδες που θα απελευθέρωναν τον βαλκανικό λαό από τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά από την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878), ξεκινά μια γοργή ανάπτυξη του αναρχικού Τύπου στο εσωτερικό της χώρας. Η πρώτη ανοιχτά αναρχική εφημερίδα ονομάζεται «Αγώνας» και κυκλοφορεί το 1894. Εκδίδεται στο Πλόβντιφ (Φιλιππούπολη) από τον αναρχικό Ντιμίτερ Μποϊκίνοφ (Dimitar Boykinov). Ελευθεριακές εφημερίδες και περιοδικά εκδίδονται σε όλη τη χώρα και όχι μόνο -ομάδες αναρχικών που έχουν μεταναστεύσει εκδίδουν τον δικό τους Τύπο στην Ελβετία («Εκδίκηση» το 1898), στις ΗΠΑ («Υπερασπιστής του Εργάτη» το 1926), στην Αργεντινή («Αντιεξουσία» το 1927) και αλλού.
Με την πάροδο του χρόνου ο αναρχικός Τύπος στη χώρα και στη διασπορά αυξάνεται σε μέγεθος και απεύθυνση. Τον πρώτο χρόνο του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, το 1944, η αναρχοκομμουνιστική μηνιαία εφημερίδα «Η Σκέψη του Εργάτη» φτάνει σε κυκλοφορία τις 30 χιλιάδες αντίτυπα με αρθρογραφία και αναλύσεις που επικρίνουν ανοιχτά το καθεστώς, το Κόμμα και τη Σοβιετική Ένωση. Οι μυστικές υπηρεσίες κατάσχουν συστηματικά τα νέα τεύχη και κυνηγούν τους συντάκτες. Η εντεινόμενη καταστολή των Αρχών οδηγεί στο κλείσιμο της εφημερίδας τον Δεκέμβριο του 1945.
Έπειτα από την απαγόρευση του αναρχικού Τύπου, οι ελευθεριακές εκδόσεις στη Βουλγαρία γίνονται υπόθεση της βουλγαρικής διασποράς. Στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, από το 1952 ως το 1991, η εφημερίδα «Ο Δρόμος μας» εκδίδεται από τον φημισμένο αναρχικό και συγγραφέα Γκέοργκι Χατζίεφ (Georgi Hadjiev). Το 1975-’76 στη Γερμανία κυκλοφορεί το περιοδικό «Κουλτούρα», το οποίο υπερασπιζόταν ανοιχτά τους διωκόμενους αναρχικούς της Βουλγαρίας. Τη δεκαετία του ’80 στο Λονδίνο, εκδίδεται η αναρχική εφημερίδα «Η Θέληση του Λαού». Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος κυκλοφορίας και διακίνησης αναρχικών εντύπων ήταν αναμφισβήτητα το Παρίσι, όπου Βούλγαροι εξόριστοι γίνονταν δεκτοί από την τοπική ελευθεριακή κοινότητα και τους προσφέρονταν βοήθεια για να σταθούν στα πόδια τους. Μεταξύ των πολλών εντύπων υπήρξαν τα «Εσωτερικό Ενημερωτικό Δελτίο», «Προς Υπεράσπιση της Αλήθειας», «Ανατολή», «Λίστα εσωτερικής ενημέρωσης για τους εξόριστους αναρχικούς που γράφουν στα βουλγαρικά», «Αναρχοκομμουνιστική Επανάσταση», «Ο Αναρχικός» και πολλά ακόμη δυνητικά για τα οποία δεν σώζεται κάτι.
Μετά την πτώση του καθεστώτος, η «Ομοσπονδία Αναρχικών Βουλγαρίας» ξαναζωντανεύει από αναρχικούς που επέστρεψαν στη χώρα έπειτα από την εξορία. Τότε ξεκινά η κυκλοφορία της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» η οποία συνεχίζεται ως σήμερα και κάποιες μεταφράσεις αναρχικών κλασικών έργων, αλλά η εκδοτική δραστηριότητα δεν θα φτάσει ποτέ τη μαζικότητα της παλιάς εποχής.
Την τελευταία δεκαετία μία νέα συλλογική πρωτοβουλία προέκυψε με τον εκδοτικό οίκο Anarres. Ο Anarres έχει έναν ελευθεριακό χαρακτήρα και σκοπός του είναι να εισάγει, μέσω των βιβλίων, τις σύγχρονες τάσεις που προκύπτουν στη ριζοσπαστική και δημοκρατική σκέψη ανά τον κόσμο.
Βήματα γίνονται αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς.
Κάποιες εκ των ιστορικών ελευθεριακών εφημερίδων της Βουλγαρίας
Η εφημερίδα «Αντιεξουσία», κυκλοφόρησε ως το 1911 στις πόλεις της Σόφιας και του Ράζγκραντ.
«Η Σκέψη του Εργάτη» κυκλοφορεί αρχικά το 1914-’15 ως συνδικαλιστικό έντυπο. Με το ξεκίνημα του Α’ Π.Π. απαγορεύεται. Ξανακυκλοφορεί το 1919 ως το 1920, αλλά με πιο ριζοσπαστικό και ελευθεριακό χαρακτήρα. Επαναλειτουργεί για ακόμη μία φορά την περίοδο 1944-1945, αυτή τη φορά ως όργανο της Ομοσπονδίας Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.
«Ελεύθερη Πράξη» (1924-1925) στη Σόφια. Η εφημερίδα προωθεί την ιδέα ενός ενωμένου μετώπου μεταξύ αναρχικών, κομμούνιστών και αγροτών.
«Ελεύθερος Εργάτης» (Απρίλιος 1927-Ιούνιος 1928) στη Σόφια. Σταμάτησε τη λειτουργία της έπειτα από τη σύλληψη του βασικού της συντάκτη Γκεόργκι Κοβάτσεφ.
«Ο Εργάτης». Αναρχοσυνδικαλιστικό δελτίο μεταξύ 1929-1934. Το 1932, το τεύχος 20 εκδόθηκε αποκλειστικά στη γλώσσα Εσπεράντο.
Η «Εργατική Αλληλεγγύη» ήταν η εφημερίδα της Ομοσπονδίας Αυτόνομων Εργατικών Συνδικάτων με αρχική κυκλοφορία το 1933.
(Στα αριστερά) «Ο Δρόμος μας» κυκλοφορεί μεταξύ 1952-1991 σε Παρίσι και Σίδνεϊ. (Στα δεξιά) Το «Ενημερωτικό Δελτίο» κυκλοφορούσε παρανόμως το 1946-1948 από την Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] Χρίστο Μπότεφ (Христо Ботев, 1848-1876): Βούλγαρος ποιητής και επαναστάτης στον αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ευρείες δημοκρατικές-αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις. Σε αυτό φαίνεται να έπαιξαν ρόλο και οι επαφές του με Ρώσους αναρχικούς. Σήμερα γιορτάζεται ως εθνικός ήρωας.
https://www.anarchy.bg/articles/istoriya-na-anarhisticheskiyat-pechat-v-balgariya/
*Αναδημοσίευση από εδώ, όπου μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες των εφημερίδων που παραθέτει ο συντάκτης τυ κειμένου: https://www.aftoleksi.gr/2020/06/14/o-anarchikos-typos-apospasma/?fbclid=IwAR2vvnEULIk_P5XYOEz8X-LVo-MVETNJRFq0WSASzYuR_fPz29LdGSwBt58
libertarian_press.jpg

-
No hay más artículos